Η νεότερη Πολιτική μας Ιστορία αναπνέει καλύτερα και εξιστορεί πιο ελκυστικά και πειστικά, μέσα από κομμάτια και αποσπάσματα της λογοτεχνίας και της χρονογραφίας, το χρώμα και τα απαραίτητα ερμηνευτικά κλειδιά για εποχές και γεγονότα που αντι να μας αφυπνίζουν και να μας υπενθυμίζουν, τα καταντήσαμε αργίες για διακοπές κι αφορμές για…παρελάσεις.
Γράφει ο Τέλλος Φίλης
“Στην αριστερή πλευρά της οδού Ιωάννη Δέλιου ήταν πριν την κατοχή ένα εστιατόριο. Στις αρχές του 1940 τακτικοί πελάτες του μαγαζιού ήταν ένας μεσόκοπος γερμανός καθηγητής Αρχαιολογίας και πέντε νεαροί φοιτητές του, που έκαναν έρευνες στην περιοχή της Ροτόντας. Απλοί άνθρωποι καταδεκτικοί με όλους και ιδιαίτερα μ’ όσους δούλευαν στο λιμάνι και στα τηλέφωνα. Αφού έμειναν κάπου ένα χρόνο, χάθηκαν για λίγο καιρό. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη, οι χαζοκαθηγητές, όπως τους λέγαμε, ξαναφάνηκαν. Ο καθηγητής ως συνταγματάρχης και οι φοιτητές του ως ανθυπολοχαγοί της Βέρμαχτ. Τότε μόνο κατάλαβαν οι “ξύπνιοι” Ρωμιοί, γιατί οι κουτόφραγκοι τους ρωτούσαν τέτοια “ασήμαντα” πράγματα” (από το Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΝ ΠΟΛΕΜΩ του Γιώργου Ολ. Αναστασιάδη εκδόσεις Δέσποινα Κυριακίδη 2015).
Στα Πρακτικά της Σχολικής Εφορείας, δημοτικού σχολείου της Θεσσαλονίκης, μαθαίνουμε ότι δαπανήθηκαν “δι” αγοράν 3.149 οκάδων καυσοξύλων δραχμαί 4.733,40”. Οι γονείς ενίσχυαν το ταμείο του σχολείου με προαιρετικές εισφορές “κατά τας εγγραφάς“ και “κατά την επίδοσιν των ενδεικτικών”, απαλλάσσονταν όμως από αυτή την εισφορά οι άποροι μαθητές. Αργότερα οι κατακτητές άλλαξαν όλα τα βιβλία, είναι ενδιαφέρον ότι στα βιβλία του σχολείου αποτυπώνεται η καθεστωτική αλλαγή που επέφερε η έλευση των κατακτητών και η εγκαθίδρυση των κατοχικών κυβερνήσεων: η σφραγίδα με τον τίτλο «Βασίλειον της Ελλάδος» αντικαθίσταται με την κατοχική «Ελληνική Πολιτεία«.
Στη συλλογική μνήμη η είσοδος των Γερμανών στην καταπονημένη Θεσσαλονίκη σηματοδοτείται απο μια εικόνα που η σημασία της στα μεταγενέστερα χρόνια ίσως να έχει υποβαθμιστεί. Πρόκειται για την συμβολική παράδοση της πόλης απο τις “αρχές” της, στον Γερμανικό στρατό κατοχής. Λίγο πριν την πλατεία Βαρδαρίου το πρωί της Τετάρτης 9 Απριλίου 1941 ανέλαβαν, με δική τους πρωτοβουλία να παραδώσουν τα κλειδιά της Θεσσαλονίκης στον στρατιωτικό διοικητή των Γερμανών, ο Μητροπολίτης Γεννάδιος, ο διορισμένος απο το μεταξικό καθεστώς, δήμαρχος Κωνσταντίνος Μερκουρίου, ο οποίος με διάγγελμα τους καλούσε επίμονα να επιστρέψουν στις καθημερινές τους ασχολίες και να επιδείξουν εμπιστοσύνη, «προς τον Στρατόν της Γερμανίας, όστις από της πρώτης στιγμής της εισόδου του εις την πόλιν, ετήρησεν έναντι ημών στάσιν γενναιόφρονα και ιπποτικήν», ο στρατιωτικός διοικητής Ν. Ραγκαβής και σύμφωνα με την εφημερίδα ΦΩΣ της 10/4/41, ο υπασπιστής της στρατιωτικής διοίκησης Παπακωνσταντίνου και ο αστυνομικός διευθυντής Παπαργύρης. Χρέη διερμηνέα ανέλαβε ο γερμανομαθής και γερμανόφιλος καθηγητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Περικλής Βιζουκίδης. Κανένας δεν έμαθε ποτε τι είπε ο Βιζουκίδης στον Γερμανό διοικητή. Ποτέ δεν δόθηκε μια επαρκής απάντηση απο κανέναν για την τελετή παράδοσης αυτή και σε τι μπορεί να εξυπηρετούσε αν σκεφτούμε ότι κάτι ανάλογο δεν έγινε ποτέ στην Αθήνα.
