Τίποτα πρωτόγνωρο δεν υπάρχει στα όσα συμβαίνουν στα πανεπιστήμια. Στα όσα προβλήματα έχουν συσσωρευτεί από τη θεσμική αποδιάρθρωση και τις περικοπές σε προσωπικό, υποδομές και χρηματοδότηση προστίθενται η προεκλογική στρατηγική έντασης και οι προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες ορισμένων πρυτάνεων που αρέσκονται στη δημοσίευση του ονόματος τους. Η κατάληξη αυτών των κινήσεων είναι πολλαπλώς επιζήμια. Οι πρωταγωνιστές της κλιμάκωσης οδηγούνται στο γκροτέσκο –όπως το φορτσάκειο προτεινόμενο εκλογικό σύστημα «Ψηφίστε, Σκουπίστε, Τελειώσατε» και οι εκ Θεσσαλονίκης νουθεσίες χειροδικίας–, που εκ των υστέρων επιχειρούν να ανασκευάσουν εκθέτοντας το θεσμικό τους ρόλο. Η κλιμάκωση εμπλέκει ομάδες φοιτητών, δημιουργεί ρήξεις και αποκλείει το διάλογο και τις συνθέσεις εντός των πανεπιστημίων. Η αξιωματική αντιπολίτευση οφείλει να καταστήσει σαφές ότι ο πολιτικός χρόνος των στρατηγικών έντασης στα ΑΕΙ περιορίζεται στο τρίμηνο, δηλαδή μέχρι τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Αυτό μπορεί να γίνει στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ αποσαφηνίσει ότι οι αποκλεισμοί από τα όργανα διοίκησης των ΑΕΙ –που προκαλούν, ανάμεσα και σε άλλα, τις εντάσεις– θα αρθούν νομοθετικά εντός του τρέχοντος ακαδημαϊκού έτους. Αναφερόμαστε σε αποκλεισμούς που εφαρμόζονται με τις απολύτως κλειστές συνεδριάσεις των οργάνων διοίκησης (π.χ. Σύγκλητος), με τον περιορισμό συμμετοχής των εκπροσώπων όλων των Τμημάτων ενός πανεπιστημίου στη Σύγκλητο, με τον αποκλεισμό της συμμετοχής φοιτητών και άλλων εργαζομένων από το σύνολο των οργάνων διοίκησης των ΑΕΙ. Πρωτίστως βέβαια αναφερόμαστε στον αποκλεισμό υποψηφίων Κοσμητόρων και Πρυτάνεων από τις εκλογές λόγω της προεπιλογής των υποψηφίων από τα Συμβούλια Διοίκησης των ΑΕΙ.
Η ξεκάθαρη στάση του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της κυβερνητικής ανευθυνότητας μπορεί να ενισχύσει περαιτέρω τις πολιτικές συμμαχίες της αριστεράς στο χώρο των πανεπιστημίων. Οι πανεπιστημιακοί δεν είναι ένας κόσμος εξ ορισμού και εξ ολοκλήρου «προοδευτικής διανόησης» ούτε και «στείρου συντηρητισμού». Οι πιο συχνές αριστερές εκτιμήσεις για το χώρο των πανεπιστημιακών βασίζονται σε δύο αφηγήσεις. Η πρώτη αφήγηση υποστηρίζει ότι ο συντηρητισμός κυριαρχεί στους πανεπιστημιακούς και ότι οι παθογένειες των ΑΕΙ οφείλονται σε επιλογές αυτών των συντηρητικών πανεπιστημιακών. Η αφήγηση αυτή σχηματικά εκφράζεται με την παρομοίωση «ο γιαλός είναι στραβός, εμείς καλά αρμενίζουμε». Συνεπάγεται ότι η παρέμβαση μιας αριστερής κυβέρνησης στα ΑΕΙ δεν προϋποθέτει την πολιτική συνομιλία με τους όποιους συντηρητικούς πανεπιστημιακούς. Η δεύτερη αφήγηση δεν προκαταβάλει την όποια εξήγηση περί των πολιτικών προσανατολισμών των πανεπιστημιακών. Αντιστρέφοντας τη γραμμική αιτιότητα πολιτικής κατάστασης – πολιτικών στρατηγικών (που η πρώτη αφήγηση υποστηρίζει) η δεύτερη αφήγηση ισχυρίζεται ότι ο τρόπος παρέμβασης στην κατάσταση συμβάλει καθοριστικά στον τρόπο που κατανοούμε την ίδια την κατάσταση. Σχηματικά η αφήγηση αυτή εκφράζεται με την παρομοίωση «ο γιαλός διαμορφώνεται και από τον τρόπο που εμείς αρμενίζουμε». Η δεύτερη αφήγηση εκτιμά ότι ο τρόπος με τον οποίον συγκεκριμένες κατηγορίες πανεπιστημιακών απέκτησαν συντηρητική συλλογική ταυτότητα και συνδικαλιστική έκφραση συνδέεται όχι μόνο με δομικού χαρακτήρα φαινόμενα (νεοφιλελευθερισμός) αλλά και με επιλογές της αριστεράς εντός των πανεπιστημίων. Οι υποστηρικτές της δεύτερης αντίληψης επισημαίνουν ότι η πορεία των ελληνικών πανεπιστημίων καθορίζεται από την αμφίδρομη δυναμική ανάμεσα στην ατομική στάση των πανεπιστημιακών και τις μεταβολές του θεσμικού πλαισίου.
