Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Τον Φλεβάρη του 2014, με μια θεσμική λαθροχειρία, η κυβέρνηση καθόρισε ότι οι αυτοδιοικητικές εκλογές θα γίνουν μια βδομάδα πριν τις ευρωεκλογές, παρά την ρητή πρόβλεψη του νόμου για «ταυτόχρονη διενέργεια» των δύο εκλογικών αναμετρήσεων.
Τον Φλεβάρη του 2014, με μια θεσμική λαθροχειρία, η κυβέρνηση καθόρισε ότι οι αυτοδιοικητικές εκλογές θα γίνουν μια βδομάδα πριν τις ευρωεκλογές, παρά την ρητή πρόβλεψη του νόμου για «ταυτόχρονη διενέργεια» των δύο εκλογικών αναμετρήσεων. Η σκοπιμότητα ήταν εξαρχής προφανής: να προλάβει να βαφτεί «γαλάζιος» («γαλαζογάλαζος», «λευκογάλαζος» ή «πρασινογάλαζος») ο αυτοδιοικητικός χάρτης της χώρας, ενόψει της βέβαια κυβερνητικής ήττας στις ευρωεκλογές. Ζητούμενο ήταν η επικράτηση των στηριζόμενων από την Ν.Δ. ή «ανεξαρτήτων» υποψηφίων να δημιουργήσει εντυπώσεις και προϋποθέσεις πολιτικού συμψηφισμού της επερχόμενης ήττας στις ευρωεκλογές. Με δύο λόγια, πρώτο ημίχρονο 1-0 η κυβέρνηση στις αυτοδιοικητικές εκλογές, δεύτερο ημίχρονο 1-1 ο ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές… Ισοπαλία λοιπόν, και η ζωή συνεχίζεται: αυτή ήταν η στρατηγική της ΝΔ.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα στην περιφέρεια Αττικής και στον Δήμο Αθήνας χάλασαν τη συνταγή. Δεν είναι απλώς ότι η Ρένα Δούρου ήρθε πρώτη και ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης σε απόσταση αναπνοής από τον Γ. Καμίνη (παρά τις δημοσκοπήσεις που τους έδειχναν δεύτερη και τρίτο, αντίστοιχα), αλλά το πρωτοφανές στα ελληνικά μεταπολιτευτικά δεδομένα η Ν.Δ. να είναι απούσα στον δεύτερο γύρο από τη μεγαλύτερη περιφέρεια και δήμο της χώρας, τις κατεξοχήν δύο αυτοδιοικητικές οντότητες με τα πιο εμβληματικά πολιτικά χαρακτηριστικά.
Το γεγονός ότι η κυβερνητική μεθόδευση δεν απέδωσε τα αναμενόμενα –δηλαδή να βαφτεί ο περιφερειακός χάρτης της χώρας όλος μπλε– δεν αρκεί, ωστόσο, για να είμαστε ικανοποιημένοι. Τα αποτελέσματα της Αριστεράς στο περιφερειακό επίπεδο δεν προσφέρονται για εφησυχασμό ή για «καλλωπιστικές αναγνώσεις», αλλά για περισυλλογή και δημιουργική αυτοκριτική. Ας μην ξεχνάμε τη «μαύρη τρύπα» της Αριστεράς στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς και την απόσταση των αριστερών συνδυασμών από τους «κυβερνητικούς-ανεξάρτητους» στις περισσότερες περιφέρειες. Το να πούμε ότι τα αποτελέσματα αυτά εν πολλοίς τα περιμέναμε, αφενός δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις, αφετέρου είναι σαν να λέμε αυτό που έλεγε και η Ν.Δ. χθες βράδυ για Αθήνα-περιφέρεια…
Υπάρχουν βέβαια ικανοί πολιτικοί λόγοι στους οποίους μπορεί να αποδοθεί η αυτοδιοικητική εκλογική υστέρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην επαρχία. Ήδη από το 2012 είχε εντοπιστεί η απόκλιση στην συμπεριφορά του εκλογικού σώματος μεταξύ Αθηνών και περιφέρειας, η οποία μπορεί να αποδοθεί, ανάμεσα στα άλλα, και στην ένταση με την οποία βιώνουν την κρίση η Αττική και η πρωτεύουσα σε σχέση με την ελληνική ύπαιθρο. Πιο κρίσιμο ρόλο πάντως έχουν, πιστεύω, τα ανέκαθεν αργά αυτοδιοικητικά αντανακλαστικά του εκλογικού σώματος ενώπιον ενός κόμματος το οποίο μέσα σε μια τριετία πραγματοποίησε την εκλογική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κεντρική πολιτική σκηνή (από το 4 στο 27%). Αντίστοιχα αναχώματα είχε συναντήσει στην ελληνική επαρχία το ΠΑΣΟΚ το 1982, λίγο καιρό μετά τον εκλογικό θρίαμβο του 1981.
