Τη γλώσσα του πατέρα μου, της γιαγιάς μου, του παππού και των προπάππων μου.
Το κατάλαβα αργά, όταν πια έφτασα να μιλάω έξι γλώσσες αλλά να μην ξέρω την πατρική μου. Και βαρέθηκα πια να μην μπορώ να μιλήσω για τη γλώσσα αυτή χωρίς να ακούω γελάκια, απαξιωτικά σχόλια και αερολογίες. Οπότε θα σας πω τί σκέφτομαι, χωρίς να κρύβομαι πίσω από ντροπές και σκοπιμότητες
Τη γλώσσα μου την κλέψανε γιατί την θεωρούσαν παρακατιανή, δευτεράντζα και άχρηστη. Μια γλώσσα αποκλεισμένη από το δημόσιο χώρο, φορτωμένη με ντροπή και απαξίωση. Γι αυτό μεγάλωσα ακούγοντας τα βλάχικα που μιλούσαν ο μπαμπάς με τη γιαγιά σαν κάτι ξένο, παράξενο. Και τα γλυκά λόγια της γιαγιάς μου όταν μ΄ έπαιρνε αγκαλιά δεν τα καταλάβαινα, μόνο χόρταινα τη γλύκα τους.
Πενηντάρισα μέχρι να καταλάβω ότι η απώλεια της γλώσσας μου δεν ήταν σύμπτωση, γκαντεμιά ή ένα απλό περιστατικό της οικογενειακής μου ιστορίας.
Τη γλώσσα μου την έκλεψε ένα κράτος που ιδρύθηκε για να σβήσει τη διαφορετικότητα. Ενός κράτους που γεννήθηκε για να εξυπηρετήσει την ανάγκη της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας να καπηλευτεί την κλασσική Ελλάδα. Η αρχαιοελληνική ιστορία επιστρατεύθηκε σαν πρόσχημα που αποδεικνύει τη λευκή ρατσιστική υπεροχή των αποικιοκρατών απέναντι στα θύματα της ληστρικής τους παγκόσμιας κυριαρχίας. Τη γλώσσα μου την έκλεψε ένα βασίλειο χρεωκοπημένο από γεννησιμιού του, που ιδρύσανε οι “ευρωπαϊκές δυνάμεις” για να παίξει το ρόλο φράχτη και σύνορου απέναντι στους άλλους, τους ανατολίτες, τους μουσουλμάνους, τους άπιστους και σκουρόχρωμους. Ενός κράτους που οι πολίτες του ενστερνιστήκαν με χαρά το ρόλο του απογόνου του Περικλή, το ρόλο του λευκού χριστιανού ευρωπαίου, παρ’ όλο που κανένα βορειοευρωπαϊκό κράτος δεν τους θεώρησε ποτέ ισότιμους με τους δικούς του λευκούς πολίτες, παρά τους έβλεπε σαν σκούρους, γραφικούς διασκεδαστικούς σερβιτόρους, χρεωκοπημένους αγοραστές οπλικών συστημάτων ή θλιβερούς γκασταρμπάιτερ.
Μου την κλέψανε γιατί η γλώσσα των προγόνων μου παραφωνούσε. Μιλούσε για ένα λαό βαλκανικό, ανάμικτο, πολύγλωσσο, πολυπολιτισμικό, με πολλαπλές ταυτότητες. Γιατί κι η ύπαρξή μόνο της έλεγε πως ο αρχαίος Αθηναίος ήταν πολύ πιο μακρινός συγγενής απ΄ ό,τι ο Αλβανός, ο Σλάβος, ο Τούρκος, ο Τσιγγάνος κι ο Εβραίος.
Μου κλέψανε τη γλώσσα για να την πεθάνουνε. Στο όνομα μιας ψεύτικης εθνικής ομόνοιας. Μια ομόνοια άλλοθι για να εξαφανιστούν τα ισπανοεβραϊκά, τα πομάκικα, τα ρομανί, τα σλαβομακεδόνικα, τα αρβανίτικα. Μια εθνική πολιτική που βάλθηκε με απερίγραπτη αποτελεσματικότητα και συντονισμό να φτωχύνει τον πολιτισμό της επικράτειάς της, να σβήσει γλώσσες και ντοπιολαλιές, απαξιώνοντάς τες και γελοιοποιώντας τες μέσα από τους θεσμούς της, τα πανεπιστήμια, τα σχολεία, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο και το θέατρο…
Δήμιοι των γλωσσών μας οι ίδιοι οι ομιλητές τους, ορκισμένοι εχθροί του εαυτού τους, για “να μην δίνουμε δικαιώματα”, “για να μην μας κοιτάνε παράξενα”, “για να μπορέσουμε να ζήσουμε απαρατήρητοι” και ακρωτηριασμένοι.
