Με αφορμή την αποδελτίωση μιας κατοχικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης, ο Νίκος Σκοπλάκης περιπλανιέται στον συνοικισμό της «Ραμόνας» και συναντά, με τη βοήθεια του Γιώργου Ιωάννου και του Ντίνου Χριστιανόπουλου, βάναυσα αρπαγμένους ανθρώπους, ξεριζωμένα φαντάσματα και μαρτυρικούς έρωτες.
Του Νίκου Σκοπλάκη για το Marginalia.gr
Πριν από 14, ίσως και 15 χρόνια πια, αποδελτίωνα μια κατοχική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης. Μέσα στα φθαρμένα και πυκνοτυπωμένα φύλλα της ξεχώριζαν κάτι ειδησάρια αστυνομικού δελτίου, καταχωρημένα σε κάθετη διάταξη, με αχνές γραμμές να χωρίζουν την κλοπή από τον φόνο, την αυτοκτονία από την απάτη, την αποπλάνηση από τη μοιχεία. Σε μια τέτοια στήλη, κάτω-κάτω, βρήκα κι ένα ανεξιχνίαστο μυστήριο. Ένας νέος, μελαχρινός και καλοφτιαγμένος άντρας, με γκρίζο κοστούμι, σιδερωμένο πουκάμισο, κασκόλ και μαύρα καλογυαλισμένα παπούτσια είχε βρεθεί στραγγαλισμένος σε μια ερημιά, κοντά στον σημερινό «νέο σιδηροδρομικό σταθμό», όχι μακριά από εκείνο τον συνοικισμό που ο Γιώργος Ιωάννου κι ο Χριστιανόπουλος γνώριζαν ως «Ραμόνα». Ήτανε μπρούμυτα ο σκοτωμένος· κι όταν τον γύρισαν, φάνηκε το λεπτό μουστάκι του, περιποιημένο και ψαλιδισμένο προσεκτικά, φάνηκε και το ένα του μάγουλο, γρατζουνισμένο. Στο δεξί του χέρι έσφιγγε κάμποσα χαρτονομίσματα.
Κι έπειτα, δυο–τρία ειδησάρια πάνω από εκείνον τον νεκρό, είχε τοποθετηθεί η αναγγελία της σύλληψης δύο γυναικών, μητέρας και κόρης, σε μια πολυκατοικία στο κέντρο της πόλης: Λεηλατούσαν συστηματικά το διαμέρισμα του Εβραίου γείτονά τους, ενός δικηγόρου, ο οποίος δεν είχε επιστρέψει από τον πόλεμο. Τις κατήγγειλε ένας άλλος γείτονάς τους κι αυτές, με τη σειρά τους, ισχυρίστηκαν πως κι εκείνος επιδιδόταν στις ίδιες δραστηριότητες μαζί με «αγνώστους». Ήταν η περίοδος κατά την οποία οι Εβραίοι κάτοικοι της πόλης μεταφέρονταν ολοένα και πιο μαζικά σ’ εκείνο τον άλλο συνοικισμό, ανάμεσα στον Βαρδάρη και τον «παλιό σιδηροδρομικό σταθμό», «στου βαρόνου Χιρς» το γκέτο. «Εδώ λοιπόν, γράφτηκε η τελευταία σελίδα του δράματος των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Σκηνές απίθανες εξευτελισμού και μαρτυρίου. Δεν τα ζήσαμε βέβαια, τα διαβάσαμε (εγώ πρόλαβα να δω τα ατελεύτητα καραβάνια των Εβραίων στην Εγνατία), πάντως είναι εύκολο να καταλάβει κανείς την τραγωδία που ξετυλίχθηκε σ’ αυτή τη γειτονιά», έγραφε χρόνια αργότερα ο Χριστιανόπουλος.
Εκεί κοντά που βρέθηκε ντυμένος στην πένα ο άγνωστος στραγγαλισμένος, με τα χαρτονομίσματα άθικτα στο χέρι του, ήταν ήδη επί κατοχής ένας αγρός έρωτα που «οι πραγματικά ερωτευμένοι αποφεύγουν», κατά τα λόγια του Ιωάννου. Στη Ραμόνα και τριγύρω, οι άνθρωποι «κάθε βράδυ τα παίζουν όλα για όλα». Λέει πάλι ο Ιωάννου πως «μόλις παίρνει να νυχτώνει, κάτι τους πιάνει. Παρατούν σπίτια, οικογένεια και τα πάντα και ξεβράζονται εκατοντάδες από όλες τις διευθύνσεις».
