Γιάννης Μηλιός, Έθνος και ιμπεριαλισμός, εκδόσεις Εκτός Γραμμής 2025, σελ. 386
Ο Γκαίτε ομολόγησε ότι δεν γνώριζε τι ήταν ο πατριωτισμός και ήταν ευτυχής που ήταν απαλλαγμένος από αυτόν
Τζων Χόμπσον
Γιατί, άραγε, ο Γκαίτε δεν ήξερε τι είναι ο πατριωτισμός; Μήπως η διατύπωσή του είναι υπερβολική προκειμένου να εκφράσει τον αδιαπραγμάτευτο κοσμοπολιτισμό του -τον ίδιο με αυτόν, που εξέφραζε ο Καντ και το σύνολο των διαφωτιστών της εποχής τους; Εκεί κάπου στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα.
Ο Γκαίτε είναι φανερό πως ζει σε μια πραγματικότητα, όπου το έθνος -κράτος, η θεμελιώδης επιδίωξη των εθνικισμών, κάθε άλλο παρά συνιστά εγκαθιδρυμένη συνθήκη των κρατικών οντοτήτων.
Κράτη υπάρχουν, εθνικά κράτη, ως επί το πλείστον, όχι.
Τι είναι, όμως, το έθνος που τόσο δυσκολεύονταν να διακρίνουν, πόσο μάλλον να υποστηρίξουν, άνθρωποι σαν τον Γκαίτε ή τον Καντ, οι οποίοι, κατά τεκμήριο, ήταν ανάμεσα στους πιο ενημερωμένους και ευαίσθητους παρατηρητές της εποχής τους;
Είναι το έθνος μια ανθρώπινη συλλογικότητα, της οποίας οι απαρχές χάνονται στα βάθη του παρελθόντος; Μια συνεχής στον χρόνο οντότητα, που, στην περίπτωση της Ελλάδας, για παράδειγμα, έχει ηλικία μεγαλύτερη των τριών ή και τεσσάρων χιλιάδων ετών;
Τι διακρίνει το ένα έθνος από το άλλο; Το αίμα; Η ιστορία; Το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούν τα μέλη του; Ο πολιτισμός; Η γλώσσα; Άλλα αντικειμενικά ή υποκειμενικά χαρακτηριστικά;
Ή, όπως σύγχρονες θεωρίες ισχυρίζονται, είναι επινοημένη οντότητα; Φαντασιακή κοινότητα, η οποία συγκροτείται -κατασκευάζεται, καλύτερα- ιδεολογικά; Είναι, μήπως, ένα καθημερινό δημοψήφισμα, στο οποίο οι άνθρωποι, που το αποτελούν, αναγνωρίζουν τον εαυτό τους -και το επιβεβαιώνουν, ξανά και ξανά;
Για τους περισσότερους μαρξισμούς, στοιχεία ή και ολόκληρες ερμηνείες αντλούνται από τις θεωρίες, στις οποίες ήδη αναφέρθηκα, προκειμένου να δομήσουν μια συνεκτική αντίληψη για ένα φαινόμενο, το οποίο καθόρισε τη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα. Όσο, δε, και αν μεταξύ των μαρξισμών αυτών παρουσιάζονται σημαντικές αποκλίσεις, ο κοινός τόπος είναι πως οι εθνικισμοί και το δημιούργημα τους, το εθνικό κράτος, είναι στενά συνδεδεμένα με τον καπιταλισμό. Ως εάν ο καπιταλισμός να μην είναι, εν τέλει, δυνατός παρά μόνο σε συναρμογή με το εθνικό κράτος.
Ο Μηλιός, λοιπόν, θα ισχυριστεί, μαζί με τον Μαρξ, πως ο καπιταλισμός προϋπήρξε κατά πολύ των εθνών και των εθνικών κρατών. Ο καπιταλισμός, για αιώνες, έζησε χωρίς το έθνος. Η αστάθμητη συνάντηση, που τον δημιούργησε, αυτή του εμπόρου με τα σκούδα και του «ελεύθερου» εργάτη, συνέβη πολύ πριν την, εξίσου αστάθμητη, συνεύρεση του καπιταλισμού με το εθνικό κράτος.
Τα έθνη -κράτη, βέβαια, φάνηκε να είναι μια μορφή, η οποία «ταίριαζε» στον καπιταλισμό και ευνοούσε τη διευρυμένη αναπαραγωγή του. Ωστόσο, όπως όλα, αυτή που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην «ευτυχή» τους συνάντηση ήταν η ταξική πάλη. Οι εθνικισμοί συγκροτούσαν μια ειδική είσοδο των μαζών στην πολιτική και, από αυτήν την άποψη, αποτελούσαν μια «απαίτηση ελευθερίας και πολιτειότητας». Γι’ αυτό, σχεδόν πάντοτε, η εμφάνιση των εθνών και των κρατών «τους» συνδέεται με επαναστατικά γεγονότα μεγάλης κλίμακας.
Γι’ αυτό, επιπλέον, θα έλεγα, η κατεστημένη αναφορά σε «αστικές επαναστάσεις», εξαιρετικά αποδεκτή και διαδεδομένη, είναι παραπειστική. Οι επαναστάσεις, όλες οι επαναστάσεις, γίνονται από τους πολλούς -η συμμετοχή των πληβείων είναι που τους δίνει υπόσταση και δυναμική.
Ο Μηλιός διευκρινίζει, με μοναδική διαύγεια, τα, ακόμα εξαιρετικά επίκαιρα -και από πολιτική άποψη- αυτά ζητήματα.
Ο ιμπεριαλισμός, πάλι; Τι είναι ο ιμπεριαλισμός;
Και εδώ η προφάνεια είναι δεδομένη, για τους περισσότερους. Όλοι «ξέρουμε» τι είναι ο ιμπεριαλισμός.
