in

Ταξικό μίσος, ρατσισμός, μεταδημοκρατία: Τα φιλελεύθερα ΜΜΕ και η ελληνική κρίση. Του Χρήστου Λάσκου

Γιάννης Μυλωνάς, Η ελληνική κρίση και τα ΜΜΕ, Ψηφίδες 2024, σελ. 212 ( μετάφραση: Βαγγέλης Πούλιος)

 

Η ανυπακοή, στα μάτια όποιου έχει διαβάσει ιστορία, είναι η προπατορική αρετή του ανθρώπου. Από την ανυπακοή γεννήθηκε η πρόοδος, από την ανυπακοή και η επανάσταση.

Όσκαρ Ουάιλντ

 

Η ιστορία της ελληνικής κρίσης υπήρξε και μια ιστορία πολιτικής ανυπακοής. Γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, αντιμετωπίστηκε με απίστευτη -ακόμη και για τα δεδομένα των φιλελεύθερων αγριανθρώπων-  βία.

Η στόχευση της ευρωενωσιακής πολιτικής απέναντι στην  ελληνική κρίση δεν ήταν κυρίως δημοσιονομική ή και ευρύτερα οικονομική. Η πολιτική της διάσταση υπήρξε πρωτεύουσα. «Εμείς», οι Έλληνες απατεώνες έπρεπε να γίνουμε διδακτικό, για όλους τους εργαζόμενους της Ευρώπης, παράδειγμα πάταξης της «απόκλισης» από το μοντέλο του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου. Να γίνουμε αντικείμενο μιας κοινωνικής μηχανικής, η οποία, σώζοντας τις τράπεζες, θα κατήγαγε και μια στρατηγικού χαρακτήρα επικράτηση απέναντι στην ελληνική εργατική τάξη και την πολιτισμικής -νοοτροπιακής προέλευσης ροπής της προς τον …τρυφηλό βίο.

Όπως σημείωνε ο ανεκδιήγητος, αλλά εξαιρετικά επιδραστικός, Χάγεκ στον καιρό του, που είναι και ο δικός μας καιρός, «το άτομο μπορεί να καταπιέζεται σε ένα δημοκρατικό σύστημα, ακριβώς όπως μπορεί να είναι ελεύθερο σε ένα δικτατορικό σύστημα». Στη Χιλή του Πινοσέτ το «άτομο» απολάμβανε όλες τις ουσιώδεις ελευθερίες, στην Ελλάδα της αντίστασης στη λιτότητα, το «άτομο» υπέφερε από… ανελευθερία.

Ο Μυλωνάς, αναλύοντας δημοσιεύματα του φιλελεύθερου τύπου, από τη Γερμανία, τη Δανία και την Ελλάδα, καταδεικνύει τον τρόπο, με τον οποίο τα κυρίαρχα κυκλώματα αντιμετώπισαν την κρίση μέσα από το βαρύ πυροβολικό των ΜΜΕ.

Δεν είναι ο χώρος εδώ, για να παρουσιάσω τις μεθοδολογικές του επιλογές. Η ανάπτυξη της δουλειάς του αποδεικνύει την καταλληλότητά τους, με τον πιο πειστικό τρόπο.

Η επιλογή του να προκρίνει τον φιλελεύθερο λόγο, ως τον πιο αντιπροσωπευτικό της ιδεολογικής επίθεσης, που υπέστησαν οι ελληνικές εργατικές τάξεις, είναι, επίσης, η καταλληλότερη. Όπως σημειώνει, «[ε]πικεντρώθηκα σε φιλελεύθερα ειδησεογραφικά μέσα, προοδευτικά και συντηρητικά, επειδή ο φιλελευθερισμός είναι η ηγεμονική ιδεολογία που διαμορφώνει τον κυρίαρχο λόγο στις εθνικές δημόσιες σφαίρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης -μέσω αυτού αναπαράχθηκαν οι κυρίαρχες ερμηνείες της κρίσης και υποστηρίχτηκαν οι μεταρρυθμίσεις λιτότητας» (σελ. 32).

Το σημείο αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό. Η πληθωριστική χρήση του ουσιαστικού “νεοφιλελευθερισμός” είναι, από πολλές απόψεις, παραπειστική. Είναι πολύ κοντύτερα στην πραγματικότητα η αναφορά στον “φιλελευθερισμό”, «προοδευτικό ή συντηρητικό», όπως λέει ο συγγραφέας.

