Πώς είναι να ζεις σε μια πόλη με επιβαρυμένη ατμόσφαιρα; Τι σημαίνει να περπατάς στο δρόμο και να μη μπορείς πουθενά να βρεις δροσιά; Πώς γίνεται κάθε φορά που βρέχει, οι πλημμύρες να αποδίδονται σε ακραία καιρικά φαινόμενα; Πόσο κινδυνεύουμε από τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής; Πρέπει να προσαρμοστούμε σε αυτά ή να αντιμετωπίσουμε τις αιτίες τους; Με περισσότερα από τα παραπάνω ερωτήματα αλλά με την πεποίθηση ότι οι επιπτώσεις των κλιματικών φαινομένων και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης πλήττουν πάντα τους πιο φτωχούς, κοινωνικά αποκλεισμένους και πιο ευάλωτους, ξεκινήσαμε μια έρευνα για την ανθεκτικότητα και την κλιματική ουδετερότητα στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Έτσι και αλλιώς, τα τελευταία χρόνια οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν εντάξει εμφατικά στην ατζέντα τους τις έννοιες της κλιματικής ουδετερότητας και της αστικής ανθεκτικότητας, ως στόχους για την προσαρμογή των πόλεων και της ανθρώπινης δραστηριότητας απέναντι στα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής. Η Θεσσαλονίκη είναι μια από τις πόλεις που έχουν ενταχθεί στο Δίκτυο των 100 Ανθεκτικών Πόλεων από το 2016, με την ταυτόχρονη έναρξη λειτουργίας Γραφείου Αστικής Ανθεκτικότητας, ενώ από τον Απρίλιο του 2022 έχει επιλεγεί στο Δίκτυο για την Κλιματική Ουδετερότητα με στόχο το 2030. Η συμμετοχή σε αυτά τα Δίκτυα συνεπάγεται μια σειρά στρατηγικών και μέτρων που πρέπει να ληφθούν στην κατεύθυνση αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και τον μετριασμό των επιπτώσεών της.
Τί είναι όμως η κλιματική ουδετερότητα και η αστική ανθεκτικότητα; Αποτελούν λύση για την επιβίωσή μας από την κλιματική κρίση ή πρόκειται για ευχολόγια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και ελίτ; Λαμβάνουν υπόψη τους την ταξική διάσταση της περιβαλλοντικής προστασίας και των συγκρούσεων που ενδεχομένως προκύπτουν ανάμεσα σε αυτή και τα εκάστοτε συμφέροντα των θιασωτών της ανάπτυξης; Πώς αποτυπώνονται αυτά στο πολύπλοκο αστικό περιβάλλον μιας πόλης;
Στο «γλωσσάρι χρήσιμων εννοιών» κάναμε μια προσπάθεια να εξηγήσουμε μια σειρά όρους που συναντούσαμε συχνά στην έρευνά μας:
Στη δημοσιογραφική έρευνα του ανεξάρτητου δημοσιογραφικού συνεταιρισμού Alterthess αρχικά διερευνούμε τις ίδιες τις έννοιες και τις ιδεολογικοπολιτικές τους προεκτάσεις. Στη συνέχεια επιχειρούμε μέσω καταγραφής και διερεύνησης των σημαντικότερων περιβαλλοντικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει το Πολεοδομικό Συγκρότημα της Θεσσαλονίκης να διαπιστώσουμε αν οι πολιτικές που λαμβάνονται ανταποκρίνονται στις στρατηγικές κατευθύνσεις των κλιματικών προκλήσεων που οι ίδιες οι αρμόδιες αρχές έχουν θέσει στο πλαίσιο των νέων συνθηκών. Κυρίως, όμως, προσπαθούμε να δούμε τα παραπάνω συνδέοντας την ακαδημαϊκή γνώση, τη δημοσιογραφική έρευνα, το βίωμα των πολιτών και τα προβλήματα που αναδεικνύουν περιβαλλοντικά κινήματα και τοπικές συλλογικότητες. Είναι δεδομένο ότι δεν θα ήταν εφικτό να ασχοληθούμε με όλα τα περιβαλλοντικά ζητήματα που αφορούν τη Θεσσαλονίκη αλλά εστιάζουμε σε επτά άξονες που εμείς θεωρούμε ότι βρίσκονται στον πυρήνα του συλλογικού δικαιώματος των κατοίκων σε μια πόλη όπου το περιβάλλον και οι παρεμβάσεις σε αυτό μπορούν να διασφαλίζουν την προστασία της ανθρώπινης ζωής, τη δημόσια υγεία και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Δύο από τις έννοιες που τα τελευταία χρόνια κατέχουν σημαντική θέση στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο όσο και στη χάραξη επίσημων στρατηγικών για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης είναι η αστική ανθεκτικότητα και η κλιματική ουδετερότητα.