Οι ίδιοι που για να ξεπλύνουν το στίγμα του βλάχου, του αρβανίτη, του σαρακατσάνου, του “ντόπιου” ανεμίζουν με μένος αστέρια Βεργίνας, γαλανόλευκες σημαίες και εξαπολύουν λίβελλους ενάντια σε όσες θέλουμε να θυμόμαστε πως μας υποχρέωσαν να ξεχάσουμε ότι οι γονείς και οι παππούδες μας μιλούσαν άλλες γλώσσες.
Κουράστηκα ν΄ακούω πως το πρόβλημά μου είναι ανύπαρκτο και πως υπάρχουν άλλα πολύ σοβαρότερα θέματα, και πως δεν αξίζει να ασχολείται κανείς με μια γλώσσα χωριάτικη κακόηχη και άγραφη.
Η γλώσσα μου είναι αυτό που στην Ελλάδα λένα “βλάχικα”, και που οι ομιλητές της ονομάζουν “αρμανέστι”, αρμάνικη ή αρωμανική.
Βαρέθηκα να κουβαλάω την απώλειά της σαν βάρος και σαν στίγμα. Οι ιστορίες που ακούγονται συνέχεια μιλάνε για βλάχους προδότες, συνεργάτες του φασισμού και εχθρούς της Ελλάδας. Τί σύμπτωση, που οι ιστορίες που ακούγονται για τους εβραίους της Ελλάδας μιλάνε για εβραίους προδότες, συνεργάτες του φασισμού και εχθρούς της Έλλάδας… Οι ιστορίες που λέγονται και ξαναλέγονται για τους “άλλους” έλληνες έχουν μόνο σκοπό να απενοχοποιήσουν τους “καλούς” έλληνες, να σβήσουν τη δικιά τους ευθύνη, το δικό τους δοσιλογικό, πλιατσικολογικό και απάνθρωπο παρελθόν.
Βαρέθηκα να μου δίνουν μαθήματα ιστορίας οι αρνητές των εγκλημάτων. Οι εθνικοί πλαστογράφοι της ιστορίας, οι χαμερπείς υπάλληλοι του παρακράτους, οι χειροκροτητές των εθνοκαθάρσεων, του επιδοτούμενου χαφιεδισμού και των μαζικών μετονομασιών Είναι οι ίδιοι που σήμερα αποσιωπούν τα εγκλήματα του κράτους τους σε βάρος μεταναστών και προσφύγων, που βαφτίζουν εισβολείς και λαθρό ανθρώπους ξεριζωμένους, είναι οι ίδιοι που βρίζουν έγκυες γυναίκες σε προσφυγικές βάρκες, που δολοφονούν πακιστανούς στις Μανωλάδες, που κάνουν πογκρόμ σε βάρος ξένων, που ψηφίζουν κασσιδιάρηδες, που γδύνουν, τρομοκρατούν, ξυλοκοπούν και πετάνε στη θάλασσα αθώους ανθρώπους, που αρνούνται τα δικαιώματα παιδιών γεννημένων στη χώρα,… είναι οι απόγονοι των αρνητών του ολοκαυτώματος, οι ίδιοι που εξοργίζονται με τη διαφορετικότητα των θυμάτων και όχι με τα εγκλήματα των θυτών.
Μου κλέψανε τη γλώσσα και γι’ αυτό βάλθηκα να τη μάθω. Να τη μιλάω και να τη γράφω.
Με όποιο αλφάβητο θέλω, και προς στιγμήν πιθανότατα με λαθάκια 😉
Tuts deadunu ti limba anostra / Τουτς ντεαντούνoυ τι λίμπα ανόστρα (=όλοι μαζί για τη γλώσσα μας)
Θα ήθελα να ξέρω ότι είμαστε πολλοί στον ίδιο αγώνα.
*Ο Γιώργος Κωνσταντίνου είναι εικαστικός