Πρόκειται για συνέπεια της κυριαρχίας των μονοπωλίων. Της εξαφάνισης του ελεύθερου ανταγωνισμού. Της σύμφυσης του βιομηχανικού με το τραπεζικό κεφάλαιο και της δημιουργίας μιας νέας ποιότητας, του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Ο ιμπεριαλισμός έχει ως αποτέλεσμα την εξάρτηση κάποιων κρατικών σχηματισμών από άλλους. Έτσι, δεν έχουμε ανάπτυξη και υπανάπτυξη, απλώς, αλλά ανάπτυξη της υπανάπτυξης, που σημαίνει ότι, στο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, η ανάπτυξη παράγει υπανάπτυξη, αναγκαστικά. Η πόλωση ανάμεσα σε μητρόπολη και περιφέρεια είναι δομική. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός μόνο έτσι υφίσταται. Έτσι πραγματοποιείται η συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα.
Η άνιση ανταλλαγή, η λεηλασία, η επαγόμενη αποδιάρθρωση της κοινωνικοοικονομικής δομής των εξαρτημένων χωρών είναι μόνιμα διαρθρωτικά στοιχεία του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Σε πρόσφατες εκδοχές, όπως αυτή της “Αυτοκρατορίας” των Χαρντ -Νέγκρι, που επηρέασε ιδιαίτερα τα πνεύματα στην διεθνή Αριστερά την εποχή των μεγάλων αντι-παγκοσμιοποιητικών κινητοποιήσεων, ο καπιταλισμός -της άυλης εργασίας και της άυλης παραγωγής- είναι οριστικά πλανητικός, απεδαφικοποιημένος. Τα εθνικά κράτη είναι παρωχημένες μορφές, που, στην πραγματικότητα, αποτελούν υπολειμματική κατηγορία, σε έναν κόσμο, που ούτε τα υπολήπτεται ούτε τα χρειάζεται. Το κεφάλαιο είναι μια δικτυακή οντότητα, που κυριαρχεί με εντελώς νέους τρόπους.
Προσοχή! Στα προηγούμενα έδωσα στοιχεία μιας αντίληψης του ιμπεριαλισμού, που διαφοροποιούνται μεταξύ τους, πολλές φορές, σημαντικά. Είναι αδιαμφισβήτητο, ωστόσο, πως οι περισσότεροι αριστεροί αγωνιστές -κι αυτοί είναι που ενδιαφέρουν τον Μηλιό- τα αντιλαμβάνονται ως μέρη μιας ενιαίας προσέγγισης, η οποία, όπως αποδεικνύει το βιβλίο, είναι εξαιρετικά προβληματική.
Ποια είναι η πληρέστερη θεώρηση; Ο Μηλιός την αναπτύσσει εξαιρετικά πειστικά.
Για να το κάνει επιλέγει την επιστροφή στο Μαρξ, διευκρινίζοντας έννοιες και αναλύσεις χωρίς τις οποίες δεν είναι δυνατή η προσέγγιση αυτών των σταυρικών θεματικών από το κίνημα προς τον κομμουνισμό. Ιδίως, στην εποχή της απαρχής μιας, τεράστιας καταστροφικής δύναμης, σύγκρουσης μεταξύ ιμπεριαλισμών, πρωτοφανούς ιστορικά, ισχύος.
Οι ερμηνευτικές κατηγορίες, για παράδειγμα, του συλλογικού εργάτη, του συνολικού -κοινωνικού κεφαλαίου, της αντίληψης του κράτους ως ιδεατού συλλογικού κεφαλαιοκράτη είναι απαραίτητες.
Ο Μηλιός, απορρίπτοντας, τον οικονομιστικό χαρακτήρα των παραδοσιακών θεωριών, επαναφέρει τη μαρξική θέση ότι “ο καπιταλισμός ως σύστημα κοινωνικής εξουσίας συνεπάγεται τη δημιουργία συγκεκριμένης κρατικής δομής και κυρίαρχης ιδεολογίας, δηλαδή συγκεκριμένων μορφών απόκρυψης της ταξικής κυριαρχίας και των σχέσεων εκμετάλλευσης” (σελ. 255).
Μας γυρίζει στην μαρξική ανάπτυξη της εργασιακής θεωρίας της αξίας, για να δείξει πως ο «ελεύθερος ανταγωνισμός» είναι δομικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και η εμφάνιση των μονοπωλιακών επιχειρήσεων δεν συνιστά αλλαγή, ως προς αυτό.
Το βιβλίο κάνει και άλλα πολλά. Αλλά ο χώρος είναι ελάχιστος.
Η στόχευση, να το ξαναπώ, είναι πρωτευόντως πολιτική.
Γι’ αυτό και κλείνει με τον εξής τρόπο:
“[Γ]ια τα εθνικά κράτη του αναπτυγμένου καπιταλισμού που εντάσσονται στο δυτικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ, όπως η Ελλάδα, η ιδέα της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό από την σκοπιά των εθνικών δικαίων ή της εθνικής απελευθέρωσης στερείται νοήματος για την [Α]ριστερά” (σελ. 363).
Ο Μηλιός, με αυτή του τη δουλειά, μας μαθαίνει γράμματα. Το βιβλίο, αν συνυπολογίσουμε την έκταση και το βάθος της ανάλυσης, είναι πολύ σύντομο. Η αφηγηματική, όμως, δεινότητα του συγγραφέα το κάνει προσβάσιμο σε όλες όσες και όσους κατανοούν τη βαρύτητα αυτών των θεμάτων για την χειραφετητική πολιτική στον καιρό μας.