Όσον αφορά αρχικά στην έννοια της αστικής ανθεκτικότητας, αυτή προέρχεται από την ψυχολογία και εισήχθη από τον C.S. Holling στον τομέα της οικολογίας. Ορίστηκε ως η ποσότητα της διαταραχής που μπορεί να απορροφήσει ένα σύστημα χωρίς να αλλάξει κατάσταση. Άλλοι θεωρητικοί ορίζουν την ανθεκτικότητα ως τον χρόνο επιστροφής ενός συστήματος σε μια σταθερή κατάσταση μετά από μια διαταραχή.
Δεκαετίες έχουν περάσει από την περίοδο που ο όρος εισήχθη στη βιβλιογραφία και από τότε πολλαπλές σημασίες της έννοιας έχουν εμφανιστεί οδηγώντας σε ποικίλα σχέδια πολιτικών δράσεων. Σύμφωνα με την Άλκηστη Πρέπη, αρχιτεκτόνισσα- πολεοδόμο και διδακτόρισσα στο ΕΜΠ1, η οποία μίλησε στο Alterthess, ακόμη και σήμερα «κάποιοι ερευνητές επιχειρούν να βρουν μια πιο ριζοσπαστική εναλλακτική για τον όρο της ανθεκτικότητας, μιλώντας για μια προσαρμογή με στόχο μια καλύτερη θέση για “επίθεση” στη συνέχεια. Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε, όμως, είναι πως η προσαρμογή την οποία υποστηρίζει η έννοια της ανθεκτικότητας και η προσαρμογή που ερευνούν όσοι προσπαθούν να δώσουν ριζοσπαστικές ερωτήσεις και απαντήσεις, είναι δύο διαφορετικά εννοιολογικά συστήματα στην πραγματικότητα. Η μία είναι μια παθητική προσαρμογή απέναντι στις πιέσεις που δεχόμαστε από έξω και η άλλη είναι μια διαλεκτική προσαρμογή που καταλαβαίνει τη δυνατότητα να αλλάζουμε τον κόσμο γύρω μας και μέσα από τη διαδικασία να αλλάζουμε και εμείς». Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια, παρά την αναζήτηση πιο ριζοσπαστικών εννοιολογήσεων της ανθεκτικότητας, «ο συγκεκριμένος όρος παράγει συγκεκριμένες πολιτικές και είναι κεντρικό εργαλείο πλέον της κυρίαρχης αφήγησης και των κυρίαρχων αναπτυξιακών προτάσεων, με τον ίδιο τρόπο που τον εισάγει και ο Holling».
Ένα από τα σχέδια δράσης που αποτυπώνει και την αναζήτηση πρακτικών εφαρμογών της αστικής ανθεκτικότητας είναι η δημιουργία του «Δικτύου Ανθεκτικών Πόλεων» από το ίδρυμα Rockefeller. Η πρωτοβουλία του ιδρύματος εστιάζει στην ικανότητα κατοίκων, κοινοτήτων, δομών και θεσμών μιας πόλης να αντιμετωπίζουν και να προσαρμόζονται αποτελεσματικά σε χρόνιες ή ξαφνικές πιέσεις, καταστροφές ή κρίσεις αλλά και να ανακάμπτουν έγκαιρα από τις συνέπειές τους χωρίς να αλλάζουν οι βασικές λειτουργίες του συστήματος. Παρότι οι κρίσεις που περιγράφονται αναφέρονται κυρίως στις φυσικές καταστροφές και την κλιματική αλλαγή, εντός των στόχων της αστικής ανθεκτικότητας συμπεριλαμβάνονται οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές μεγάλης κλίμακας και καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως οικονομικές κρίσεις, τρομοκρατία, ηλεκτρονικό έγκλημα κ.ά.
Το πρόγραμμα, που αρχικά δημιουργήθηκε με μία αρχική οικονομική δέσμευση 100 εκατομμυρίων δολαρίων από το ίδρυμα Rockefeller, επεδίωκε να δημιουργήσει ένα Δίκτυο πόλεων σε παγκόσμιο επίπεδο για την ανταλλαγή εμπειριών και τεχνογνωσίας στην αντιμετώπιση των «προκλήσεων», ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες και τα ελλείμματα κάθε πόλης. «Τα μέλη του Δικτύου των 100 Resilient Cities πρωτοπορούν παγκοσμίως, δείχνοντας ότι δεν είναι απλώς δυνατό να χτιστεί αστική ανθεκτικότητα σε κάθε είδος πόλης, αλλά είναι επιτακτική ανάγκη» είχε δηλώσει η Δρ Judith Rodin, πρόεδρος του Ιδρύματος Rockefeller.
Μετά την Αθήνα που εντάχθηκε στο Δίκτυο το 2014, τον Μάρτιο του 2016, ο τότε Δήµαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης ανακοίνωσε την έναρξη λειτουργίας του Γραφείου Αστικής Ανθεκτικότητας στο πλαίσιο της ένταξης της Θεσσαλονίκης στο πρόγραµµα.
