Τέσσερα σημεία πριν την απεργία*

Του Θεόφιλου Σιχλετίδη
Το πρώτο σημείο

Το Σεπτέμβριο του 2001 ο Τάσος Γιαννίτσης ανέβηκε για τελευταία φορά στη Θεσσαλονίκη, ως υπουργός Εργασίας. Ήταν λίγο μετά την ήττα της κυβέρνησης, στην αναμέτρηση της με τα συνδικάτα για το ασφαλιστικό, και τα πράγματα ήταν κάπως μουδιασμένα όσον  αφορά το μέλλον του «μεγάλου εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος». Ο Γιαννίτσης κλήθηκε, λοιπόν, από το Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βόρειας Ελλάδας να μιλήσει σε μία εκδήλωση για το πώς η κυβέρνηση σκέπτεται να αντιμετωπίσει τις «προκλήσεις» της επόμενης περιόδου για τις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό. Πριν ξεκινήσει η εκδήλωση ο τότε πρόεδρος του ΣΒΒΕ, ο Δημήτρης Συμεωνίδης, έδωσε στον Γιαννίτση το υπόμνημα των βιομηχάνων. Ο Γιαννίτσης, αφού το διάβασε, με ένα ύψος σχεδόν οργισμένο το επέστρεψε στον Συμεωνίδη, λέγοντας ότι είναι απαράδεκτα αυτά που ζητούσαν οι βιομήχανοι… Πως αν η κυβέρνηση άνοιγε διάλογο με βάση αυτά τα αιτήματα  – διάλογο έτσι, όχι να τα υιοθετούσε – θα άνοιγε μέτωπο με την κοινωνία, γιατί τα αιτήματα αυτά ήταν πέρα έως πέρα άδικα και μονόπλευρα κατά των συμφερόντων των εργαζομένων. Τους την είπε ακόμα, πως δεν είναι δυνατόν οι εργοδότες τη σύγχρονη εποχή να κοιτάζουν μόνο πως θα πετσοκόψουν το εισόδημα των εργαζομένων και να μην επενδύουν στην καινοτομία, στις νέες τεχνολογίες και στην καλή και εξωστρεφή οργάνωση των επιχειρήσεων τους. Και στην τελική, όπως είπε ο «σύντροφος» Γιαννίτσης, οι μισθοί στην Ελλάδα είναι χαμηλοί. Δέκα χρόνια μετά ότι είχε ζητήσει εκείνη την μέρα ο ΣΒΒΕ είναι νόμος του κράτους, είναι οι αλλαγές στην εργατική νομοθεσία που πέρασε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ από το μνημόνιο και έπειτα. Ουσιαστικά, αυτό που παλιά μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως εργοδοτική αυθαιρεσία σήμερα είναι απόλυτα νόμιμο. Νομίζω πως σήμερα το μόνο που απαγορεύεται είναι οι εργοδότες να δέρνουν τους εργαζόμενους τους. Αν και είναι πιθανό η τρόικα – μετά και τα τελευταία περιστατική ξυλοδαρμών εργαζομένων από εργοδότες – να ζητήσει τη νομιμοποίηση τέτοιων πρακτικών, αν κρίνει πως έτσι θα βελτιωθεί το επενδυτικό περιβάλλον στην Ελλάδα.

 

