Έστω και με την καθυστέρηση δεκαετιών, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου έσκυψε ξανά πάνω από το έργο του Τάκη Κανελλόπουλου, τη χρονική στιγμή που η πρώτη – και ίσως σημαντικότερη ταινία του, ο «Ουρανός» – ξανασυναντιέται με το κοινό στις αίθουσες, μετά από επανακυκλοφορία της ταινίας.
Η Θεσσαλονίκη, τόπος τέλεσης του Φεστιβάλ, η γενέτειρα και πόλη που κόσμησε με το έργο του ο σκηνοθέτης, τον ανέσυρε από ένα βουβό παρελθόν, σκεπασμένο με τη σκόνη του χρόνου. Η κινηματογράφηση της, στο σύνολο του έργου του, μοιάζει με πολύτιμο κόσμημα που κρεμάει στο λαιμό της μοναδικής αγαπημένης του ένας ερωτευμένος, κρατώντας τη λάμψη του, κόντρα στη θαμπάδα των καιρών.
Ο Τάκης – έτσι έμεινε γνωστός στους ανθρώπους του κινηματογράφου- δεν υπήρξε ένας δημιουργός απλώς, αλλά ένας ρομαντικός εραστής, μιας πόλης που δεν ευτύχησε να γνωρίσει άλλους ανάλογους. Έστω κι αν στο τέλος διαπομπεύτηκε από τον πυρίκαυστο Β’ Εξώστη της εποχής (ιδίως με το «Ρομαντικό σημείωμα»), ακόμη κι αν το τελευταίο του έργο, η «Σόνια» προβλήθηκε σε αίθουσα για πορνό (τον «Ελλήσποντο») ενώπιον ελάχιστων φίλων, χωρίς να συμπληρώσει εβδομάδα προβολής, ο Τάκης παρέμεινε πιστός. Περιέφερε καλοντυμένος, κομψός ζωντανό και παλλόμενο το σαρκίο του στου «Φλόκα», αρχικά, σχεδόν ξεχασμένο στο «Ντορέ» αργότερα, εμμονοληπτικός, όπως όλοι οι μεγάλοι της τέχνης ακόμη και στα στέκια τους. Πόσο περισσότερο στις κινηματογραφικές του αρχές, προτιμώντας να αποσυρθεί, παρά να προσαρμοστεί.
Πρόλαβε, ωστόσο, να αφήσει δυόμισι αριστουργήματα. Ο «Μακεδονικός γάμος», το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ, που σύστησε ένα βλέμμα το οποίο διατρυπά τις παραδόσεις και φτάνει στο σώμα των ιερέων μιας τελετουργίας. Μέσα από μια μυστικιστική οδό, τα έθιμα της δυτικής Μακεδονίας γίνονται ταυτοχρόνως παγανισμός και ορθοδοξία, χρόνια συγκάτοικοι στη θεατρική σκηνή του τόπου. Όταν δύο χρόνια αργότερα, το 1962, ο Κανελλόπουλος κοίταξε τον «Ουρανό», είδε ένα σκοτωμένο έρωτα – όπως αυτός κρύβεται πίσω από κάθε πόλεμο- εκεί που όλοι έβλεπαν έναν πολεμικό θρίαμβο. Είδε λάσπες και ηρωισμό να ζυμώνουν ανθρώπους που άφησαν πίσω τους κρουστές ζωές. Η γη της δυτικής Μακεδονίας ήταν και πάλι η τροφός του φιλμ. Οι γκριζαρισμένες φωτοσκιάσεις του μοιάζουν με ρέκβιεμ, καθώς προσπαθούν να χωθούν ανάμεσα στα πρόσωπα και να τα διχάσουν μεταξύ, όπως ακριβώς κάνει ένας πόλεμος. Και πόσο πλάνα τα… πλάνα με τις εφορμήσεις του ελληνικού στρατού, τα οποία προστέθηκαν για να πάρει κάποιο μερίδιο η δράση στην ταινία, λες κι ο Τάκης νοιαζόταν γι’ αυτήν. Ας όψονται οι παραγωγοί και οι λογοκριτές.
Τα συναντά όλα τούτα κάποιος και στο έξοχο και μάλλον παραπεταμένο βιβλίο του Γιάννη Μπεράτη, το «Θολό ποτάμι». Μπορεί ο Τάκης να μεταποίησε σε εικόνες, με τον καλύτερο τρόπο τον εσωτερικό μονόλογο των Θεσσαλονικέων λογοτεχνών, μπορεί να τίμησε με αναφορά τον Στέλιο Ξεφλούδα, ωστόσο ο πραγματικός υφάντης του καμβά παραμένει ο Γιάννης Μπεράτης. Λίγα χρόνια μετά η «Εκδρομή» ήρθε να εξυψώσει ακόμη περισσότερο όλες τις λάμψεις του «Ουρανού», προσεγγίζοντας τον πόλεμο από ακόμη πιο αφαιρετική σκοπιά και τον έρωτα στη σφαίρα του απολύτου. Στην ίδια κινηματογραφική σφαίρα πίνει ακόμη τον καφέ του ο Τάκης.