Για δύο λόγους.

Πρώτον, είναι ο φιλελευθερισμός -και όχι, ειδικά, ο νεοφιλελευθερισμός-, ο οποίος θεωρεί πρώτιστη ελευθερία, από την οποία πηγάζουν όλες οι άλλες, την οικονομική «ελευθερία», την ελευθερία, δηλαδή της ιδιοκτησίας να κανονίζει τον βίο των ανθρώπων, τόσο αυτών που τη διαθέτουν όσο και εκείνων που δεν τη διαθέτουν -ιδίως, των τελευταίων. Η ιστορική στάση του υπέρ του δικαιώματος των εξάχρονων παιδιών να εργάζονται στην αγγλική βιομηχανία είναι ενδεικτική.

Δεύτερον, ο φιλελευθερισμός -και όχι, ειδικά, ο νεοφιλελευθερισμός-, είναι καθόλα συμβατός με την έλλειψη ατομικών και πολιτικών ελευθεριών, πολύ περισσότερο με την έλλειψη κοινωνικών δικαιωμάτων. Τα λόγια του Χάγεκ, που ανέφερα προηγούμενα, είναι κοινή πεποίθηση για τον συνεπή φιλελεύθερο -από τον Σόιμπλε μέχρι τον… Σκαμπαρδώνη, τον Κανέλλη και τη Σώτη. Γι’ αυτό, άλλωστε, η συντριπτική ετυμηγορία του 63%, τον Ιούλιο του 2015, αντιμετωπίστηκε ως απολύτως μη-νόμιμη. Διότι, ως γνωστόν, η πλειοψηφία δεν ξέρει την τύφλα της -μόνο οι «ειδικοί», οι τεχνοκράτες δικαιούνται δια να ομιλούν. Τα μεγάλα ζητήματα δεν είναι ορθολογικό να αντιμετωπίζονται ως πολιτικά. Μόνο οι «ειδήμονες» μπορούν να τα αντιμετωπίσουν.

Ως προς αυτά, εμφανίζεται μια ακραία φιλελεύθερη αδιαλλαξία.  Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, «τα ανελεύθερα και αντιδραστικά σχήματα λόγου είναι εγγενή στον φιλελευθερισμό» (σελ. 182).

Αυτή η μαχητική εκστρατεία «από-πολιτικοποίησης» υπήρξε βασικό στοιχείο της ιδεολογικής στρατηγικής των ΜΜΕ. Συνδυασμένο με μια θανατηφόρα δόση οριενταλισμού, αντιμετώπισε την «ελληνική περίπτωση» ως εξαίρεση στο πλαίσιο της ανεπτυγμένης δυτικής επικράτειας -εδαφικής και νοοτροπιακής.

«Στην κάλυψη της ελληνικής κρίσης αναπτύχθηκαν γενικά ισχυρισμοί και επιχειρήματα κουλτουραλιστικής, ηθικολογικής και τεχνοκρατικής υφής. Από μια κριτική σκοπιά, οι θεματικές αυτές αποπολιτικοποίησαν σε μεγάλο βαθμό την ελληνική κρίση και τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα και εξέφρασαν ρατσιστικές, ταξιστικές και απολιτικές /αντιδημοκρατικές θέσεις» (σελ. 39).

«Εμείς» αντιμετωπιστήκαμε με ασυνήθιστα, ακόμη και για την γερμανική παράδοση στο θέμα, ρατσιστικό τρόπο. Ο Μυλωνάς, σωστά, επισημαίνει ότι ο ρατσισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον καπιταλισμό και τον ηγεμονικό, στο πλαίσιο του, φιλελευθερισμό. Από αυτήν την άποψη, η προσφυγή στον ρατσιστικό λόγο, ιδίως, σε περιόδους κρίσης, είναι το πιο αναμενόμενο πράγμα.

Ειδικά, μάλιστα, για τους ντόπιους φιλελεύθερους -ακροκεντρώους- διαμορφωτές γνώμης, ο τοξικός επαρχιώτικος εστετισμός  τους τούς έκανε να υπερβάλλουν, ακόμη και σε σχέση με τους «Ευρωπαίους» ομοϊδεάτες. Μετά την εκ-βλάχεψη του πληθυσμού, στην οποία πρωταγωνίστησαν την περίοδο του εκσυγχρονισμού, και η οποία, δυστυχώς, παρόλη τη φιλότιμη πατριωτική τους προσπάθεια,  απέτυχε, η νέα σταυροφορία αφορούσε την νουθέτηση των αχάριστων, απέναντι στους ευεργέτες τους.