Το δεύτερο σημείο

Από τα στοιχεία που έχουμε από τον ΟΑΕΔ και τις Επιθεωρήσεις Εργασίας δεν προκύπτει, τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη και στις άλλες περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας, ότι έχουμε μία έκρηξη στις απολύσεις μετά τη ψήφιση του τελευταίου νόμου που επιτρέπει στις επιχειρήσεις να απολύουν περισσότερους εργαζόμενους και με μικρότερες, μετά από προειδοποίηση, αποζημιώσεις. Φαίνεται δηλαδή ότι το αίτημα των εργοδοτών για πιο πολλές και πιο φθηνές απολύσεις δεν είχε να κάνει ακριβώς με την «ικανοποίηση των αναγκών» των επιχειρήσεων να προχωρήσουν σε πολλές απολύσεις. Ή αυτό φαίνεται προς το παρόν. Τα στοιχεία του ΟΑΕΔ δείχνουν πως ο αριθμός των απολύσεων παραμένει σχετικά σταθερός – αν συγκρίνουμε τον ίδιο μήνα του 2010 και 2011 – προ και μετά μνημονίου και της ψήφισης του σχετικού νόμου. Στις ροές απασχόλησης το ισοζύγιο είναι βέβαια αρνητικό, χάνονται δηλαδή κάθε μήνα πολλές θέσεις εργασίας, κυρίως όμως εξαιτίας της αύξησης του αριθμού των οικιοθελών αποχωρήσεων, των παραιτήσεων δηλαδή, που σε ποσοστό 98% αφορούν συνταξιοδοτήσεις. Τρέχει δηλαδή ο κόσμος να βγει όπως – όπως στη σύνταξη μήπως και προλάβει τις αλλαγές που θα φέρει στις αρχές του 2012 το ασφαλιστικό του Λοβέρδου. Στη φάση που βρισκόμαστε, φαίνεται πως οι απολύσεις λειτουργούν περισσότερο ως απειλή ώστε να αλλάξουν οι εργασιακές σχέσεις εκείνων των «προνομιούχων» εργαζομένων που έχουν σταθερή και πλήρη απασχόληση και ασφάλιση. Αυτό που βασικά αλλάζει έχει τρεις  πτυχές: Οι προσλήψεις που γίνονται αφορούν κυρίως θέσεις μερικής και περιτροπής εργασίας. Το άλλο είναι ότι θέσεις πλήρους απασχόλησης μετατρέπονται είτε σε μερικής είτε σε εκ περιτροπής απασχόλησης. Το τρίτο είναι ότι έχουμε ένα τσουνάμι ατομικών συμβάσεων εργασίας.  Έτσι απορυθμίζεται ξεκάθαρα το ρυθμισμένο κομμάτι της «αγοράς» εργασίας και αυτό συμβαίνει – τουλάχιστον φαινομενικά – με τη συναίνεση των εργαζομένων που ενώ έχουν συμβάσεις πλήρους απασχόλησης πάνε και υπογράφουν συμβάσεις μερικής απασχόλησης, ή ιδιωτικά συμφωνητικά με πετσοκομμένους μισθούς. Γίνεται κάποιος να βάλει τα χέρια του και να βγάλει τα μάτια του; Δεν γίνεται, παρά μόνο αν έχει ένα πιστόλι στον κρόταφο και αυτό το πιστόλι λέγεται απολύσεις. Στην τελική, οι εργοδότες χρειάζονται τους έμπειρους εργαζόμενους, δεν θέλουν να τους πετάξουν στο δρόμο για να πάρουν άπειρους. Αυτό που θέλουν όμως είναι να πληρώνουν τους έμπειρους σαν να ήταν άπειροι.

 

Το τρίτο σημείο

Προφανώς και η αστική δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή. Μπορεί να μην είναι γενικά κατά των φτωχών, αλλά είναι ειδικά υπέρ των πλουσίων και οι απεργίες στρέφονται εναντίων των πλουσίων. Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, όπου «η χώρα κινδυνεύει να χρεοκοπήσει» οπότε θα πρέπει να φάμε όλο το φαί μας για να μην μας φάει ο κακός ο δράκος, οι δικαστές βγάζουν αβέρτα παράνομες τις απεργίες, αφού οι απολύσεις είναι νόμιμες και «αιτιολογημένες» τεχνικοοικονομικά με δεδομένο ότι ο κύκλος των εργασιών των επιχειρήσεων μικραίνει εξαιτίας της κρίσης. Βέβαια ας μην έχουμε δεμένο ότι δεν γίνονται απεργίες επειδή τις βγάζουν παράνομες τα δικαστήρια. Φυσικά όποιες απεργίες πάνε να γίνουν βγαίνουν παράνομες, με λίγες εξαιρέσεις. Αλλά από την άλλη, συνήθως, οι εργαζόμενοι μίας επιχείρησης όταν απολύεται ένας συνάδελφος τους το πρώτο πράγμα του σκέπτονται δεν είναι να απεργήσουν, αλλά ότι αυτοί την «γλύτωσαν» ή το πότε θα έρθει η δική τους η σειρά. Η βάση των εργαζομένων, σε αυτή τη φάση και προφανώς έχοντας υποστεί σοκ, δεν πιέζει τα συνδικάτα να κάνουν απεργίες για τις απολύσεις ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στα δικαστήρια.

