Είχε πάρει να ξημερώνει, όταν άκουσα τη φωνή του σαν μελωδία από τον ουρανό, να σπάει πάνω σε μια μαρμάρινη κολώνα της Αρχαίας Αγοράς, είχε κάτι σήμαντρα στα γυμνά του πόδια, και μια φλογέρα στα χέρια, τραγουδούσε σε μια άγνωστη γλώσσα, κι αυτό το σύνολο, εικόνα και μελωδία, με γέμισε μια πρωινή γαλήνη.
Στάθηκα να τον κοιτάζω έκθαμβος, κι η στιγμή μου φάνηκε σαν ένα όνειρο που συνέχιζα, δεν τολμούσα να πλησιάσω περισσότερο, κρυμμένος πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, άκουγα την ιδιωτική του συνομιλία με τον χρόνο, «αυτό είναι η Άνοιξη» σκέφτηκα, «αυτό είναι η Ιστορία», η δύναμη της μοναξιάς να τραγουδάει πάνω σε ό,τι απέμεινε από τους παλιούς πολιτισμούς, σαν χρησμός γαλήνης, για όλους εμάς που τόσο βιαζόμαστε να κάνουμε εύκολη τη ζωή μας, δίχως σταγόνα αίμα, δίχως ίχνος γνώσης του παρελθόντος… Για μας που κατ΄ επιλογήν προσπερνάμε αποσιωπώντας τα μαθήματα της ήττας των προηγούμενων, τα κρεματόρια της νέας τάξης, την εξαφάνιση χιλιάδων ανθρώπων, για μια ιδεολογία, μια πίστη, μια έννοια πατρίδας. Όταν όλοι θα έχουμε γίνει τάφοι και ερείπια ―να τα επισκέπτονται βιαστικοί τουρίστες κρουαζιερόπλοιων―, μια τέτοια φωνή θα απομείνει να τραγουδά ξημερώματα στις Αγορές για αυτά που ούτε και μείς καταφέραμε να καταλάβουμε.
Έτοιμοι για τον νέο χαμό, να οδεύουμε, ρίχνοντας ο ένας στον άλλον πέτρες αρχαίες, με το αίμα να ’χει ποτίσει πάνω τους, να μη μυρίζουμε τον λάθος τρόπο, που οι πιο παλιοί πλήρωσαν, πάλι και πάλι, μήπως κάτι μάθουμε οι επόμενοι εμείς…
Πηγή: Εντευκτήριο