Την ανάγκη ουσιαστικής αντιπλημμυρικής θωράκισης της Θεσσαλονίκης τονίζει με ανακοίνωση του το δημοτικό σχήμα “Η Πόλη Ανάποδα”, θέτοντας το ερώτημα, “χωρίς να αποστρέφουμε λοιπόν το βλέμμα από την τραγωδία που εξελίσσεται δίπλα μας, είναι ευθύνη μας να αναλογιστούμε τι- θα συνέβαινε στην πόλη μας, αν ο «Ντάνιελ» αποφάσιζε να στρίψει λίγο βορειότερα”.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Πόλης Ανάποδα:
Μία ακόμα καταστροφή σαρώνει αυτές τις ημέρες την Ελλάδα, αφήνοντας πίσω νεκρούς, τραυματίες, αγνοούμενους, αποκλεισμένους, αλλά και τεράστιες υλικές ζημιές. Πέρα από την εξόφθαλμη κι εξοργιστική κυβερνητική ανικανότητα, η καταστροφή αυτή υπογραμμίζει ξανά δύο κρίσιμα δεδομένα. Πρώτο, η κλιματική κρίση είναι ήδη εδώ. Πάντα είχαμε καύσωνες, πυρκαγιές και πλημμύρες, αλλά η συχνότητα, η ένταση και οι επιπτώσεις αυτών των φαινομένων θα γίνονται όλο και χειρότερες.
Δεύτερο, οι ελληνικές πόλεις, υποταγμένες εδώ και δεκαετίες στο μοντέλο της εργολαβίας, του τσιμέντου και του ΙΧ, είναι απολύτως ευάλωτες και απροετοίμαστες για κάτι τέτοιο. Και πάλι, δεν το ξεχνάμε, τα «υπόγεια» είναι αυτά που θα την πληρώσουν πρώτα: οι φτωχοί και οι φτωχές, οι αποκλεισμένοι, οι εργαζόμενες που θα χάσουν τη δουλειά τους κι οι αγρότες που θα δουν την παραγωγή τους να καταστρέφεται.
Η Θεσσαλονίκη σε μια ενδεχόμενη νεροποντή
Χωρίς να αποστρέφουμε λοιπόν το βλέμμα από την τραγωδία που εξελίσσεται δίπλα μας, είναι ευθύνη μας να αναλογιστούμε τι- θα συνέβαινε στην πόλη μας, αν ο «Ντάνιελ» αποφάσιζε να στρίψει λίγο βορειότερα. Θυμόμαστε τις εικόνες των πλημμυρισμένων δρόμων με μια απλή βροχή: φανταστείτε τώρα να πέσει σε λίγες ώρες όλο το νερό που πέφτει σε ένα χρόνο, όπως συνέβη στη Θεσσαλία. Η μέχρι τώρα εμπειρία μας, δυστυχώς, είναι αρκετή για να μας δώσει μια αδρή εικόνα.
Πρώτα, το παλιό, ασυντήρητο, παντορροϊκό σύστημα αποχέτευσης της πόλης, με τα βουλωμένα φρεάτια και τους κορεσμένους αγωγούς, θα κατέρρεε σε λίγη ώρα, όπως συμβαίνει άλλωστε με πολύ μικρότερες βροχές. Η σχεδόν απόλυτη κάλυψη του εδάφους από τεχνητές επιφάνειες (κτίρια, άσφαλτο, τσιμέντο) θα απέτρεπε την απορρόφηση σημαντικής ποσότητας νερού.
Έτσι, το νερό της βροχής θα κυλούσε ελεύθερο στο τσιμέντο της πόλης, ψάχνοντας να βρει τους παλιούς του δρόμους, τα παλιά ρέματα. Σύμφωνα όμως με την ίδια την ΕΥΑΘ, πάνω από το 60% του μήκους των ρεμάτων μας είναι «είναι πλέον πλακοσκεπείς ή κιβωτοειδείς αγωγοί», ενώ «τα εδάφη άνωθεν τους έχουν απαλλοτριωθεί και έχουν κατασκευαστεί δρόμοι».
Η Εθνικής Αμύνης, πρώτα από όλα, θα γινόταν ξανά ο παλιός χείμαρρος Ευαγγελίστριας. Τα ισόγεια και υπόγεια καταστήματα σε όλο το μήκος της, από το Σιντριβάνι ως τον Λευκό Πύργο, θα κινδύνευαν με πλημμύρα. Δίπλα, ο χείμαρρος των Χορτατζήδων που διαπερνά τη ΔΕΘ, θα προκαλούσε καταστροφές στις εγκαταστάσεις της, καθιστώντας μάλλον αναπόφευκτη την αναβολή της έκθεσης –οι σχετικά πρόσφατες εικόνες με τις γλαστρούλες από την Ανθοέκθεση να καταπλέουν προς την παραλία, είναι ενδεικτικές.