 

Το τέταρτο σημείο   

Αυτό το ζούμε σήμερα θα μπορούσε να ονομαστεί και ως το τέλος του κοινωνικού εταιρισμού, μίας κατάστασης που οικοδομήθηκε στην Ελλάδα μετά το 1993 στη βάση της προοπτικής ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ. Ο κόσμος της εργασίας και ο κόσμος του κεφαλαίου επιστρέφουν σε θέσεις ανταγωνισμού, συνολικά ως δύο, ξεχωριστοί, κόσμοι. Ο κόσμος της εργασίας αποδείχτηκε ανέτοιμος γι’ αυτή την επιστροφή σε αντίθεση με τον κόσμο του κεφαλαίου που προετοιμαζόταν για χρόνια. Έτσι και η εργατική νομοθεσία δεν φέρνει πλέον τα πράγματα κάπου στη μέση μεταξύ του «νόμος είναι το δίκαιο του εργάτη» και του «νόμος είναι το δίκαιο του μετόχου». Έχει σαφέστατα μετακινηθεί προς τα δίκαια του μετόχου, μιας και αυτοί που νομοθετούν, στο πλαίσιο του κοινωνικού ανταγωνισμού, βρίσκονται με την πλευρά του κόσμου του κεφαλαίου. Το τέλος του κοινωνικού εταιρισμού είναι λογικό πως θα φέρει νέες μορφές αγώνα για τον κόσμο της εργασίας, που πλέον σε μεγάλο ποσοστό είναι και κόσμος της ανεργίας και της επισφάλειας και της αδήλωτης εργασίας. Μπορεί πλέον να ακούγεται κοινότοπο, αλλά είναι σίγουρο ότι ζούμε ένα ανάμεσα. Το παλιό, τα συνδικάτα όπως τα ξέρουμε τις τελευταίες δεκαετίες, δεν δουλεύει αλλά είναι ζωντανό. Στην Ελλάδα τους 12 μήνες του μνημονίου έγιναν περισσότερες γενικές απεργίες απ’ ότι έγιναν, αθροιστικά, σε όλες τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το παλιό αν και δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά την κατάσταση, φαίνεται πως καθυστερεί τη νεοφιλελεύθερη ισοπέδωση των πάντων και αυτό, αν και η από εδώ πλευρά δεν το βλέπει, το αναγνωρίζει η από εκεί πλευρά, γι’ αυτό και τόση λάσπη πέφτει πάνω στα συνδικάτα και τους συνδικαλιστές. Οπότε, έστω για να πάμε το ματς στις καθυστερήσεις, σε αυτές τις συνθήκες μία απάντηση είναι η συμμετοχή στους συνδικαλιστικούς μας φορείς, στις απεργίες και τις διαδηλώσεις, όπως αυτή της Τετάρτης. Κατά τα άλλα, κάνουμε ότι μπορούμε για να γεννηθεί το νέο.

 

* Μία εισήγηση, με κάποιες αλλαγές, στην εκδήλωση του Δικτύου για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα «Παράνομες Απεργίες – Νόμιμες Απολύσεις»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Από το Τρίκυκλο στα Τανκς – Εκδηλώσεις Μνήμης για τους Γιώργη Τσαρουχά Γρηγόρη Λαμπράκη

“Τα λάβαρα ήσαν όλα ερυθρά”: Μια σύντομη ματιά σε απεργίες στη Θεσσαλονίκη 1900-1940