Όπως εξηγεί μιλώντας στο Αlterthess η Στέλλα Ψαροπούλου, αρμόδια στο Γραφείο Αστικής Ανθεκτικότητας του Δήμου Θεσσαλονίκης2, η ένταξη της πόλης στο Δίκτυο «έγινε μετά από διαγωνιστική διαδικασία ενώ υπήρξε και η χρηματοδότηση από το 2016 μέχρι το 2019 για να σχηματιστεί μια ομάδα, η οποία μετεξελίχθηκε κι ενσωματώθηκε σαν γραφείο μέσα στην υπηρεσία του Δήμου Θεσσαλονίκης κι έδωσε την ευκαιρία και τα εργαλεία, τη συνεργασία με παγκόσμιους οργανισμούς όπως ήταν η Παγκόσμια Τράπεζα για να δημιουργήσει έναν οδικό χάρτη, τη στρατηγική ανθεκτικότητας, η οποία εκπονήθηκε το 2017 με χρονικό ορίζοντα το 2030 “Θεσσαλονίκη 2020-2030″». Σύμφωνα με την ίδια, «αυτό που κάνει μοναδικό τον τρόπο των εργαλείων που δόθηκαν, ήταν ο εκτεταμένος συμμετοχικός σχεδιασμός, καθώς ήταν η πρώτη φορά που κάθισαν στο ίδιο τραπέζι φορείς, κοινωνία των πολιτών, ιδιώτες και έθεσαν ακριβώς το κοινό όραμα, αναγνωρίσαν/χαρτογράφησαν τις προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίζει η Θεσσαλονίκη, αλλά και το πώς θα αναπτυχθεί έχοντας υπόψη όλες αυτές τις προκλήσεις».
Άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια της ανθεκτικότητας είναι και αυτή της κλιματικής ουδετερότητας. Ως κλιματική ουδετερότητα ορίζεται η επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου (διοξείδιο του άνθρακα, μεθάνιο, υποξείδιο του αζώτου, υδροφθοράνθρακες κ.ά.) μέσω της αντιστάθμισης ή εξισορρόπησης των εκπομπών αυτών από τη φυσική απορρόφηση άνθρακα (μέσω φυσικών συλλεκτών άνθρακα όπως είναι τα δάση, οι ωκεανοί, το έδαφος κ.λπ.). Και αυτό καθώς έχει αποδειχθεί ότι κανένας τεχνητός τρόπος συλλογής και αποθήκευσης άνθρακα δεν είναι αρκετός για την αποτελεσματική καταπολέμηση των δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης. Το 2019 ψηφίζεται ο ευρωπαϊκός κλιματικός νόμος, που καθορίζει επίσης έναν δεσμευτικό ενωσιακό στόχο για καθαρή εγχώρια μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030 και την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050. Μεταξύ άλλων τονίζεται ότι η αποκατάσταση των οικοσυστημάτων θα συμβάλλει στη διατήρηση, τη διαχείριση και την ενίσχυση των φυσικών καταβοθρών και θα προωθήσει τη βιοποικιλότητα, συμβάλλοντας παράλληλα στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Ενδιάμεσοι κλιματικοί στόχοι έχουν τεθεί για τα έτη 2030 και 2040 ως εξής: Μείωση των καθαρών ανθρωπογενών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% το 2030 και κατά 80% το 2040 σε σχέση με τα επίπεδα του έτους 1990. Για την επίτευξη των στόχων λαμβάνεται υπόψη το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ).
Οι στρατηγικές που χαράσσονται σε κεντρικό (ευρωπαϊκό) επίπεδο διαχέονται προς τις εθνικές κυβερνήσεις (ο Εθνικός Κλιματικός Νόμος ψηφίζεται το 2022 -4936/2022) και, περαιτέρω, προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Δήμους και Περιφέρειες), οι οποίοι έχουν αρχίσει να έρχονται αντιμέτωποι με νέες έννοιες όπως η ανθεκτικότητα και η κλιματική ουδετερότητα αλλά και με την υποχρέωση κατάρτισης σχετικών πολιτικών σχεδίων.
Και αυτό που δείχνει να αποτελεί πρόκληση εν προκειμένω για τους Δήμους της Θεσσαλονίκης και την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας είναι, πέραν όλων των άλλων, η ομαλή και απρόσκοπτη ενσωμάτωση των εννοιών αυτών μέσα στα οργανογράμματά τους και η αποσαφήνιση των ρόλων και των αρμοδιοτήτων της εκάστοτε υπηρεσίας και των υπηρεσιακών στελεχών στον σκοπό της διαμόρφωσης αντίστοιχων στρατηγικών.