Η πρώτη αφήγηση έχει προκαταβάλει σε πολύ χαμηλά επίπεδα τις πολιτικές συμμαχίες της Αριστεράς εντός των πανεπιστημίων. Η δεύτερη αφήγηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των συμμαχιών στη βάση διαμόρφωσης μιας, κατά Γκράμσι, «γνήσιας εναλλακτικής πρότασης εξουσίας». Εκτιμώ ότι η αυτή είναι η μόνη δόκιμη προοπτική. Η επιτυχία των θεσμικών μεταβολών μιας αριστερής κυβέρνησης στα ΑΕΙ-ΤΕΙ δεν εξαρτάται μόνο από την ευκρίνεια των στόχων της αλλά και από την πορεία υιοθέτησής τους τόσο εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας (πανεπιστημιακοί, άλλοι εργαζόμενοι, φοιτητές) όσο και εντός της ευρύτερης κοινωνίας. Μια τέτοια προοπτική επιβάλλει συγκεκριμένες πρόνοιες αναφορικά με το φοιτητικό πληθυσμό, τους διδάσκοντες, τους άλλους εργαζόμενους των πανεπιστημίων, τις τοπικές κοινωνίες και συνολικά τη χώρα.
Οι κατευθύνσεις των αλλαγών αναφορικά με τους φοιτητές αφορούν την κατάργηση των διδάκτρων στις μεταπτυχιακές σπουδές, την ενίσχυση της σίτισης-στέγασης -υγειονομικής περίθαλψης τους, την επανεξέταση της συμμετοχής τους σε ορισμένα όργανα διοίκησης των πανεπιστημίων. Οι αλλαγές που εργασιακά αφορούν τους καθηγητές οφείλουν να εστιάσουν σε μεταβολές του θεσμικού και μισθολογικού καθεστώτος τους. Οι αλλαγές που αφορούν τις θεσμικές και ανθρώπινες υποδομές των πανεπιστημίων πρέπει να προτάξουν τον επαναπροσδιορισμό της σύνθεσης και των αρμοδιοτήτων των οργάνων διοίκησης των πανεπιστημίων, την υλοποίηση του ενιαίου χώρου έρευνας-διδασκαλίας (δηλαδή τη σύνδεση με τα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα), τη γενναία χρηματοδότηση της έρευνας και του τακτικού προϋπολογισμού για τα πανεπιστήμια. Επιβάλλεται η κατάργηση των εργολαβιών καθαριότητας-φύλαξης-σίτισης και η απευθείας πρόσληψη προσωπικού από τα ΑΕΙ. Θα περιοριστούν έτσι τα φαινόμενα διαφθοράς που ταλανίζουν τα πανεπιστήμια. Μέρος αυτής της προσπάθειας οφείλει να είναι και η επαναπρόσληψη των απολυμένων διοικητικών υπαλλήλων καθώς και η επανάληψη των προκηρύξεων καθηγητικών θέσεων στη βάση ενός αναπτυξιακού σχεδιασμού για τη χώρα. Τα πανεπιστήμια αδειάζουν από διδάσκοντες. Στον βαθμό που η εκλογή νέων μελών ΔΕΠ απαιτεί κάποιες χρονικές αδράνειες επιβάλλεται η πρόσληψη συμβασιούχων διδασκόντων με ετήσιες αξιοπρεπείς αμοιβές και πλήρη ασφάλιση. Στην πραγματικότητα όλα τα παραπάνω αφορούν το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας και της κοινωνίας. Για παράδειγμα, η θέσπιση πραγματικά πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των μελών ΔΕΠ (χωρίς το δικαίωμα καμίας εργασιακής σχέσης εκτός των ΑΕΙ) θα συμβάλει ώστε να μην υπάρχουν καθηγητές που δεν διδάσκουν και θα ευνοήσει τους φοιτητές και την έρευνα.
Τα μέτρα αυτά καθώς και πολλά άλλα που μπορεί εναλλακτικά να εφαρμόσει η αριστερά θα κριθούν στο στάδιο υλοποίησή τους και όχι στο επίπεδο των διαφωνιών που εκφέρονται με εκ των προτέρων δηλώσεις περί «αριστερού», «κεντρώου» ή «συντηρητικού» προσανατολισμού. Η ανακοίνωσή τους όμως ως προγραμματικών δεσμεύσεων θα εξασφαλίσει τις μέγιστες δυνατές συμμαχίες εντός και εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας. Αναφερόμαστε βέβαια σε πραγματικές συμμαχίες και όχι στην ένταξη, τρεις μήνες πριν τις βουλευτικές εκλογές, ορισμένων επώνυμων πανεπιστημιακών ποικίλων πολιτικών καταβολών στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Εντέλει το θέμα δεν είναι απλά και μόνο να προχωρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στις όποιες θεσμικές μεταβολές εντός των πανεπιστημίων. Το θέμα είναι αυτές οι μεταβολές να γίνουν σε ένα περιβάλλον ιδεολογικής ηγεμονίας που συνάδει με πλατιές συμμαχίες ώστε να εξασφαλιστεί η μακροημέρευση τους. Μια μακροημέρευση που θα σηματοδοτήσει ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης της γνώσης και σύνδεσής της με τις κοινωνικές ανάγκες, ένα θαρραλέο άνοιγμα του πανεπιστημίου στις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος.
*Ο Γιώργος Αγγελόπουλος διδάσκει στο ΑΠΘ