Περισσότερο απογοητευμένη (!), παρά θυμωμένη (!), η Σώτη Τριανταφύλλου, σημειώνει, σχετικά με τις πρώτες, ήδη, εργατικές κινητοποιήσεις (Σεπτέμβριος 2010):

«Βρισκόμαστε ακόμη στην σκοτεινή εποχή πριν από τον Διαφωτισμό; Και γιατί δεν μιλάει κανείς για όλ’ αυτά από τον χώρο […] της αριστεράς; Γιατί αποδέχονται την ανοησία και την αυθαιρεσία ενός “κινήματος” που δεν ενδιαφέρεται για τη δικαιοσύνη και την καλοσύνη, εφόσον διακόπτει θεατρικές παραστάσεις, απειλεί με τρομοκρατικές επεμβάσεις και καθυβρίζει οποιονδήποτε διαφωνεί;» (σελ. 176). Σουσουδισμός; Όχι. Ταξική τοποθέτηση απέναντι στους ελεεινούς πληβείους, που ό,τι «αισχρό» κάνουν οφείλεται στην έλλειψη καλοσύνης (!). Και μια ηθικολογία, η οποία έκανε κοινό τόπο ανάμεσα στους φιλελεύθερους την «θετική ματιά» προς την Χρυσή Αυγή».

Η στρατηγική των φιλελεύθερων επιχείρησε -και, εν πολλοίς, κατάφερε- να καλλιεργήσει τον δημόσιο φόβο σε όσους, ιδίως, «είχαν κάτι να χάσουν» και ταυτόχρονα ανέλαβε μια ανηλεή εκστρατεία στιγματισμού, περιφρόνησης και χλευασμού απέναντι σε «εμάς».

Ο χλευασμός απέναντί μας, απέναντι στα ανάξια παράσιτα που διαχρονικά είμαστε, είναι εξαιρετικά αποτελεσματική πρακτική. «[Δ]εν επιτρέπει την επίλυση του τραύματος της κρίσης μέσα από την ανάπτυξη κριτικών σκέψεων και αντι-ηγεμονικών αφηγήσεων. Έτσι, εσωτερικεύονται οι ηγεμονικές αφηγήσεις, τρομακτικές, καταπιεστικές και εξευτελιστικές  για το στοχοποιημένο  αντικείμενό τους, παράγοντας μια στάση αυτό-ενοχοποίησης και αυτό-δαιμονοποίησης, η οποία συμμορφώνεται πλήρως με τις κοινωνικές προσδοκίες που δημιουργούν οι ηγεμονικοί τρόποι σκέψης» (σελ. 119).

Για την κρίση πρέπει να πληρώσουμε «εμείς» και μόνο. «Εμείς», οι ζήτουλες και αποτυχημένοι. Οι ανεύθυνοι, οι ανορθολογικοί, οι αδίκως θυμωμένοι, οι ανώριμοι, οι μπερδεμένοι, οι αδαείς, οι αγενείς, οι τεμπέληδες, οι χρεοκοπημένοι, οι φτωχοί, οι άνεργοι, οι φοβισμένοι, οι αυτό-θυματοποιημένοι, οι χωρίς φιλοδοξίες, οι αγνώμονες, οι επαίτες, οι λαϊκιστές, οι γκρινιάρηδες, οι αχάριστοι.

Και πρέπει να πληρώσουμε γιατί τα πραγματικά θύματα είναι οι σωστοί Ευρωπαίοι και, πρώτα από όλους, οι Γερμανοί.

Το μεγάλο πλεονέκτημα του βιβλίου-καθόλου σύνηθες στη βιβλιογραφία- είναι η κεντρική ταξική διάσταση όσων διαμείφθηκαν.

Ο Μυλωνάς δείχνει, με εξαιρετικό τρόπο, πόσο το μεσοαστικό βλέμμα είναι κομβικό για την ιδεολογική κατίσχυση του συστήματος. Η «μεσαία τάξη» είναι εκείνη που μεταφέρει τις αξίες και τις φιλοδοξίες της αστικής κοινωνίας στο γενικό πληθυσμό. Η αυτοεικόνα της βασίζεται στην ατομική ιδιαιτερότητα, το ταλέντο και την αριστεία, όλα όσα λείπουν από «εμάς».

