Ας το πούμε χωρίς περιστροφές: από την προσάρτηση της Θεσσαλονίκης -μιας πόλης πάλαι ποτέ πλούσιας, πολυπολιτισμικής, όμορφης- στο ελληνικό κράτος, το ελληνικό κατασκευαστικό κεφάλαιο την αντιμετωπίζει ως κατεκτημένο έδαφος. Ακριβέστερα: ως έδαφος προς κατάκτηση.
Όταν οι Ευρωπαίοι έποικοι στη Βόρεια Αμερική προχωρούσαν προς τα δυτικά, αντιμετώπιζαν το έδαφος του «Νέου Κόσμου» ως έναν αγριότοπο χωρίς κατοίκους, χωρίς ιδιοκτήτες (οι ιθαγενείς δεν ήταν νόμιμοι ιδιοκτήτες του τόπου τους, γιατί δεν είχαν τα έγκυρα χαρτιά), χωρίς νόημα και ταυτότητα – μέχρι να του προσδώσουν οι ίδιοι νόημα και ταυτότητα μέσω της κατάκτησης. Κάθε νοητή γραμμή που προσδιόριζε την ως τότε επικράτειά τους, ήταν απλά το τελευταίο όριο, που έπρεπε να σπάσει ξανά και ξανά, μέχρι ολόκληρη η βορειοαμερικανική ήπειρος να γίνει αυτό το φλεγόμενο υπερθέαμα που βλέπουμε σήμερα.
Το ίδιο έκανε και το ελληνικό κατασκευαστικό κεφάλαιο στις «Νέες Χώρες», σε συνεργασία φυσικά με το ελληνικό κράτος και (με εξαιρέσεις) με τις τοπικές αρχές. Με μια διαφορά: η επέκτασή του στο έδαφος της Θεσσαλονίκης δεν έγινε κατά κανόνα σε πλάτος, αλλά σε βάθος. Σπανίως επένδυσε για να διευρύνει την πόλη χωρικά, ή παραγωγικά, ή τεχνολογικά. Αυτό που έκανε ήταν να ιδιοποιείται τον ήδη υπαρκτό χώρο της, τους έτοιμους πόρους της και να τους μετατρέπει σε κάτι άλλο – που το άλλο ήταν πια δική του ιδιοκτησία: μια διαδικασία που στη μαρξιστική ιδιόλεκτο ονομάζεται «πρωταρχική συσσώρευση». Γκρέμισε τα ιστορικά της κτίρια κι έχτισε στη θέση τους πολυκατοικίες, οι οποίες ανήκαν πια στους εργολάβους. Ξήλωσε το τραμ για να παραδώσει τους δρόμους στα ΙΧ και στα λεωφορεία των κολλητών του καθεστώτος. Μπάζωσε τους δαντελωτούς ορμίσκους της παραλίας, για να σηκώσει περισσότερες πολυκατοικίες, μπροστά από μια άχρηστη και άχαρη ευθυγραμμισμένη «νέα παραλία».
Η ίδια ιστορία συνεχίζεται ως σήμερα: υποθαλάσσια, μετρό, flyover, παραλιακό μέτωπο, δυτική είσοδος, Αλατίνη. Κάθε νέο «μεγάλο έργο» είναι μια επιχείρηση ιδιοποίησης και κερδοσκοπίας πάνω στο σώμα της πόλης, χωρίς καμία υποχρεωτική συνάφεια με τις πραγματικές ανάγκες ή απόψεις των κατοίκων της – ποιος ρώτησε ποτέ τους ινδιάνους τί χρειάζονται; Και αν αυτοί οι κάτοικοι διαμαρτυρηθούν για κάτι, τότε σηκώνεται το φρύδι και ξεκινά το μάλωμα: και δώσε ειρωνείες, και για αυτό η Θεσσαλονίκη δεν πάει μπροστά, γιατί διχάζεται μπροστά σε κάθε νέο έργο, και η «πόλη των προσφυγών» και τέτοια. Όπως ο Νονός: μας κάνουν μια προσφορά που δεν μπορούμε να αρνηθούμε. Κι αν έχουμε δεύτερες σκέψεις, θα βρούμε ένα κεφάλι αλόγου στο κρεβάτι μας.
Σήμερα, το νέο «τελευταίο όριο» είναι στη ΔΕΘ. Όταν ξεκίνησε η Διεθνής Έκθεση στη Θεσσαλονίκη (με τοπική πρωτοβουλία, θυμίζουμε), της παραχωρήθηκε ένα οικόπεδο στα όρια της τότε πόλης. Με τις διαρκείς, αυθόρμητες επεκτάσεις της πόλης (κατά κανόνα με άναρχη ιδιωτική οικοδόμηση, χωρίς σχέδιο, χωρίς δημόσιες επενδύσεις, χωρίς δημιουργία ελεύθερων χώρων), το παραχωρημένο οικόπεδο βρέθηκε στο κέντρο. Και συγκεκριμένα στο κέντρο μιας πόλης με ασφυκτική έλλειψη ελεύθερων χώρων, χωρίς μέσα μεταφοράς, χωρίς καν δρόμους και χώρους στάθμευσης που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν μια τέτοια δομή.