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης υπέγραψε το 2019, μαζί με ακόμη 99 πόλεις, το Κλιματικό Σύμφωνο δεσμευόμενος να υποστηρίξει την εφαρμογή του συμφώνου και των σχεδίων και την ωρίμανση έργων υποδομής και διερεύνησης των κατάλληλων χρηματοδοτικών μέσων και εργαλείων. Οι τομείς δράσεων προς μια κλιματικά ουδέτερη Θεσσαλονίκη αφορούν τις μεταφορές και τα logistics, τη διαχείριση των στερεών αποβλήτων, των χρήσεων γης και περιβάλλοντος και τις καινοτόμες λύσεις έξυπνης πόλης και διακυβέρνησης. Μάλιστα, όπως αναφέρεται και στη σχετική ανακοίνωση, με στόχο τη μείωση των εκπομπών, ο Δήμος Θεσσαλονίκης θα προχωρήσει, μεταξύ άλλων, σε εντατική εγκατάσταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε δημόσιους χώρους και κτίρια, ενώ προβλέπεται ανακαίνιση και αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος. Στον σχεδιασμό εντάσσεται ακόμη η προώθηση εναλλακτικών μορφών μετακίνησης με ενίσχυση της μικροκινητικότητας αλλά και της χρήσης των αστικών συγκοινωνιών.
Προγραμματίζονται, παράλληλα, σειρά παρεμβάσεων στον τομέα της ενίσχυσης του αστικού πρασίνου με φυτεύσεις δέντρων και αντικατάσταση χαμηλού πρασίνου με υψηλό, με στόχο τη μείωση της επιφανειακής και ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας και την αποφυγή θερμικών νησίδων, την απορρόφηση θορύβου και την προστασία της βιοποικιλότητας. Σε σχέση με τα απορρίμματα, σε συνεργασία με τον ΦΟΔΣΑ, αναφέρεται ότι θα δημιουργηθούν μεταξύ άλλων υποδομές κομποστοποίησης, ενώ θα ενισχυθεί ο τομέας της ανακύκλωσης. Με την υλοποίηση του Σχεδίου Δράσης Κλιματικής Ουδετερότητας, ο Δήμος Θεσσαλονίκης τονίζει ότι θα επιτύχει μείωση των εκπομπών κατά 80% έως το 2030.
Το Κλιματικό Σύμφωνο συνυπέγραψαν ο Δήμος Θεσσαλονίκης, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το Υπουργείο Εσωτερικών – Τομέας Μακεδονίας – Θράκης, το ΑΠΘ, το ΠΑΜΑΚ, το ΕΚΕΤΑ, το ΔΙΠΑΕ, ο ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ, το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας, η ΕΥΑΘ ΑΕ, ο ΦΟΔΣΑ, ο ΟΣΕΘ ΑΕ, η ΔΕΘ – HELEXPO AE, η ΜΑΘ ΑΕ ΑΟΤΑ, το ΤΕΕ/ΤΚΜ, το ΕΒΕΘ, το ΕΕΘ, ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος, ο Εμπορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης και η Ένωση Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης.
Αντίστοιχα, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας μέσω του Περιφερειακού Σχεδίου προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή (ΠΕΣΚΠΑ ΠΚΜ) έχει διαμορφώσει μια στρατηγική, η οποία έχει ως βασικό στόχο τη μείωση της ευπάθειας της Περιφέρειας στις επιπτώσεις που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή και τη θωράκισή της έναντι αυτής.
Ωστόσο, η συζήτηση περί ανθεκτικότητας και σταδιακής μετάβασης στην κλιματική ουδετερότητα, δείχνει να έχει κενά. Και αυτό διότι εργαλεία σαν την ανθεκτικότητα εστιάζουν κυρίως στην προσαρμογή και λιγότερο στον μετριασμό των επιπτώσεων, όχι πάντως στην αντιμετώπιση των αιτιών που δημιουργούν το πρόβλημα. Και όσο τα αίτια παραμένουν, οι επιπτώσεις θα συνεχίσουν να πλήττουν τους ανθρώπους, τις πόλεις, τα συστήματα, τα οποία θα καλούνται αενάως να προσαρμόζονται.
Με τα λόγια της Άλκηστης Πρέπη, συχνά «οι δικτυώσεις δεν αποτελούν ουσιαστικά οχήματα για την αντιμετώπιση των αιτιών της κλιματικής αλλαγής, γιατί στην ουσία εργαλεία σαν την ανθεκτικότητα δεν αντιμετωπίζουν τα αίτια αλλά πάντα τα αποτελέσματα».
«Μέχρι στιγμής τα όποια σχέδια ανθεκτικότητας που έχουν αναπτυχθεί δεν έχουν κάποιο ουσιαστικό υλικό αποτύπωμα. Εξαρχής δεν ήταν ένα πρόγραμμα αυτό που θα παρήγαγε κάποιο υλικό αποτύπωμα, π.χ. μια γέφυρα, ένα φράγμα. Ήταν εξαρχής ένα πρόγραμμα που θα έδινε κάποιες κατευθύνσεις και θα έδινε ένα know how γύρω από τα ζητήματα αυτά. Άρα στην ουσία δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάτι που έχει υλοποιηθεί σαν έργο που να μπορεί να αξιολογηθεί ως τέτοιο», αναφέρει μιλώντας στο Alterthess.
Τη μη δεσμευτικότητα των σχεδίων που καταρτίζονται σχετικά με την ανθεκτικότητα και την κλιματική ουδετερότητα επιβεβαιώνει και η Στέλλα Ψαροπούλου, τονίζοντας ότι «δεσμευτικές δεν μπορεί να είναι οι αποφάσεις ενός γραφείου ενός Δήμου. Ο Δήμος παράγει έναν επιχειρησιακό και στρατηγικό σχεδιασμό και τα εργαλεία τα οποία ανοίγει είναι ότι αυτός ο σχεδιασμός δε γίνεται σε κλειστές πόρτες, δε γίνεται από έναν οργανισμό, ούτε βάσει ενός νομοθετικού πλαισίου που ολοκληρώνεται, αλλά το ανοίγει στην πόλη για να φέρει και να συνδράμει και η ίδια η πόλη για τις βασικές ανάγκες που μπορεί να έχουν». Αφορούν ζητήματα που, όπως λέει, προκύπτουν από ανάγκες φορέων, επιχειρηματιών, οικονομικών κλάδων, την κοινωνία των πολιτών, ανάγκες ακόμα κι από τη σχολική κοινότητα που μπορεί να είναι διαφορετικές. «Όλα αυτά θα πρέπει, λοιπόν, να συντάσσονται μέσα στο επιχειρησιακό και στρατηγικό σχέδιο της πόλης, άρα δεν είναι δεσμευτικά, είναι περισσότερο στο ότι λειτουργούμε συλλογικά και θα πρέπει με τον ίδιο τρόπο να αντιδρούμε και θα πρέπει με τον ίδιο τρόπο να μάθουμε να εργαζόμαστε, αυτό είναι το κομμάτι περισσότερο της ανθεκτικότητας».
Στο πλαίσιο της έρευνάς μας, πέρα από τις όποιες αντιφάσεις, κενά ή και ατέλειες μπορεί να έχουν οι στρατηγικές αυτές, διερευνούμε το ζήτημα της ανθεκτικότητας και της κλιματικής ουδετερότητας θέτοντας έναν υποθετικό άξονα. Τι έπρεπε να έχει γίνει μέχρι τώρα, τι αποτελέσματα έχουν οι Στρατηγικές Μελέτες που έχουν εκπονηθεί και τι σχεδιάζεται αντίθετα από τις συμφωνημένες κατευθύνσεις;
Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και των επιπτώσεών της αφορά όλους τους θεσμικούς φορείς και τις κρατικές δομές. Από την κυβέρνηση, μέχρι την τοπική κοινότητα της κάθε περιοχής.
Στην Ελλάδα η κεντρική κυβέρνηση αντιμετωπίζει την κλιματική κρίση όπως αντιμετωπίζει και κάθε άλλη κρίση. Με «μπαλώματα» και με τη λογική της διαχείρισης κρίσεων όταν αυτές είναι σε εξέλιξη και όχι προληπτικά. Η ιστορία με τη χρήση του Ενιαίου Αριθμού Έκτακτης Ανάγκης 112 είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο το ελληνικό κράτος σκοπεύει να αντιμετωπίσει την κλιματική κρίση. Την ώρα που είναι σε εξέλιξη ένα έντονο καιρικό φαινόμενο, είτε πρόκειται για πυρκαγιά, είτε για πλημμύρα, το μόνο που κάνει το κράτος είναι να αποστέλλει SMS μέσω του 112, καλώντας τους πολίτες είτε να εκκενώσουν τα σπίτια τους και να εγκαταλείψουν την περιοχή που βρίσκονται ή να βρουν ένα ασφαλές σημείο.
Εκτός από αποστολές μηνυμάτων και σύγκλιση σχετικών συσκέψεων, παρουσία των ΜΜΕ, η κεντρική κυβέρνηση έχει τον ρόλο του χρηματοδότη των Οργανισμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε σχέση με τα αντιπλημμυρικά έργα. Πολλοί επιστήμονες αλλά και κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν, ήδη, στηλιτεύσει το γεγονός ότι στους σημαντικούς πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης δε συμπεριλήφθηκαν γενναίες χρηματοδοτήσεις για έργα αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης.
Με βάση τα παραπάνω, και με δεδομένη την υποχρηματοδότηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης από τα χρόνια της λιτότητας και των μνημονίων και έπειτα, έχει ιδιαίτερη σημασία να δούμε τι ακριβώς πράττουν η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας αλλά και ο κεντρικός Δήμος της Θεσσαλονίκης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας έχει ψηφίσει το Περιφερειακό Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή (ΠΕΣΠΚΑ). Μόνο που η εφαρμογή του δεν έχει ξεκινήσει. Η διοίκηση της Περιφέρειας αναδεικνύει την έλλειψη χρηματοδότησης για να κάνει πράξη το Σχέδιο, ενώ τονίζει πως για την εφαρμογή του χρειάζεται συντονισμός και με άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Από την άλλη, όπως σχολιάζουν στο Alterthess άνθρωποι που γνωρίζουν το Σχέδιο, πρόκειται για ένα αρκετά γενικόλογο κείμενο που δε δεσμεύει τη διοίκηση της Περιφέρειας σε συγκεκριμένες δράσεις.
Όπως δηλώνει στο Alterthess ο αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλονίκης, Κώστας Γιουτίκας, «το ΕΣΠΑ είναι το μοναδικό χρηματοδοτικό εργαλείο που έχουμε ως ΠΚΜ, αλλά δε φτάνει για τις πραγματικά μεγάλες υποδομές που χρειάζεται ειδικά η πόλη της Θεσσαλονίκης». Σύμφωνα με τον κ. Γιουτίκα, παρά την έλλειψη ικανών πόρων, η Περιφέρεια έχει καταφέρει να καθαρίσει ρέματα της ευρύτερης περιοχής, όπως τα ρέματα Σχολαρίου, Μελισσουργού, Απολλωνίας, ανατολική περιφερειακή τάφρος, Αρεθούσα κ.α.).
Παράλληλα, η φιλικά προσκείμενη στην κυβέρνηση διοίκηση της ΠΚΜ στηρίζει έργα και επιλογές οι οποίες σε καμία περίπτωση δε συνάδουν με τις αρχές της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Η στήριξη της διοίκησης Τζιτζικώστα στην κατασκευή της υπερυψωμένης ταχείας λεωφόρου (FlyOver), που θα οδηγήσει σε αύξηση της χρήσης των ΙΧ αυτοκινήτων, μόνο ως επιλογή μείωσης της εκπομπής αέριων ρύπων δεν μοιάζει. Αντίστοιχα, η στήριξη της διοίκησης της Περιφέρειας αλλά και του Δήμου Θεσσαλονίκης στην απόφαση για παραμονή της ΔΕΘ στο κέντρο της πόλης φαίνεται να μην υπολογίζει την επιτακτική ανάγκη για αύξηση του πρασίνου στον αστικό ιστό, απαραίτητο για την μείωση των υψηλών θερμοκρασιών αλλά και την απορρόφηση των μεγάλων όγκων νερού, σε περίπτωση πλημμυρικών φαινομένων.
Από την μεριά του ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει το δικό του Σχέδιο Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας, το οποίο λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες προσαρμογής στην κλιματική κρίση, με μείωση της χρήσης των ΙΧ αυτοκινήτων και αύξηση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, του ποδηλάτου κ.α. Παράλληλα ο Δήμος Θεσσαλονίκης συμμετέχει στο Δίκτυο των 100 Ανθεκτικών Πόλεων, το οποίο παρέχει στους Δήμους τεχνογνωσία και τεκμηρίωση για το πώς μπορεί μια πόλη να είναι ανθεκτική απέναντι σε κρίσεις, όπως η κλιματική.
Ωστόσο, τα κείμενα και η συμμετοχή του Δήμου σε τέτοιου είδους Δίκτυα, δεν δεσμεύουν την εκάστοτε δημοτική αρχή να ακολουθεί τις πολιτικές που οδηγούν σε κλιματική ουδετερότητα και αστική ανθεκτικότητα. Μπορεί δηλαδή την ώρα που ο Δήμος υπογράφει σύμφωνα για την μείωση της χρήσης των ΙΧ αυτοκινήτων, να δημιουργεί νέες θέσεις στάθμευσης σε ολόκληρη την πόλη, δημιουργώντας τα αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά.
Παράλληλα, η μεγάλη γραφειοκρατία και οι αργοί ρυθμοί εκτέλεσης των δημοσίων έργων δεν βοηθούν στη δημιουργία μιας κλιματικά ουδέτερης και ανθεκτικής πόλης. Τα έργα που σήμερα υλοποιούνται ή θα υλοποιηθούν το προσεχές διάστημα, έχουν σχεδιαστεί προ δεκαετίας, από μια άλλη δημοτική αρχή και με την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης να μην αποτελεί προτεραιότητα. Έτσι, ακόμα και αν ένας-μία δήμαρχος ή αντιδήμαρχος θέλει να προχωρήσει σε έργα σύμφωνα με τις προδιαγραφές για μια ανθεκτική πόλη, πολύ απλά δεν μπορεί. Είτε θα προσπαθεί να κάνει μικρές βελτιώσεις σε έργα που έχουν σχεδιαστεί πριν χρόνια, είτε θα σχεδιάσει έργα και μελέτες, τα οποία ενδεχομένως θα κληθεί να υλοποιήσει σε περίπου δέκα χρόνια κάποια άλλη διοίκηση. Μόνο που σε δέκα χρόνια θα είναι πολύ αργά, καθώς οι ρυθμοί με τους οποίους εντείνεται κάθε χρόνο η κλιματική κρίση είναι πολύ μεγάλοι.