Στο δυτικό κέντρο, εύκολα μπορούμε να φανταστούμε τα υλικά από τις εργασίες στο Καπάνι να σκορπίζονται στους γύρω δρόμους, ενώ η Πλατεία Ελευθερίας, μια επιχωματωμένη, χαμηλή έκταση στην κατάληξη δυο μακρών, κατηφορικών οδών, δεν θα ήταν ένα καλό σημείο να αφήσει κάποιος το αμάξι του (αυτό ισχύει βέβαια όλο τον χρόνο, αλλά για άλλους λόγους).
Πιο πέρα, στο δυτικό άκρο, ο εγκιβωτισμένος Δενδροπόταμος δύσκολα θα διοχέτευε τέτοια ποσότητα νερού, προστατεύοντας από πλημμύρα τις πάλαι ποτέ υγροτοπικές εκτάσεις στις εκβολές του, γύρω από το λιμάνι. Η περιοχή γύρω από τον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό, η παλιά «Μπάρα», θα ξαναγινόταν ίσως για λίγες ημέρες ο βάλτος που ήταν κάποτε, κλείνοντας το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο.
Στα ανατολικά της πόλης, είναι αμφίβολο αν η Περιφερειακή Τάφρος θα μπορούσε να σηκώσει τέτοια φορτία. Σε κάθε περίπτωση, τα υπογειοποιημένα ρέματα της Υφανέτ, της Τούμπας και του Κυβερνείου, θα έθεταν σε κίνδυνο τους παρακείμενους δρόμους και κτίρια. Τα νέα ασφαλτοστρωμένα πάρκινγκ στις εκβολές των ρεμάτων Κυβερνείου και Αλλατίνη, θα εξασφάλιζαν ότι το πλεόνασμα νερών θα έμενε για αρκετό χρόνο εντός της πόλης, προτού απορροφηθεί από το έδαφος ή βρει διαφυγή στη θάλασσα.
Θεσσαλονίκη «ανθεκτική» πόλη;
Ευχόμαστε, εννοείται, να μη συμβεί κανένα από τα παραπάνω ενδεχόμενα. Έχουμε ωστόσο την υποχρέωση να προετοιμαστούμε. Όλες οι δημοτικές αρχές ως σήμερα δεν έκαναν τίποτα ουσιαστικά για να βελτιώσουν την αντιπλημμυρική προστασία της πόλης: κανένας σχεδιασμός για την ανασυγκρότηση του αποχετευτικού συστήματος, καμία σκέψη για αποκάλυψη μπαζωμένων ρεμάτων, καμία αύξηση των αδόμητων επιφανειών.
Πρόσφατα, χρειάστηκε η κινητοποίηση των κατοίκων για να αποτραπεί η οικοδόμηση του ρέματος Πολυγνώτου στο Κρυονέρι. Στο ρέμα Κυβερνείου, ο Δήμος επιτρέπει τον αποχαρακτηρισμό των τελευταίων ανοιχτών τμημάτων, ενώ στα Τροχιοδρομικά σχεδιάζει την οικοδόμηση σχολείου δίπλα στην Περιφερειακή Τάφρο. Με αυτά τα δεδομένα, η ένταξη της Θεσσαλονίκης στο δίκτυο των «100 ανθεκτικών πόλεων», μόνο ως ειρωνεία μπορεί να ακουστεί.
Στην Πόλη Ανάποδα συγκροτούμε σταδιακά ένα ριζικά νέο όραμα για την πόλη μας στην εποχή της κλιματικής κρίσης. Στον πυρήνα αυτού του οράματος είναι η ουσιαστική αύξηση των ελεύθερων χώρων με την παράλληλη δημιουργία κήπων βροχής, με την μετεγκατάσταση της ΔΕΘ και τη μετατροπή του χώρου της σε Μητροπολιτικό Πάρκο και την αποκάλυψη του ρέματος που τη διαπερνά, το μορατόριουμ στη δόμηση τουλάχιστον των δημόσιων οικοπέδων, τη σταδιακή απελευθέρωση επιφανειών, ακόμα και στα πάρκινγκ, από τις τεχνητές επιφάνειες. Και φυσικά, η άμεση μείωση της συμβολής μας στην κλιματική κρίση, με τον περιορισμό της αυτοκίνησης, το σταμάτημα του flyover και τη μεταφορά των πόρων στα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Γνωρίζουμε ότι πρόκειται για ένα σχέδιο θαρραλέο αλλά δύσκολο, ένα σχέδιο που απαιτεί σύγκρουση με μεγάλα συμφέροντα, ένα σχέδιο που προϋποθέτει μαζική κοινωνική υποστήριξη και οργάνωση. Είναι όμως ταυτόχρονα ένα σχέδιο επιβίωσης για τη πόλη. Αν συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο, στον δρόμο του ΙΧ, της εργολαβίας και του τσιμέντου, απλά θα περιμένουμε την επόμενη καταστροφή. Μέχρι τότε, για να ξαναγυρίσουμε στο σήμερα, στεκόμαστε ολόψυχα στο πλευρό των κατοίκων που απειλούνται από την ολοκληρωτική καταστροφή στη Θεσσαλία.