Ειδική ανάλυση χρειάζεται και το διττό αποτέλεσμα της Χρυσής Αυγής. Λέω «διττό» διότι οι επιδόσεις της σε Αθήνα και Αττική είναι πολύ μεγάλες και ανησυχητικές, αλλά συνολικά η ομάδα δεν τραβάει το ίδιο. Θέλω, εδώ, να θυμίσω ότι η παρθενική μαζική εμφάνιση της ΧΑ στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας πραγματοποιήθηκε μέσω του αποτελέσματος της στις προηγούμενες εκλογές του Δήμου Αθηναίων. Υπ’ αυτή την έννοια, η χθεσινή εκλογική της εκτίναξη σε Αθήνα και Αττική ήταν, κατά κάποιον τρόπο, προαναγγελθέν από τότε γεγονός. Και, σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ποσοστά αντίστοιχα με τα σημερινά της Αττικής ή της Αθήνας ακόμη, η ΧΑ παρουσίαζε συστηματικά σε πανελλήνιο επίπεδο μέχρι το φθινόπωρο του 2013, σε όλες σχεδόν τις δημοσκοπήσεις. Αυτό δείχνει ότι οι ποινικές διώξεις που ακολούθησαν τη δολοφονία Φύσσα όχι μόνο δεν συνέβαλαν στην «ηρωοποίηση» της οργάνωσης και την ενίσχυσή της στα μάτια του εκλογικού σώματος, αλλά αντιθέτως την περιόρισαν. Αυτό το λέω εμφατικά διότι η αντίληψη κατά την οποία οι ποινικές διώξεις υπήρξαν –λίγο ως πολύ– άσκοπες είναι αρκετά διαδεδομένη και στα καθ’ ημάς για λόγους που αντιλαμβάνομαι μεν, πλην όμως δυσκολεύομαι πολύ να συμμεριστώ. Όπως δυσκολεύομαι να συμμεριστώ τον όποιο εφησυχασμό ενώπιον των αποτελεσμάτων στον Πειραιά και τον Βόλο (και με μιαν άλλη έννοια, στο Μαραθώνα π.χ.), τα οποία ισοδυναμούν με δραστικό εκφυλισμό της πολιτικής σφαίρας στο αυτοδιοικητικό επίπεδο, σημείο των καιρών που πιθανώς προοιωνίζει ανάλογες κατευθύνσεις και στην κεντρική σκηνή.
Με λίγα λόγια, το χθεσινό πολιτικό αποτέλεσμα δεν μεταβάλλει σε τίποτα την δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει ευρωεκλογών. Παρά το γεγονός ότι το κυβερνητικό επιτελείο έδειξε εχθές τάση αυτοσυγκράτησης, τις μέρες που έρχονται θα επιχειρήσει μια κλιμάκωση της έντασης. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να τσιμπήσει σε μια λογική κοκορομαχίας τις τελευταίες κρίσιμες μέρες. Διότι, πολύ απλά, το πολιτικό επίδικο για την Αριστερά σήμερα δεν είναι απλώς η δεδομένη εκλογική επικράτηση στις ευρωεκλογές, αλλά η διαφαινόμενη εδραίωση της πολιτικής της ηγεμονίας. Αυτό είναι ο ζητούμενος συνδυασμός πολιτικής ισχύος και αυτοπεποίθησης, μακριά από οίηση και φωνασκίες. Ζητούμενο, διά της νίκης στις ευρωεκλογές είναι η σφυρηλάτηση ενός συλλογικού πολιτικού υποκειμένου, το οποίο με επίγνωση, αποφασιστικότητα και συναίσθηση των πολιτικών δυσκολιών θα κάνει το πρώτο –απαραίτητο– βήμα για την ανάταξη της χώρας μετά την καταστροφή της τελευταίας τετραετίας.
Κλείνω όπως ξεκίνησα: Και στο ευρωπαϊκό πεδίο, το ελληνικό πολιτικό μήνυμα δεν ανάγεται κυρίως στο επίπεδο των κοινοβουλευτικών συσχετισμών μέσα στο νέο ευρωκοινοβούλιο. Δεν είναι θέμα αριθμητικής. Το επίδικο ανάγεται στο ποιοτικό περιεχόμενο που θα εκπέμψει η πολιτική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές. Στο γεγονός, ότι η πιο χειμαζόμενη κοινωνία του Ευρωπαϊκού Νότου εμφανίζεται για πρώτη φορά διατεθειμένη και ικανή να ανατρέψει τον νεοφιλελεύθερο μονόδρομο που της έχει υπαγορευθεί, γεννήσει την ελπίδα μέσα από τις ρωγμές που δημιουργεί στο ευρωπαϊκό νεοφιλελεύθερο σκαρί, το οποίο μας έχει διαλύσει.
Στην ιστορία δεν υπάρχουν μονόδρομοι. Υπάρχουν σταυροδρόμια. Αυτή είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας, που τόσο βάλλεται σήμερα στην Ευρώπη. Την επόμενη Κυριακή η Ελλάδα θα είναι για την Ευρώπη, ό,τι η Αττική και η Αθήνα για την Ελλάδα εχθές.
* Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιo.