Λίγοι στις μέρες μας θυμούνται τι ακριβώς διαπραγματευόταν ο Βλαδίμηρος Λένιν στο έργο του «Τι να κάνουμε», γραμμένο 16 χρόνια πριν την Οκτωβριανή επανάσταση. Οι περισσότεροι ανακαλούν τον τίτλο, η ευθύβολη απλότητα του οποίου στοιχειώνει κομμουνιστικά και αριστερά κινήματα. Θα άξιζε πράγματι να ξαναδιαβαστεί το κείμενο, πάντως δεν είναι το αντικείμενό μου στις παρακάτω αράδες, θα μείνω στον τίτλο, προσθέτοντας την κρίσιμη, για τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, λέξη στην παρένθεση. Είναι που πλέον φτάσαμε στο μη παρέκει στις συζητήσεις με τους εταίρους – δανειστές (είναι δυστυχώς και τα δύο, και είναι «δυστυχώς», διότι επειδή είναι και τα δύο, ετούτο περιέπλεξε και εξακολουθεί να περιπλέκει τα πράγματα).
Εκκινώντας από το τι θέλανε και τι θέλουν οι δανειστές – εταίροι, ελάχιστες θα ήταν οι διαφοροποιήσεις μας σε όποια θέματα και με όποιους κάναμε την συζήτηση σχετικά με τις προθέσεις τους. Αφού μας δάνεισαν, άρα τους χρωστάμε, δεν θα είχαν καμμιά αντίρρηση να αναλάβουν την κατοχή ολόκληρης της χώρας. Έστω «μια λίβρα κρέας» που θα έλεγε και ο Έμπορος της Βενετίας, πάει να πει, μερικά νησιά ή μερικές ζώνες στις οποίες θα επανερχόταν η δουλοκτησία με άλλη ονομασία. Δεν νομίζω ότι υπερβάλλω στις περιγραφές, αυτά ήταν και παραμένουν μερικά από τα αιτήματά τους το πολύ πολύ να άλλαζαν την σύνταξη των λέξεων. Θέλουν λιμάνια και αεροδρόμια, την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, το νερό, τις δημόσιες εταιρείες και προσφέρονται από «γαλαντομία» να δίνουν μισθό 300 ευρώ, όχι σε όλους, οι ορντινάτσες τους θα παίρνουν περισσότερα. Και, φυσικά, αδιαφορούν πλήρως για τις ορατές ήδη συνέπειες, αν δεν τις επιδιώκουν κιόλας (ας δείξω λίγη επιείκεια στην περιγραφή).
Κι εμείς; Εμείς βρεθήκαμε στη φάκα με το δόλωμα στο στόμα. Και όσο να πεις ήταν νόστιμο το δόλωμα (για την πλειοψηφία). Χώσαμε τα δόντια τόσο βαθιά, έπαιξαν τα ματάκια μας από ηδονή, γλαρώσαμε κατά το κοινώς λεγόμενο, τόσο που, ακόμη κι αν το ένστικτο μας έσπρωχνε στην άμεση αντίδραση να το αφήσουμε για να σωθούμε, δεν το κάναμε. Ίσα ίσα, κι ενώ το λεπίδι χωνόταν ανάμεσα στα πλευρά της χώρας με επιδεξιότητα ανατόμου, σπρώχναμε κι άλλο τον εαυτό μας πάνω στην αιχμή του. Όταν ο πρώτος πόνος συνέφερε κάπως το κοινωνικό σώμα, χρησιμοποιήθηκαν μέθοδοι συνετισμού, περίπλοκες πολιτικές, και ένας ποταμός προπαγάνδας, για να πεισθεί το θύμα ότι δεν του αξίζει τίποτα άλλο διότι, μεταξύ άλλων, ήταν και ιδανικό ως θύμα. Θυμίζω απλώς, πόσοι, τραγικά λίγοι, φώναξαν για την παγίδα και πόσο λίγοι ήμασταν όταν πρωτοφωνάξαμε ότι έπρεπε να φύγουμε από την παγίδα και όχι να την απολαύσουμε αφού παρατεινόταν, έστω, το ψυχορράγημα.
Πέντε χρόνια μετά, με την χώρα να αργοπεθαίνει βασανιστικά, ένας μέρος του κοινωνικού σώματος, αποφάσισε επιτέλους να αλλάξει τα πράγματα, αναθέτοντας σε αυτούς που τους θεωρούσε μέχρι πρότινος παράλογους να διαχειριστούν την τύχη του. Και το έκανε αυτό επειδή η αριστερά διεκδίκησε ανοιχτά και χωρίς φόβο την εξουσία προτάσσοντας το σταμάτημα της καταστροφής. Θολωμένο όμως από πόνο και πανικό αυτό το κοινωνικό σώμα ακόμη και σήμερα δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει. Παραμένει βλέπετε η νοστιμιά του δολώματος στη μνήμη και υπάρχει και η λογική προσδοκία ότι είναι προς το συμφέρον των εταίρων δανειστών να κρατήσει τη χώρα ζωντανή. Τι να το κάνεις εξάλλου ένα πτώμα. Κυρίαρχο, όμως, παραμένει το γεγονός ότι εμείς δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Ουρές στις τράπεζες για τις συντάξεις, ουρές για να σηκώσουνε ρευστό. Τόσο ρευστό που αν αληθεύουν τα στοιχεία θα έφτανε για να ζήσουμε μια πενταετία τρώγοντας από τα έτοιμα της αποθήκης. Οπότε, θα υπάρχει μια χώρα δίχως θησαυροφυλάκιο με μια ικανή μερίδα πολιτών που θα μασουλάνε κοιτώντας και αδιάφοροι, «θα καθαρίζουνε την μύτη τους» όπως έλεγε και ο προαναφερόμενος Λένιν, ενώ οι γείτονες τους θα πεθαίνουν από πείνα. Ο Βλαδίμηρος υποστήριζε στο πόνημά του ότι η συνείδηση στον κόσμο θα φυτευτεί από έξω. Από ένα κόμμα. Που πήρε μεν την εξουσία αλλά η συνείδηση δεν πρόκοψε, κι όση φύτεψε πέθανε από γραφειοκρατική ξηρασία.
Σήμερα, σε τούτη την γεωγραφία, ένα αριστερό κόμμα διαχειρίζεται τις τύχες μιας χώρας οι κάτοικοι της οποίας του εμπιστεύθηκαν, τσιγκούνικα είναι η αλήθεια, την αποστολή κατ’ αρχήν να τους σώσει. Ούτε λόγος για συνείδηση, αφού τρέχουν άλλες προτεραιότητες. Στην κόψη της προσπάθειας, η κυβέρνηση καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια πλημμυρίδα φωνών και επιθυμιών και το παζάρεμα με τους εταίρους δανειστές από την λογική των οποίων καλείται να αντλήσει κατανόηση και ανθρωπισμό. Η προσπάθειά της λοιδορείται από τους παρακεντέδες των εταίρων δανειστών και σκιάζεται από αυτούς που υποστηρίζουν ότι δεν έχει κανένα νόημα να περιμένεις ότι θα επιδειχθεί αλτρουισμός από τους κυνηγούς, πρέπει να φυτέψεις συνείδηση στο θύμα για να λευτερωθεί από μόνο του. Δεν θα είχα καμμιά αντίρρηση για το δεύτερο, αν αυτό αφορούσε μόνο εμένα. Ακόμη κι αν πιστεύω ότι αυτό είναι το σωστό δεν μπορώ να το επιβάλλω με το ζόρι σε κάποιον άλλο, διότι τότε ανακύπτουν άλλου είδους προβλήματα που η ιστορία έχει δείξει ότι είναι δυσεπίλυτα. Αλήθεια όμως τι συμπέρασμα βγαίνει από την λυσσώδη προσπάθεια ή να πέσει η κυβέρνηση ή να εισέλθουν σ’ αυτήν οι πιο σεσημασμένοι εκφραστές των αδίστακτων νεοφιλελεύθερων σε κάθε πιθανή εκδοχή τους; Βγαίνει άλλο από το ότι έχει νόημα τούτη τη κατάκτηση ακόμη κι αν συμπεραίνει οιοσδήποτε ότι «έχουμε την κυβέρνηση αλλά όχι την εξουσία»; Αναντίρρητα οι όποιες υποχωρήσεις θα μας πληγώσουν αλλά οι όποιες κατακτήσεις δεν θα μας χαροποιήσουν καθόλου;
Είμαστε δηλαδή στη φάση εκείνη που, τηρουμένων των αναλογιών, όπως κατέληγε και ο Βλαδίμηρος στο «Τι να κάνουμε», πρέπει να βρούμε και να βαδίσουμε πάνω στη λεπτή εκείνη γραμμή που συνδέει το όνειρο με την πραγματικότητα. Με το λεπίδι ήδη ανάμεσα στα πλευρά, υπάρχει ο κίνδυνος βγάζοντας το να πεθάνει η χώρα από αιμορραγία. Δεν έχω καταλάβει και ούτε αντιλαμβάνομαι ότι στις τελευταίες εκλογές δόθηκε εξουσιοδότηση στην κυβέρνηση για ζωή και θάνατο. Αν λοιπόν, το να βγεις από την θανάσιμη παγίδα είναι ήδη επιτυχία που σου δίνει τη δυνατότητα να οικοδομήσεις ξανά τη χώρα φυτεύοντας και την πολυπόθητη συνείδηση, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν θα έπρεπε να μην ξανακούσουμε τον Βλαδίμηρο ο οποίος από το βάθος του ιστορικού χρόνου συνιστά «Να δοκιμάζεις τρυπώντας με ξιφολόγχες. Αν συναντήσεις ατσάλι, κάνε πίσω. Αν συναντάς χυλό συνέχισε». Να το σκεφτούμε δυο φορές αφού δεν είμαστε καν στη θέση να κρατάμε ξιφολόγχες. Και, εκλογικεύοντας αυτή την αρχή, να πούμε «όπου το ατσάλι σε πληγώνει σταμάτα, συνέχισε όμως και την προσπάθεια από όποιο δρόμο μπορείς χωρίς να ξεχνάς τι θέλεις, να κάνεις δηλαδή το όνειρο πραγματικότητα». Αυτό παραμένει αδιαπραγμάτευτο.
* Ο δημοσιογράφος του ρ/σ “Στο Κόκκινο 93,4” Απόστολος Λυκεσάς αρθρογραφεί καθημερινά στο alterthess.gr. Ακούστε ζωντανά στο “Κόκκινο 93,4” την εκπομπή “Ορθά- Κοφτά” με τον Απόστολο Λυκεσά Δευτέρα- Παρασκευή 11:00-12:00. Επικοινωνία με τον Απόστολο Λυκεσά στο [email protected].
