Τα γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν στην πόλη (1941), του Γιάννη Γκλαρνέτατζη

 

Στις 9 Απριλίου του 1941, τρεις μόλις μέρες αφότου η ναζιστική Γερμανία είχε κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα δυνάμεις της Βέρμαχτ καταλάμβαναν τη Θεσσαλονίκη. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος στα αλβανικά βουνά είχε ήδη συμπληρώσει πέντε μήνες και από τις αρχές Ιανουαρίου η γραμμή του μετώπου παρέμενε σχεδόν αμετάβλητη παρά την εαρινή αντεπίθεση που εξαπέλυσε ο ιταλικός στρατός τον Μάρτιο. Ο Χίτλερ, όμως, από τον Δεκέμβριο του 1940 είχε εκδώσει τις σχετικές διαταγές για την διεξαγωγή της επιχείρησης Μαρίτα, δηλ. την εισβολή στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία.[1]

Ο Μάρτιος του 1941 ήταν ένας μήνας γεμάτος διπλωματικές κινήσεις προετοιμασίας για την επέκταση του πολέμου. Η Ρουμανία είχε επιτρέψει την είσοδο γερμανικών στρατευμάτων, ως «συμβούλων», ήδη από το καλοκαίρι του 1940. Στις αρχές του μήνα είναι η σειρά της Βουλγαρίας. «Κατά τηλεγραφήματα εκ Σόφιας, ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας κ. Φιλώφ προέβη χθες [2.3] εις δηλώσεις εν τη Βουλγαρική Βουλή, επί της προσχωρήσεως της Βουλγαρίας εις το Τριμερές Σύμφωνον. Ο Βούλγαρος πρωθυπουργός ανεκοίνωσε το υπογραφέν εν Βιέννη πρωτόκολλον και ανέφερεν ότι η Γερμανική κυβέρνησις εζήτησεν από την βουλγαρικήν να επιτρέψη την προσωρινήν είσοδον γερμανικών στρατευμάτων εις το βουλγαρικόν έδαφος, προσθέσας, ότι τούτο ουδόλως μεταβάλλει την ειρηνικήν πολιτικήν της Βουλγαρίας και τας συμβατικάς υποχρεώσεις της έναντι των γειτόνων».[2] Εντωμεταξύ ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν, που είχε επισκεφθεί την Ελλάδα στις 22.2, είχε συμφωνήσει με τον αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο στη δημιουργία της αμυντικής γραμμής Αλιάκμονα, η οποία όμως σήμαινε εγκατάλειψη των οχυρών της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου κι άφηνε απροστάτευτη τη Θεσσαλονίκη. Λίγες μέρες αργότερα (2.3) ο Ήντεν (αφού είχε ανεπιτυχώς προσπαθήσει να πείσει τις κυβερνήσεις της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας να εμπλακούν στον πόλεμο) επέστρεψε για να διαπιστώσει ότι δεν είχε αρχίσει η συγκρότηση της αμυντικής γραμμής καθώς ο Παπάγος περίμενε να διευκρινιστεί η στάση της Γιουγκοσλαβίας.[3]

Στο Βελιγράδι παίχτηκε ένα από τα σημαντικά δράματα του Β΄ Παγκόσμιου. «Το Πρακτορείον Ρώυτερ μεταδίδει το ακόλουθον εκ Βελιγραδίου τηλεγράφημα: Κατά πληροφορίας αξιοπίστου πηγής ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός των Εξωτερικών της Γιουγκοσλαυΐας ανεχώρησαν ήδη δια την Βιέννην σήμερον [24.3] την εσπέραν. Κατά τας πληροφορίας της αυτής πηγής η υπογραφή Συμφώνου μετά της Γερμανίας θα γίνη αύριον την μεσημβρίαν… Η ειδική αμαξοστοιχία, δια της οποίας μεταβαίνουν εις Γερμανίαν ο Τσφέτκοβιτς και Μάρκοβιτς εφρουρείτο επιμελώς, ενώ πολλαί προφυλάξεις ελήφθησαν εις την πρωτεύουσαν όπως προληφθούν διαδηλώσεις».[4] Όντως στις 25.3 η Γιουγκοσλαβία υπέγραψε στη Βιέννη σύμφωνο προσχώρησης στον Άξονα, μυστική ρήτρα του οποίου επέτρεπε τη διέλευση γερμανικού στρατού από το έδαφός της. Οι φόβοι όμως της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης αποδείχθηκαν βάσιμοι καθώς τα ξημερώματα της 27.3 αξιωματικοί του στρατού ανέτρεψαν την κυβέρνηση και τον αντιβασιλιά Παύλο, κήρυξαν ενήλικο τον διάδοχο του θρόνου Πέτρο Β΄ και σχημάτισαν κυβέρνηση υπό τον στρατηγό Σίμοβιτς εν μέσω λαϊκών διαδηλώσεων επιδοκιμασίας στο Βελιγράδι.[5] Η καθεστωτική αλλαγή στη Γιουγκοσλαβία έγινε δεκτή με πανηγυρισμούς στη Βρετανία και στην Ελλάδα. «Živila Yugoslavijia!» [«Ζήτω Γιουγκοσλαβία»] αναφωνεί την επομένη, με κόκκινα χτυπητά γράμματα, το πρωτοσέλιδο του «Ελληνικού Μέλλοντος», που δηλώνει επίσης: «Η Γιουγκοσλαυΐα εις τον δρόμον της Εθνικής της Τιμής».[6] Στις 5.4 υπογράφεται σοβιετογιουγκοσλαβικό σύμφωνο μη επιθέσεως, αλλά την άλλη μέρα η Λουφτβάφε βομβαρδίζει ανελέητα το Βελιγράδι χωρίς καν τελεσίγραφο.[7] Ο Χίτλερ είχε εκνευριστεί.

