Όταν, το βράδυ της Κυριακής, τελείωναν οι διαδικασίες της 1ης Συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ Θεσσαλονίκης αισθανόμουν πως ποτέ στο παρελθόν δεν είχα ζήσει κάτι αντίστοιχο.
Επί δύο μέρες 261 σύνεδροι συζήτησαν –πάνω από 100 πήραν το λόγο- σε μια πρωτοφανώς, για τα μέχρι τώρα δεδομένα μας, θετική ατμόσφαιρα. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο ήταν η προσοχή, με την οποία όλοι παρακολουθούσαν. Κανένας θόρυβος, καθόλου «πηγάδια», προσήλωση.
Η εξήγηση γι’ αυτό το ασυνήθιστο γεγονός νομίζω πως βρίσκεται στο ό,τι τα μέλη, οι αριστεροί και οι κομμουνιστές σύντροφοι και συντρόφισσες, που συναποτελούν σήμερα το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς κατανοούν απολύτως την κρισιμότητα της περιόδου, το βάρος της ευθύνης που τους έλαχε. Και συμπεριφέρονται αναλόγως.
Η εικόνα, επομένως, του τοπικού μας συνεδρίου είναι δείκτης της απαραίτητης, για όσα έχουμε να κάνουμε από δω και πέρα και για καιρό, ωριμότητας.
Δεν ήταν, όμως, μόνο η «μορφή» που έπαιρνε η διαδικασία στην μεγάλη αίθουσα του Δημαρχείου. Ήταν και το περιεχόμενο της συζήτησης διαφορετικό.
Μ’ όλο που η συνήθης συμβολή της Αριστερής Πλατφόρμας δεν έλειπε ούτε αυτήν τη φορά άλλα ενδιέφεραν τον κόσμο. Ήταν κοινή συνείδηση στο χώρο πως όσο πλησιάζει η ώρα της Αριστεράς η ατζέντα αποκτάει όλο και πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Δεν είναι η συζήτηση για το νόμισμα σε προτεραιότητα γιατί ο καθένας καταλαβαίνει πως αυτό που θα απασχολεί μια κυβέρνηση ανατροπής από την πρώτη μέρα είναι τα μη συμβατικά μέσα πληρωμής, που ίσως θα απαιτηθούν και όχι ο «εθνικός» ή «διεθνικός» χαρακτήρας του χρήματος. Γιατί, ακόμη κι αν επιλέξεις «δικό σου» νόμισμα, τις πρώτες μέρες της μεγάλης σύγκρουσης δεν θα το έχεις.
Έτσι, όμως, η συζήτηση γίνεται αναγκαστικά συγκεκριμένη αποϊδεολογικοποιώντας μια αντιπαράθεση που πολύ μας έχει ταλανίσει μέχρι πρόσφατα. Κι έτσι περιορίζοντας το εύρος και το βάθος της ατζέντας που είναι πραγματικά επιτακτικό να συζητήσουμε.
Όπως έχω ξαναθυμίσει πρόσφατα, ο Μαρξ έχει γράψει στα 1852 πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα για την Αριστερά από το να βρεθεί υποχρεωμένη να διαχειριστεί στην προμήθεια του ψωμιού. Είναι προφανές πως για μας μιλούσε.
Εδώ, ακριβώς, βρισκόμαστε.
Πράγμα που σημαίνει πως όσοι περιπαικτικά αναφέρονται στη μετριοπάθεια του «μικρού μας καλαθιού» δεν καταλαβαίνουν ουσιώδη πράγματα. Δεν καταλαβαίνουν, δηλαδή, πως η επαναφορά των εργασιακών δικαιωμάτων και του κατώτερου μισθού στις συνθήκες του 2009, η καθολική ανοιχτή πρόσβαση όλων στα δημόσια και βασικά αγαθά, με πρώτη την υγεία, η φροντίδα να μην μένει κανείς χωρίς εισόδημα συνιστούν όχι ελάχιστο, αλλά πολύ μεγάλο πρόγραμμα. Και δεν καταλαβαίνουν, ακόμη, πως συνιστούν επαναστατικό πρόγραμμα. Όσο ακριβώς, στις τότε συνθήκες, αποτελούσε το πιο επαναστατικό πρόγραμμα το «μικρούτσικο» δίπτυχο «γη και ειρήνη».
Όχι μόνο γιατί ο κομμουνισμός δεν είναι κάτι εκθαμβωτικό, που αχνοφαίνεται στο μέλλον, αλλά «το πραγματικό κίνημα, που καταργεί την καθημερινή κατάσταση πραγμάτων».
Αλλά, κυρίως, γιατί αυτά που θα κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς τις πρώτες πρώτες μέρες θα επιδράσουν καθοριστικά και μακροχρόνια.
Θα εμπλέξουν ή δεν θα εμπλέξουν τους μεγάλους αριθμούς ανθρώπων που είναι αναγκαίοι για το μεγάλο εγχείρημα και πρέπει να το νιώσουν ως δικό τους –πράγμα, που ως υλιστές, ξέρουμε πως μόνο πρακτικά επιτυγχάνεται.
Θα βγάλουν ή δεν θα βγάλουν εκατομμύρια αλληλέγγυους στους δρόμους των ευρωπαϊκών πόλεων, χωρίς τους οποίους τα πράγματα θα είναι πολύ δυσκολότερα.
Το άμεσο πρόγραμμα –οι τέσσερις πέντε πρώτες κινήσεις- είναι το σημαντικότερο βήμα σε μια πορεία, που αν την ξεκινήσουμε καλά μπορεί να ανοίξει το δρόμο του κοινωνικού μετασχηματισμού στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο. Όπως, άλλωστε, έχει επισημάνει ο Λένιν στον καιρό του, για τα άλλα τα «μεγάλα» προγράμματα, χίλια τέτοια δεν κάνουν ένα πραγματικό κίνημα.
Είμαστε μέρος ενός τέτοιου μεγάλου κινήματος. Αυτό που διακυβεύεται είναι τεράστιο.
Οι αντίπαλοι μας αντιμετωπίζουν σαν την Χιλή του 21ου αιώνα.
Αν έχει δίκιο ο Μπένγιαμιν πως η Επανάσταση γίνεται για τις μέλλουσες, αλλά, ακόμη περισσότερο, για τις παρελθούσες γενιές, ως δικαίωση για τα μαρτύρια και τις θυσίες τους, ως εκδίκηση που παίρνουν τα όνειρά τους, τότε ο στόχος είναι πρόδηλος.
Πρέπει να είμαστε η Χιλή που νίκησε.
Η κατανόηση αυτού του πράγματος, νομίζω, ήταν που έτρεφε τη σοβαρότητα και την προσήλωση το σαββατοκύριακο στην Θεσσαλονίκη.