Έχει στρατηγική σημασία να αναδειχτεί το γεγονός ότι ευθύνες δεν ζητήθηκαν από τα αφεντικά. Οι τεμπέληδες και οι άχρηστοι, οι οποίοι δικαίως τιμωρούνται, είναι αποκλειστικά οι εργατικές τάξεις. Τα αφεντικά έμειναν εντελώς εκτός κριτικής, σε όλη αυτήν την φιλελεύθερη λαίλαπα, που ξέσπασε και ρήμαξε την κοινωνική πλειοψηφία. Ούτε μία από τις «μεταρρυθμίσεις» δεν αφορούσαν την ελλαδική καπιταλιστική τάξη.

Οι εργατικές τάξεις αντιστάθηκαν με όλους τους τρόπους. Αρνήθηκαν να αποδεχτούν την «ευθύνη» τους. Γι’ αυτό και αντιμετωπίστηκαν σαν πειραματόζωο για βασανισμό, ακόμη και για φυσική εξόντωση. Έχασαν, όπως ήταν το πιθανότερο. Ο ρόλος των κυβερνήσεων του  Τσίπρα σε αυτήν την έκβαση υπήρξε καθοριστικός. Όπως καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ στη διαμόρφωση, πριν από το καλοκαίρι του 2015, μιας ισχυρής αντιστασιακής ροπής.

Οι εργατικές τάξεις γίνονται, μέσα από το «μεσοαστικό βλέμμα» της αξιοκρατίας, φυσικά κατώτερες. ‘Άλλωστε, η κατασκευή του εργατικού «εαυτού» βασίζεται, κυρίως, στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα πράγματα οι ταξικοί του αντίπαλοι.

«[Η] εργατική τάξη (και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα εν γένει) δεν διαθέτει πρόσβαση σε πόρους που θα επιτρέψουν στα μέλη της να γνωρίσουν και να αφηγηθούν την ίδια τους την ιστορία. Έτσι, η εργατική τάξη επικαθορίζεται από τους τρόπους με τους οποίους οι ανώτερες τάξεις κατασκευάζουν την ιστορία της, κι επίσης προβληματοποιείται διαρκώς από αυτές ώστε να ελέγχεται αποτελεσματικά και να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της παραγωγικότητας. Η εργατική τάξη δεν έχει “πρόσβαση στη νομική, αισθητική ή ηθική εξουσία που νομιμοποιεί κοινωνικές θέσεις που μπορούν να αποτιμηθούν θετικά“» (σελ. 94).

Να ποια είναι η δουλειά της αριστεράς. Και μαζί, η υποχρέωση να κατονομάζει τον εχθρό και να δείχνει προς τον κομμουνισμό.

Όπως το θέτει η Τζόντι Ντιν, «η αποδυνάμωση της αριστερής αντιπολίτευσης στον νεοφιλελευθερισμό έχει να κάνει περισσότερο με το ότι η αριστερά εγκατέλειψε τον κομμουνισμό ως ορίζοντα από τον οποίο μπορούν να αναδειχτούν νέα πολιτικά κινήματα. […] Εφόσον η αριστερά μοιράζεται τον ίδιο πολιτικό ορίζοντα με τους αντιπάλους της καθίσταται ανίκανη να προβάλλει ένα αντι-ηγεμονικό όραμα για την κοινωνία, ακόμα και να κατονομάσει με πειστικότητα τους αντιπάλους της» (σελ. 147).

***

Το βιβλίο είναι πραγματικά εξαιρετικό. Σύντομο, αλλά πλήρες. Και με σπουδαίες αφηγηματικές αρετές. Η μετάφραση είναι άψογη, ζωντανή.

Πρόκειται για μια πολύτιμη προσφορά από τις Ψηφίδες.

Με αποδεδειγμένη την επάρκειά του, ο Μυλωνάς, ίσως, θα μπορούσε να αναλάβει την ανάλυση των αντίπαλων εργατικών λόγων, όπως και αυτών της Αριστεράς, στη συγκεκριμένη περίοδο, τη σημαντικότερη στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το πρώτο Σωματείο Ενοικιαστ(ρι)ών στην Ελλάδα και ο αγώνας για αξιοπρεπή στέγη

«Η σωστή πλευρά της ιστορίας είναι ΕΔΩ»