 

Την ίδια μέρα ξεκινάει η επίθεση της Βέρμαχτ εναντίον και της Ελλάδας. Παρά τη σθεναρή αντίσταση στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, οι γερμανικές δυνάμεις αρχίζουν να καταλαμβάνουν τα οχυρά της γραμμής Μεταξά. Η Γιουγκοσλαβία, όμως, καταρρέει καθώς δέχεται επίθεση από όλες τις πλευρές. Έτσι η ΙΙ μεραρχία τεθωρακισμένων συνάντησε μικρή αντίσταση και μπήκε στην Ελλάδα δυτικά της Δοϊράνης. Ένα τμήμα της έφτασε έξω από τη Θεσσαλονίκη το βράδυ της 8.4. «Στις εννέα περίπου το βράδυ, οι Έλληνες ζήτησαν την κατάπαυση του πυρός. Δύο περίπου ώρες αργότερα ο φρούραρχος της Θεσσαλονίκης πήρε τη γερμανική απάντηση: παράδοση της πόλης χωρίς όρους μέχρι τα μεσάνυχτα».[8] Το πρωί της 9.4 «στην πλατεία Βαρδαρίου, ο Μητροπολίτης Γεννάδιος, ο Στρατιωτικός Διοικητής Νικόλαος Ραγκαβής και ο δήμαρχος Κωνσταντίνος Μερκουρίου, διερμηνεύοντος του καθηγητή Περικλέους Βιζουκίδη, παραδίδουν τα κλειδιά της πόλης μας στον εκπρόσωπο του στρατάρχη φον Λιστ ταξίαρχο Βερστ», όπως αναφέρει ο Κώστας Τομανάς. «Το Γενικό Στρατηγείο των γερμανών εγκαθίσταται προσωρινά στο ξενοδοχείο Ριτς [Βενιζέλου και Τσιμισκή] και εκδίδει τις πρώτες του διαταγές. Κατάσχονται τα ραδιόφωνα, γίνεται απογραφή των καταλυμάτων, που είναι κατάλληλα για την στέγαση στρατιωτικών και παύονται όλες οι εφημερίδες, πλην της Απογευματινής των Αλέκου Ωρολογά και Δημήτρη Τσούρκα. Κατάσχονται ως πολεμική λεία τα εμπορεύματα που βρίσκονται στις αποθήκες και ορίζεται η νομισματική αντιστοιχία “1 μάρκο = πενήντα δραχμές”».[9]

Παραπομπές:

[1] Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ: Η εμπειρία της Κατοχής, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σ. 41.

[2] Ασύρματος, 3.3.1941.

[3] Προκόπης Παπαστρατής, «Βρετανικές πιέσεις για αποστολή βοήθειας» στο Πολεμικός Τύπος, Νο 6.

[4] Νέα Ελλάς, 25.3.1941.

[5] Άγγελος Βλάχος, «Η “πίσω αυλή του Ράιχ” απορρίπτει τον Άξονα» στο Πολεμικός Τύπος, Νο 7.

[6] Ελληνικόν Μέλλον, 28.3.1941.

[7] Άγγ. Βλάχος, «Η “πίσω αυλή του Ράιχ” απορρίπτει τον Άξονα», ό.π.

[8] Ιωάννης Κολιόπουλος, «Εχθρός προ των πυλών» στο Πολεμικός Τύπος, Νο 8.

[9] Κώστας Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1921-1944), Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 218, 220.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΚΚΕ και ΔΗΜΑΡ αρνούνται συνεργασία στις μονοεδρικές

Με απόφαση υπουργικού, καμία ανοχή στις απεργίες