O Λευκός Τίγρης του Ραμίν Μπαχράνι βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Αραβίντ Αντίγκα έκανε πρεμιέρα στο Netflix και μας ταξιδεύει στην Ινδία του σήμερα. Η δεύτερη πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο αποτελεί μία σύγχρονη ζούγκλα που για να επιβιώσεις πρέπει να ελίσσεσαι συνεχώς κι αν χρειαστεί να πατήσεις επί πτωμάτων για να αποκτήσεις περιουσία. Υποψήφια για το OSCAR Διεθνούς ταινίας, με τον αφηγητή να χωρίζει την πατρίδα του σε αυτήν του Φωτός κι αυτήν του Σκοταδιού.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Τα αγάλματα του Γκάντι κυριαρχούν στο φόντο. Η απόσταση από την Μπανγκαλόρ, την τοπική Σίλικον Βάλλεϋ μέχρι το αχανές Δελχί μικρή. Ο πρωταγωνιστής μας συστήνεται ως ένας πλούσιος επιχειρηματίας, ικανός μάλιστα να προσελκύσει το ενδιαφέρον του πρωθυπουργού της Κίνας. Επιλέγει μία αναδρομή στο παρελθόν, ώστε να μας δείξει τη διαδρομή του και μαζί το κούφιο σύστημα που διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά. “Οι προεκλογικές υποσχέσεις με δίδαξαν πόσο σημαντικό είναι να μην είσαι φτωχός σε μία Δημοκρατία”.
Αποφασίζει να βρεθεί από τα αλώνια στα σαλόνια. Επιλέγει να γίνει οδηγός του τοπικού δυνάστη μην έχοντας άλλη επιλογή διαφυγής από την μιζέρια της επαρχίας. Οι φτωχοί έχουν δύο δρόμους να φτάσουν στην κορυφή όπως μας εξομολογείται: την πολιτική και το έγκλημα. Βαλίτσες πάνε κι έρχονται, η διαφθορά, η διαπλοκή, οι εξυπηρετήσεις κυριαρχούν. Ο καλός μύλος αλέθει τα πάντα. Μία κατάσταση που σε συνδυασμό με το θεοκρατικό χαρακτήρα του κράτους και την ανδροκρατούμενη κοινωνία δεν αντέχει ξένο, αλλά κι ο ξένος δεν μπορεί να προσαρμοστεί εύκολα σε αυτήν την κουλτούρα. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με την κακόμοιρη, Πριγιάνκα Τσόπρα.
Ο αφέντης λέει στον νεαρό Μπαλράμ πως είναι η νέα Ινδία. Μπορεί να θεωρηθεί ως έμμεση προοικονομία για όσα θα ακολουθήσουν. Δεν είναι όμως κάτι καινούριο, αντίθετα γίνεται η συνέχεια ενός φαύλου κύκλου. “Ο υποτακτικός μισεί τον ευεργέτη του πίσω από το προσωπείο της αγάπης”. Κατανοεί πως στα πρώτα στάδια ακόμα κι αν λάβει το κλειδί της χειραφέτησης, θα το πετάξει πίσω βρίζοντας. Ανέχεται τον απόλυτο εξευτελισμό της προσωπικότητάς του. Σταδιακά σκληραίνει. Δεν νιώθει ενοχή, αλλά οργή. Οι πλούσιοι ποτέ δε δίνουν κάτι δωρεάν. Όσο ο χρόνος περνάει αποκτηνώνεται. Η άμεση επαφή του με τον λευκό τίγρη φέρνει μία έντονη αναδρομή των σημαντικότερων σταθμών της ζωής του. Είναι πλέον αποφασισμένος για το επόμενο βήμα.
Το δεύτερο μέρος θυμίζει θρίλερ. Αποκτά συγχρόνως πολιτικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις. “Οι λευκοί φεύγουν από το προσκήνιο, έρχεται ο αιώνας των μελαμψών και των κίτρινων”. Μία τοποθέτηση που φωτογραφίζει την άνοδο της Ασίας κι ειδικά της Κίνας στο παγκόσμιο στερέωμα. Παράλληλα οι συνεχείς αναφορές στο φως μου φέρνουν συνειρμικά στο μυαλό το Σπήλαιο του Πλάτωνα. “Τη στιγμή που αντιλαμβάνεσαι τι είναι όμορφο στον κόσμο, παύεις να είσαι σκλάβος”.
Κι όταν έχεις ξεφύγει από το “κοτέτσι”, όταν έχεις περάσει στην άλλη όχθη με κόπο κι αγώνα το μεγάλο στοίχημα είναι να παραμείνεις άνθρωπος χωρίς να ξεχνάς την ιστορία σου. Μέσα από αυτό το σκληρό πορτραίτο ενηλικίωσης ενός αυτοδημιούργητου ατόμου, κατανοούμε τους μηχανισμούς που κινούν τα νήματα σε μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της εποχής μας.