Αυτονόητα λοιπόν, εδώ και δεκαετίες, η πόλη σχεδίαζε τη μετεγκατάσταση της ΔΕΘ σε νέο χώρο εκτός κέντρου. Μια νέα ΔΕΘ πχ στη Σίνδο, μαζί με τις συγκοινωνιακές υποδομές που θα απαιτούσε, θα αποτελούσε μια παραγωγική επένδυση επέκτασης της πόλης, σαν αυτές που γίνονται διαρκώς στις καπιταλιστικές μητροπόλεις του κόσμου. Το κέντρο θα αποφορτιζόταν κάπως από την κίνηση και ο χώρος της ΔΕΘ μετατρεπόμενος αυτονόητα σε πάρκο (δεν θα μπορούσε άλλωστε να γίνει κάτι άλλο, γιατί παραχωρήθηκε μόνο για εκθεσιακή χρήση), θα έδινε την ανάσα που χρειάζεται επειγόντως η πόλη. Όμως, η Θεσσαλονίκη λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο (pun intended).
Είπαμε: το ελληνικό κατασκευαστικό κεφάλαιο / κράτος (τα όρια ανάμεσα στα δύο είναι συχνά δυσδιάκριτα) δεν συνηθίζει να επενδύει στην επέκταση της πόλης μας. Προτιμά να απομυζά τα σωθικά της. Μια νέα ΔΕΘ θα στοίχιζε – και στην πραγματικότητα όλοι ξέρουν ότι, καθώς η παραδοσιακή εκθεσιακή δραστηριότητα καταρρέει, δεν θα επέστρεφε ποτέ τα χρήματά της. Από την άλλη, ένα πάρκο δεν προσφέρει τίποτα – ούτε καν ακριβές εργασίες ανάπλασης. Το οικόπεδο που έκανε δώρο η πόλη στη ΔΕΘ πριν 100 χρόνια, το ακριβότερο αυτή τη στιγμή ελεύθερο οικόπεδο στην Ελλάδα και πιθανά στην Ανατολική Μεσόγειο, θα επέστρεφε στα χέρια της ως δημόσιος, ελεύθερος χώρος και συνεπώς θα καταστρεφόταν ως πεδίο κερδοφορίας. Ας είμαστε ειλικρινείς: στην εποχή μας, μια τέτοια επιλογή θα ήταν βαθιά παράλογη.
Η αναγκαία επαναφορά μας στη λογική έγινε επ’ ευκαιρία της οικονομικής κρίσης. Εύλογο: όταν δεν είχαμε να φάμε, ποιος θα επέμενε στην ανέγερση μιας νέας ΔΕΘ; Κάποια στιγμή βέβαια η κρίση κάπως πέρασε, τα χρήματα βρέθηκαν, αλλά η μετεγκατάσταση είχε ήδη ξεχαστεί. Στη θέση της, το ελληνικό κράτος μας πρόσφερε (είπαμε, άλλη μια προσφορά που δεν μπορούμε να αρνηθούμε), μια επιτόπου ανάπλαση, που επειδή θα στοίχιζε τριπλάσια από το αρχικό κόστος της μετεγκατάστασης (άγνωστο γιατί), θα έπρεπε αυτή τη φορά να εμπλέξει και ιδιώτες για να μοιραστούν το κόστος. Κι έτσι, το ακριβότερο οικόπεδο της χώρας θα τεμαχιστεί κι ένα τμήμα του θα δοθεί στον ιδιώτη επενδυτή για να φτιάξει ξενοδοχείο, εμπορικό κέντρο και πάρκινγκ. Κι αν κάποιου δεν του αρέσει να του κλέβουν την πόλη για να τη χαρίσουν στο κατασκευαστικό κεφάλαιο, ξέρετε: είναι μίζερος, διχαστικός, παλαιοχριστιανός κοκ.
Αυτός είναι ξεκάθαρα ο μόνος λόγος που προκρίθηκε η επιτόπου ανάπλαση από την μετεγκατάσταση. Το ομολόγησε ο ίδιος ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, στη μόνη ενδιαφέρουσα στιγμή της πρόσφατης Ειδικής Συνεδρίασης. Όταν η κ. Αράπογλου τον ρώτησε αστειευόμενη «οκ η επιτόπου ανάπλαση, αφού δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς, το ξενοδοχείο τί το θέλετε», ο κ. Αγγελούδης απάντησε ευθαρσώς και ειλικρινά: μη με ρωτάτε για αυτό, ξεφεύγει από τη δική μου αρμοδιότητα. Εγώ, μέχρι τα «10 σημεία» μπορώ να πάω.
Αλήθεια λέει. Κατεκτημένο έδαφος είμαστε, οι αρμοδιότητες των τοπικών αρχών είναι περιορισμένες. Αν λοιπόν δεν μπορεί να κάνει κάτι ο Δήμαρχος, θα του δώσουμε εμείς τη δυνατότητα να πει αυτό που πραγματικά θέλει, μέσα από το δημοψήφισμα που θα επιβάλουμε. Όλες οι αρχές της πόλης, αυτές που τόσο εύκολα υποτάχθηκαν στο από τα πάνω (δηλαδή από την Αθήνα) σχέδιο του real estate, θα έχουν μια ευκαιρία να κάνουν το σωστό. Αν δεν το κάνουν, θα μοιραστούν την ίδια ευθύνη, θα βρεθούν στην ίδια πλευρά της ιστορίας, με όσους είναι υπεύθυνοι για όλες τις προηγούμενες επιχειρήσεις ιδιοποίησης, πρωταρχικής συσσώρευσης, κατάκτησης, πείτε το όπως θέλετε: με αυτούς που ξήλωσαν το τραμ, που γκρέμισαν το ιστορικό κέντρο, που μπάζωσαν την παραλία.
Τώρα που είπα παραλία, σε αυτή την περίπτωση οφείλουμε νομίζω να τους στήσουμε και ένα άγαλμα δίπλα σε αυτό του Καραμανλή. Με πλάτη στην πόλη κι αυτό, εννοείται.