Μιλώντας στο Alterthess o αντιδήμαρχος Τεχνικών Έργων, Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Κινητικότητας του δήμου Θεσσαλονίκης, Πρόδρομος Νικηφορίδης, παραδέχθηκε πως το ΣΒΑΚ είναι ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο. Ωστόσο για την υλοποίηση του, όπως είπε, απαιτούνται επιπλέον εγκρίσεις, μελέτες αλλά και χρηματοδοτήσεις. Ο κ. Νικηφορίδης έκανε μάλιστα λόγο για μια τάση στην υπερβολή, η οποία δεν οδηγεί σε ρεαλιστικά και εφαρμόσιμα μέτρα, ενώ παίρνει αποστάσεις και από την κατασκευή του FlyOver, σημειώνοντας πως «είμαστε αιχμάλωτοι ενός εργοταξίου, το οποίο οδηγεί όλα τα αυτοκίνητα στο κέντρο της πόλης».
Την επιχειρησιακή δυσκολία του Δήμου Θεσσαλονίκης να εφαρμόσει τα Σχέδια προσαρμογής της πόλης στην κλιματική κρίση επισημαίνει στο Alterthess ο Ανδρέας Καραδάκης, από το Αυτοτελές Τμήμα Επιχειρησιακού Σχεδιασμού και Παρακολούθησης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων του Δήμου Θεσσαλονίκης. Όπως σημειώνει, οι Δήμοι έχουν διαχρονικά στη διάθεσή τους χρηματοδοτικά εργαλεία, ωστόσο οι διοικήσεις των Δήμων είναι εκείνες που πρέπει να έχουν την πολιτική βούληση να ακολουθήσουν τα Σχέδια για την αστική ανθεκτικότητα και την κλιματική ουδετερότητα, και να τα ενσωματώσουν στα Τεχνικά Προγράμματα που κάθε χρόνο εκπονούν.
Στο παρακάτω βίντεο συζητάμε τα βασικότερα ερωτήματα της έρευνας μέσα από συνεντεύξεις με τους/τις (κατά σειρά εμφάνισης):
Στέλλα Ψαροπούλου, αρμόδια στο Γραφείο Αστικής Ανθεκτικότητας του Δήμου Θεσσαλονίκης
Άλκηστη Πρέπη, αρχιτεκτόνισσα-πολεοδόμος, Δρ. ΕΜΠ
Ανδρέας Καραδάκης, Στέλεχος Αυτοτελούς Τμ. Επιχειρησιακού Σχεδιασμού και Παρακολούθησης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων του Δήμου Θεσσαλονίκης
Κωνσταντίνος Γιουτίκας, Αντιπεριφερειάρχης Μ.Ε. Θεσσαλονίκης
Πρόδρομος Νικηφορίδης, Αντιδήμαρχος Τεχνικών Έργων, Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Κινητικότητας του Δήμου Θεσσαλονίκης
Κριστίνα-Ηλέκτρα Μακνέα, Χημικός Μηχανικός στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας
Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις της Θεσσαλονίκης
Οι επιπτώσεις της περιβαλλοντικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η Θεσσαλονίκη είναι σημαντικές και επηρεάζουν έντονα την καθημερινότητα των πολιτών της και, δη, των πιο ευάλωτων.
Στην προσπάθειά μας να σκιαγραφήσουμε αυτήν την κατάσταση, επιλέξαμε η δημοσιογραφική μας έρευνα να κινηθεί σε 7 άξονες. Αυτοί οι άξονες, κατά την άποψή μας, αντικατοπτρίζουν τα πιο φλέγοντα περιβαλλοντικά προβλήματα της πόλης αυτή τη στιγμή, τα οποία χρήζουν σωστής και κυρίως έγκαιρης αντιμετώπισης, για τη «θωράκιση» απέναντι στην κλιματική κρίση.
Πιο συγκεκριμένα, αποφασίσαμε να εστιάσουμε στα εξής:
Ένα από τα μείζονα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αρμόδιοι φορείς και οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης είναι οι κατά καιρούς μεγάλης έκτασης και έντασης βροχοπτώσεις, που δημιουργούν τα γνωστά πλημμυρικά φαινόμενα στο κέντρο της πόλης.
Με τις μνήμες από την περσινή θεσσαλική εμπειρία του Daniel αλλά και τις εικόνες από τις καταστροφικές πλημμύρες στη Βαλένθια να είναι νωπές, η ανάγκη για δράση και σοβαρό αντιπλημμυρικό σχεδιασμό είναι αδήριτη.
Τα τελευταία καλοκαίρια, η χώρα μας βιώνει σφοδρές πυρκαγιές που καίνε και καταστρέφουν χιλιάδες στρέμματα δάσους, ενώ εκδηλώνονται τόσο πριν όσο και μετά τη λεγόμενη αντιπυρική περίοδο.