Ήδη από τα τέλη του ‘42 λεηλατούσαν τα ερημωμένα σπίτια και τα διαμερίσματα των Εβραίων, μα και τα μνήματά τους. Εκκλησιαστικά συμβούλια, σύλλογοι, κοινότητες διεκδικούσαν από τις αρχές κατοχής τούβλα, πλάκες κι «άλλα οικοδομικά υλικά». Για τα μεταπολεμικά θυμόταν ο Ιωάννου: «Οι τάφοι, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν είχαν τίποτε το ανατριχιαστικό, ακόμα και τη νύχτα. Οι ταφόπετρες ήταν όλο βελουδένιες λειχήνες με τους γλυκούς εκείνους χρωματισμούς. Όταν ήταν ωραίος ο καιρός, πολύς κόσμος έκαμνε τη βόλτα του εκεί πέρα. Τη νύχτα, τα ζευγαράκια πηγαίνανε, κυρίως, στα οπίσθια του Πανεπιστημίου, όπου υπήρχαν κάτι ιδιότροπα μνήματα. Οι Εβραίοι έλεγαν αυτήν την περιοχή “Χολέρα”. Άλλο είναι όμως να το διαβάζεις, κι άλλο να σου το λένε οι ίδιοι με τη μακρόσυρτη ισπανική προφορά τους. Εκεί βρίσκονταν θαμμένοι όλοι οι Εβραίοι που είχαν πάει από χολέρα το 1911 και το 1913. Αλλά αυτό πώς να το ξέρουν και τι να το κάνουν τα αθώα ζευγαράκια;».
Μα και το γκέτο του Χιρς, μόλις άδειασε για να γεμίσει και το τελευταίο βαγόνι του εξολοθρεμού, άρχισε να υποδέχεται έρωτα δεδιωγμένο και στιγματισμένο, έρωτα αγοραίο κι επικίνδυνο, σαν της Ραμόνας: «Αμέσως μετά τον πόλεμο, ο συνοικισμός Χιρς άρχισε να παίζει σημαντικό ρόλο στην κακόφημη Θεσσαλονίκη, και μάλιστα επί πολλές δεκαετίες. Μόλις τώρα τελευταία άρχισε ν’ αποχρωματίζεται κι αυτός. Ο συνοικισμός Χιρς, λοιπόν, ταυτίστηκε και για μένα με το νυχτερινό και αγοραίο έρωτα. Ενώ όμως για τους πιο πολλούς αυτή η περιοχή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα μέρος που τους βόλευε για ψουνιστήρι, εμένα με έκαιγε γιατί μου θύμιζε διαρκώς τα μαρτύρια των Εβραίων».
Κι εκεί που η κατοχική και μεταπολεμική λαφυραγωγία τίποτε άλλο δεν άφησε παρά κοιλώματα και αδειασμένες κοίτες, κάτι «προορισμένοι έφηβοι», «δίχως κοινά σημάδια», κούρνιαζαν για τις άγριες περιπτύξεις τους: «Πηγαίναμε τόσο συχνά, ώστε στο τέλος συνηθίσαμε σε ορισμένους λάκκους. Έριξα κατόπι την ιδέα και δίναμε ραντεβού μέσα στους λάκκους. […] Μόλις ο φιλαράκος μου χανόταν, κατέβαινα κι εγώ μέσα στον τάφο μου, πολλές φορές μόνος».
Κάποιες φορές, ο έρωτας ο μαρτυρικός πάσχιζε να εξιλεώσει ολόκληρη την πόλη, τους βάναυσα αρπαγμένους ανθρώπους, τα ξεριζωμένα φαντάσματα: «Κι ακριβώς γιατί ο έρωτάς μου ήταν ένα μαρτύριο, με βοηθούσε να ζήσω και να νιώσω ακόμα περισσότερο το μαρτύριο των συνανθρώπων μου», αναμετριόταν ο Χριστιανόπουλος με τις casicitas στου Χιρς. Άλλοτε, ωστόσο, τίποτα πια δεν μπορούσε να μετρηθεί, να αποκατασταθεί, να φιλιώσει σ’ εκείνη την πόλη που κρυβόταν από τον ίδιο της τον εαυτό, από τις προδοσίες της κι από την ανεύρετη οδύνη της, όπως το ένιωσε ο Ιωάννου, με τα δικά του λόγια: «Κάποιος σα να τον παραμόνευε· δεν τον είχε δει βέβαια. Ξαφνικά έκοψε να ’ρχεται μαζί μου. Πήγαινε τις νύχτες στο λιμάνι κι έπεφτε γυμνός στη θάλασσα. Έβγαζε πυρομαχικά από βυθισμένες μαούνες. Πόρνες και τελώνες ήταν πια οι παρέες του. Τίποτε δε λογάριαζε, δεν μπορούσε να λογαριάσει».
Ύστερα, ανάμεσα στο εύθρυπτο χαρτί της εφημερίδας και το παγωμένο χώμα του Ιανουαρίου 1943, απόμεινε εκείνος ο μυστηριώδης νεκρός, ένα σώμα αγοραστή ή εξαγορασμένου ή τίποτα πια, με τα χρήματα από κάποια διαρπαγή σφιγμένα με νεκρική ακαμψία, να σαλεύουν σε έναν υπόκωφο άνεμο.