Καθόλου τυχαίο επίσης ότι μέχρι σήμερα, τόσα χρόνια μετά, δεν έχει υπάρξει μια τεκμηριωμένη αποτίμηση για τους λόγους αυτής της “σπουδής” και τον βίο και πολιτεία μιας από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του Πανεπιστημίου όπως ηταν ο Περικλής Βιζουκίδης (εχουν γράψει σχετικά ο Γιώργος Καφταντζής, “Το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης στον καιρό της Κατοχής” – Θεσσαλονίκη : Επίκεντρο, 2008 & ο Κώστας Αξελός, Nέα Γενιά¸ όργανο του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ, χρόνος 3ος, φ. 52, 1.7.1945).
Στο σύνολό τους οι Θεσσαλονικείς, αν και δεν έλειψαν τα κρούσματα ναζιστικών χαιρετισμών προς τους παγερά αδιάφορους Γερμανούς, κυρίως από δημοτικούς υπαλλήλους του εγκάθετου από η δικτατορία του Μεταξά δημάρχου Κωνσταντίνου Μερκουρίου στην οδό Ερμού, ήταν σκυθρωποί και σκεπτικοί στους δρόμους, όπως ο θυμωμένος με το ξανθό κοριτσάκι που πέρασε στεφάνι λουλουδιών στον Γερμανό μοτοσυκλετιστή Ντίνος Χριστιανόπουλος ( Θεσσαλονίκη, ου μ΄εθέσπισεν. Αυτοβιογραφικά κείμενα 1999) ή όπως ο Β. Βαίτσης που πιτσιρίκι με την παρέα του έβαλε τα κλάματα στο Βαρδάρη όταν είδε τον Μητροπολίτη της πόλης, σε ένα δίσκο που απάνω του είχε το “Κλειδί της πόλης”, λίγο αλεύρι και λίγο χώμα να την παραδίδει στον Γερμανό κατακτητή. (Μακεδονία 9.4.2002)
Βέβαια υπήρξαν κι οι γνωστοί έξαλλοι από χαρά όπως ο διαβόητος αργότερα δοσίλογος Λάσκαρης Παπαναούμ, που ανεβασμένος σ’ ένα άρμα μάχης γύρισε όλη την πόλη ανεμίζοντας τη σημαία με την σβάστικα (Ιακ.Χονδροματίδης “Οι δωσίλογοι της κατοχής” Ιστορικά θέματα 2008 σελ.41)
“Οκτώβριος 1940 και οι πρώτοι βομβαρδισμοί μας βρήκαν σ’ ένα άλλο σπίτι, στη Λεωφόρο Νίκης 41, αφού είχαμε μετακομίσει από το σπίτι της Μητροπόλεως. Στην διάρκεια των βομβαρδισμών κρυβόμασταν μαζί μ’ άλλος οικογένειες στο υπόγειο της πολυκατοικίας, αφού δεν υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη πολλά καταφύγια ή σ΄εκείνα που υπήρχαν συνωστίζονταν τόσοι πολλοί άνθρωποι που είχαν σημειωθεί μέχρι και θάνατοι από την πολυκοσμία και το ποδοπατητό. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε πάρει πολύ στα σοβαρά τον κίνδυνο των βομβαρδισμών, διότι δεν τα κατάφερναν καλά οι Ιταλοί. Αν και βομβάρδιζαν την Θεσσαλονίκη από την έναρξη του πολέμου, είχαμε να λέμε για την αστοχία τους και την αναποτελεσματικότητά τους. Πολλοί δεν γνωρίζουν ότι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησαν την πατρίδα 12.898 Έλληνες Εβραίοι στρατιώτες. Απ’ αυτούς επέστρεψαν ως τραυματίες-για να βρουν οι περισσότεροι απ αυτούς φριχτό θάνατο αργότερα από τους Ναζί- 3.743 ενώ άλλοι 513 έχασαν τη ζωή τους στο μέτωπο. Οι πρώτοι στρατιώτες που έφτασαν στο μέτωπο προέρχονταν από το 50ο Σύνταγμα που είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη και αποτελούνταν κατά 90% από Εβραίους Θεσσαλονικιούς και μάλιστα σκωπτικά ονομάζονταν “Συνταγμα Κοέν” κι ήταν αυτό που συγκράτησε το πρώτο κύμα της Ιταλικής επίθεσης, γι’ αυτό και υπέση μεγάλες απώλειες. “
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΕΦΙΧΑ” Αναμνήσεις μιας ζωής και ενός κόσμου – 2008
(Ο Ανδρέας Σεφιχά γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1929. Μοναχοπαίδι του Λάζαρου Σεφιχά και της Νταίζης Ματαλών, σεφαραδιτών Εβραίων, μεγάλωσε σ΄ ένα περιβάλλον που συνδύαζε τις παραδόσεις των Εβραίων, την ελληνική παιδεία και τις κοσμοπολίτικες συνήθεις της αστικής Θεσσαλονίκης των αρχών του 20ου αιώνα. Με την οικογένειά του θα διασωθούν την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, βρίσκοντας καταφύγιο στο αγρόκτημα μίας οικογένειας Ελλήνων χριστιανών στο Άργος. Θα θητεύσει στο Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης και θα σπουδάσει Οικονομικές Επιστήμες στη Λωζάννη από όπου και θα επιστρέψει στην Θεσσαλονίκη. Αναμείχθηκε ενεργά με τα θέματα της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης από το 1975, ενώ την οκταετία 1993-2001 διετέλεσε πρόεδρός της. Η θητείατου , σημαδεύτηκε από σημαντικές πρωτοβουλίες -μνημείο των Ελλήνων Εβραίων Θυμάτων του Ολοκαυτώματος, ίδρυση του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης – που έδωσαν εικόνα στο όραμά του να αποκατασταθεί η ιστορική μνήμη της πόλης. Ήταν παντρεμένος με τη Νέλλη Καμχή με την οποία απέκτησαν την Νταίζη τον Λάρρυ, και τη Βίκυ. Έφυγε από τη ζωή, τον Νοέμβριο του 2007.)
“Η πόλη της Θεσσαλονίκης άργησε αδικαιολόγητα πολύ να σπάσει τη σιωπή της και να αρχίσει να μνημονεύει την πιο ζοφερή στιγμή της ιστορίας της. Σήμερα όμως μπορεί να λέει ότι ντρέπεται για αυτή την άδικη και ένοχη σιωπή. Ντρέπεται για όσους δοσίλογους Θεσσαλονικείς συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, για όσους γείτονες καταχράστηκαν περιουσίες, για όσους πρόδωσαν εκείνους που προσπάθησαν να διαφύγουν. Κυρίως, ντρέπεται για τις αρχές της πόλης: για το δήμαρχο και το Γενικό Διοικητή που συμφώνησαν αδιαμαρτύρητα να καταστρέψουν οι εργάτες του δήμου εν μία νυκτί 500 χρόνια μνήμης, και να μετατρέψουν το μεγαλύτερο εβραϊκό νεκροταφείο της Ευρώπης σε έναν κρανίου τόπο.
Ντρέπεται για τον έφορο της αρχαιολογικής υπηρεσίας που “εξεπλάγη” όταν το 1946 η εβραϊκή κοινότητα διαμαρτυρήθηκε για τη χρήση των επιτύμβιων πλακών ως οικοδομικού υλικού για την ανοικοδόμηση του ναού του Αγίου Δημητρίου. Και ντρέπεται για εκείνους τους πρυτάνεις που μετά τον πόλεμο έχτισαν την πανεπιστημιούπολη δίπλα και πάνω στα κατεστραμμένα μνήματα χωρίς να στήσουν μια αναθηματική πλάκα.
Δεν έχει νόημα να απολογούμαστε εμείς σήμερα για τις πράξεις τους – η ευθύνη ούτε συλλογική είναι ούτε και μεταβιβάζεται. Αναγνωρίζουμε ωστόσο ότι οι θεσμοί που εκπροσωπούμε (αλλά και αποδεχόμαστε να μας εκπροσωπούν), δεν γεννήθηκαν χτες. Έχουν από πίσω τους μια ιστορία, είναι φορείς μνήμης με συνέχεια στο χρόνο.
Αναγνωρίζουμε δηλαδή ότι η απώλεια των 56.000 Εβραίων Θεσσαλονικέων είναι απώλεια για όλους μας –Χριστιανούς, Εβραίους και Μουσουλμάνους, άθεους και αγνωστικιστές. Είναι απώλεια για εκείνους που έζησαν αλλά και για όλους εκείνους που θα ζήσουν εδώ μετά από εμάς. Το Ολοκαύτωμα δεν σφράγισε μόνο το παρελθόν της πόλης μας, αλλά έκανε κάτι χειρότερο: της έκλεψε το μέλλον. Ποιος αμφιβάλλει ότι μια Θεσσαλονίκη μητέρα-πατρίδα μιας ανθούσας και κοσμοπολίτικης εβραϊκής κοινότητας θα ήταν μια άλλη πόλη;
Επειδή λοιπόν η απώλεια είναι τελικά δική μας, η μνήμη του Ολοκαυτώματος δεν αφορά μόνο την εβραϊκή κοινότητα αλλά όλους εμάς. Μας αφορά ως Θεσσαλονικείς, ως Έλληνες και Ευρωπαίους. Αποκαθιστά τους δεσμούς μας με την πόλη και συμβάλει στην ανθρωπιά μας». Γιάννης Μπουτάρης Δήμαρχος Θεσσαλονίκης 2014
Εγώ λοιπόν παιδί μου θα γιορτάσω την Τετάρτη. Την απελευθέρωση. Τότε που οι παρελάσεις και τα αγήματα θα έχουν τελειώσει. Οι δημόσιοι υπάλληλοι μόλις θα επιστρέφουν από την 4ήμερη αργία τους και θα ξημερώνει η Τετάρτη 30 Οκτωβρίου ημέρα που η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τους Ναζί.
Γιατί αυτό θέλω να θυμάμαι κι αυτό θέλω να γιορτάσω, έστω και ιδιωτικά. Τη μέρα που έφυγαν οι Ναζί από την πόλη μου. Την μέρα που όπως γράφει ο Γιώργος Ιωάννου “ήμασταν πάμφτωχοι, πεινασμένοι, γιατί δεν είχε τίποτε η αγορά σε τρόφιμα, αλλά ευτυχισμένοι γιατί είχαμε την ΕΛΠΙΔΑ ότι κάτι πια θα καλυτέρευε” . Αυτή την ελπίδα θα γιορτάσω λοιπόν γιατί φέτος αυτή την ελπίδα έχω όσο τίποτε άλλο ανάγκη. Και φως πουθενά. Θα πάρω μια σημαία και μόνος θα παρελάσω στην Εγνατία, στη Τσιμισκή, στην Παραλία. Δεν θα φωνάξω τίποτε. Τώρα που οι ιδεολογίες εξέπεσαν, τι να φωνάξεις άλλωστε; Απλά θα παρελάσω σαν προσευχή… κι ίσως αυτή η άτυπη προσευχή να κάνει κάποιους να σκεφτούν ποιές αξίες μας ξεχάσαμε, ποιες προσπεράσαμε σαν παλιακές κι άχρηστες σε τούτον τον χρηματιστηριακό νεοφιλελεύθερο άξονα και να σκεφτώ γιατί αξίζει πια να πολεμήσω και ποιον αν χρειαστεί να βοηθήσω, όπως τότε, κι ίσως το βράδυ επιστρέψω σπίτι μου, λίγο πιο ανθρώπινος. Αυτό.