Με αυτό ως δεδομένο αλλά και το γεγονός ότι το περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου αποτελεί τον σημαντικότερο πνεύμονα πρασίνου της Θεσσαλονίκης, η προστασία του θα έπρεπε οπωσδήποτε να ιεραρχείται ψηλά στην ατζέντα των αρμοδίων.
Η περσινή καταδίκη της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για υπερβάσεις των οριακών τιμών των μικροσωματιδίων PM10 (που, μάλιστα, έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία) στη Θεσσαλονίκη έκρουσε δυνατά τον κώδωνα του κινδύνου για τη χρόνια επιβάρυνση της ποιότητας του αέρα της πόλης. Ή μήπως όχι;
Τα αιωρούμενα σωματίδια (όπως και άλλοι ρύποι) αλλά και το οξυμένο και χρόνιο ζήτημα της δυσοσμίας στα δυτικά της πόλης (Εύοσμος-Κορδελιό) μας υποχρεώνουν να διερευνήσουμε τα αίτια της ατμοσφαιρικής ρύπανσης αλλά και τα μέτρα που έχουν (ή δεν έχουν) ληφθεί για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Η δραστική μείωση της χρήσης των ΙΧ αυτοκινήτων και η αντικατάστασή τους με σύγχρονα και ασφαλή Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, με περιπατητικές διαδρομές και εκτεταμένα δίκτυα ποδηλατοδρόμων αποτελούν έναν από τους βασικούς άξονες προσαρμογής μιας πόλης στην κλιματική κρίση.
Ωστόσο, η τεράστια καθυστέρηση ολοκλήρωσης της βασικής γραμμής του Μετρό, η διαχρονική εγκατάλειψη των αστικών λεωφορείων αλλά και η κατασκευή του FlyOver συνθέτουν ένα σκηνικό που δείχνει περισσότερο να επιδεινώνει παρά να βελτιώνει το διαπιστωμένο κυκλοφοριακό ζήτημα (αλλά και την καθημερινότητα των κατοίκων) της πόλης.
Αν ο στόχος είναι η ανθεκτικότητα, η προστασία των υγροτόπων και των ρεμάτων μιας πόλης πρέπει σίγουρα να αποτελεί προτεραιότητα. Στη Θεσσαλονίκη, όμως, πολλές από αυτές τις περιοχές έχουν καταστραφεί ή υποβαθμιστεί σημαντικά λόγω της αστικής επέκτασης και της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Τα Τσαΐρια στο έλος της Περαίας, ο υγρότοπος του Καλοχωρίου αλλά και πλήθος ρεμάτων της πόλης μπαίνουν στο μικροσκόπιο της έρευνάς μας, ώστε να διαπιστώσουμε αν και κατά πόσο τα σχέδια ανθεκτικότητας ακολουθούνται και εφαρμόζονται.
Ο Θερμαϊκός Κόλπος αποτελεί ένα άκρως σημαντικό υγροτοπικό σύστημα για την πόλη της Θεσσαλονίκης και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της.
Ωστόσο, η τεράστια αύξηση της θερμοκρασίας των νερών του λόγω της κλιματικής κρίσης αλλά και η μόλυνσή του λόγω των αστικών λυμάτων, των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στην περιοχή σημαίνουν εδώ και καιρό συναγερμό για την κατάσταση του κόλπου.
Τι σχέδια υπάρχουν, λοιπόν, για την προστασία αυτού του σπουδαίου οικοσυστήματος και πώς συνδέονται με την ένταξη της πόλης στο Δίκτυο των 100 Ανθεκτικών Πόλεων;
Τα μόλις 2 τετραγωνικά μέτρα πρασίνου ανά κάτοικο φέρνουν τη Θεσσαλονίκη πολύ μακριά από το κατώτατο όριο των 8-10 τ.μ. που έχει θέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για τη βιωσιμότητα των σύγχρονων πόλεων.
Αυτή η «εκκωφαντική» έλλειψη πρασίνου, σε συνδυασμό με την υπερβολικά πυκνή δόμηση, ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας και για τις υψηλές θερμοκρασίες στα αστικά κέντρα, ειδικά κατά τους θερινούς μήνες.
Κι όμως, τα σχέδια που απεργάζονται οι αρμόδιοι δείχνουν να μη λαμβάνουν ιδιαίτερα υπόψη τους τις ανάγκες των κατοίκων των σύγχρονων πόλεων.
Η συνέχεια της έρευνας: Κινδυνεύει η Θεσσαλονίκη να γίνει Βαλένθια;
Η έρευνα του ανεξάρτητου συνεργατικού μέσου Alterthess με τίτλο «Αστική ανθεκτικότητα, κλιματική ουδετερότητα, η περίπτωση της Θεσσαλονίκης» πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ/Παράρτημα Ελλάδας. Δείτε ολόκληρη την έρευνα εδώ.