Με εκτενείς αναφορές καλύπτουν τα διεθνή μέσα την καταδικαστική απόφαση εις βάρος του Άκη Τσοχατζόπουλου.
Η Wall Street Journal αναφέρει ότι «η ετυμηγορία ίσως προαναγγέλλει μια βαρέων βαρών δίκη εναντίον του πρώην υπουργού και μέλους του Σοσιαλιστικού κόμματος η οποία έχει να κάνει με τις πιο σοβαρές κατηγορίες του ξεπλύματος χρήματος και της διαφθοράς, από μίζες που φέρεται να έλαβε, ενώ ήταν υπουργός».
Τονίζει, ακόμη, την άρνηση του 73χρονου πρώην υπουργού να αποδεχτεί το αποτέλεσμα της δίκης δηλώνοντας ότι θα ασκήσει έφεση. «Η υπόθεση παρακολουθείται στενά στην Ελλάδα, όπου τα κύματα των μέτρων λιτότητας τα τελευταία τρία χρόνια έχουν οδηγήσει σε περικοπές μισθών και συντάξεων και έχουν στείλει την ανεργία σε επίπεδα ρεκόρ. Ωστόσο, λίγα δημόσια πρόσωπα έχουν τιμωρηθεί για δωροδοκία και καταχρήσεις» αναφέρει το δημοσίευμα.
Σύμφωνα με το άρθρο, η αντίστροφη μέτρηση για τον Άκη Τσοχατζόπουλο ξεκίνησε το 2004 μετά τον πολυτελή του γάμο στο Παρίσι ο οποίος «προκάλεσε την προσοχή» σε συνδυασμό με την κίνηση της γυναίκας του να αγοράσει ένα νεοκλασικό αρχοντικό σε μια από τις πιο ακριβές περιοχές της πρωτεύουσας.
Ο Guardian αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της δίκης του πρώην υπουργού «προέκυψαν στοιχεία ενός πλουσιοπάροχου τρόπου ζωής που επιβεβαιώνουν την λαϊκή άποψη για μια ελίτ που εξυπηρετεί μόνο τον εαυτό της και χρησιμοποιεί τα δημόσια αξιώματα για προσωπικό πλουτισμό».
«Η συσσωρευμένη ανεργία και τα επώδυνα μέτρα λιτότητας έχουν βαθύνει την λαϊκή οργή κατά της γενιάς των πολιτικών που οδήγησαν την Ελλάδα σε κρίση χρέους το 2009 και η κυβέρνηση προσπαθεί να κατευνάσει ένα μέρους του θυμού με την ενίσχυση των προσπαθειών για την πάταξη της υψηλού επιπέδου φοροδιαφυγής και απάτης», γράφει ο Guardian αναφερόμενoς κι αυτός στο παράδειγμα του πρώην Δημάρχου Θεσσαλονίκης.
Καταλήγοντας, η βρετανική εφημερίδα υπενθυμίζει ότι ο καταδικασθείς πρώην υπουργός «παρολίγον να στεφθεί πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1996, αλλά σε μια εσωτερική κομματική ψηφοφορία απέτυχε να γίνει πρόεδρος του τότε κυβερνώντος κόμματος των Σοσιαλιστών του ΠΑΣΟΚ, το οποίο τώρα είναι ένας μικρός εταίρος στον κυβερνητικό συνασπισμό υπό τον πρωθυπουργό, Αντώνη Σαμαρά».
Η είδηση της ποινής οκταετούς κάθειρξης που επιβλήθηκε στον πρώην υπουργό Άκη Τσοχατζόπουλο αναπαράγεται και από μεγάλη μερίδα γερμανόφωνων μέσων. Η αυστριακή εφημερίδα Die Presse σχολιάζει στον τίτλο σχετικού δημοσιεύματος ότι «η αθηναϊκή δικαιοσύνη ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς της με την πολιτική ελίτ», σημειώνοντας: «Ο πρώην κορυφαίος πολιτικός κρίθηκε χθες ένοχος για ανακριβή δήλωση «πόθεν έσχες» και μη δήλωση ενός πολυτελούς ακινήτου. Η απόφαση δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα. Ο πρώην δυνητικός διάδοχος στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ οδηγήθηκε στη φυλακή». Η Die Presse σχολιάζει ότι «η σκληρή ποινή για ψευδή δήλωση φορολογικών στοιχείων ταιριάζει στη νέα εικόνα αυστηρότητας έναντι της πολιτικής τάξης» υπενθυμίζοντας την πρόσφατη καταδίκη του πρώην δημάρχου Θεσσαλονίκης Βασίλη Παπαγεωργόπουλου.
«Έλληνας πρώην υπουργός πρέπει να πάει φυλακή» σημειώνει η ελβετική Tages Anzeiger και επισημαίνει: «Ο Άκης Τσοχατζόπουλος προέβη σε εκτεταμένη φοροδιαφυγή μεταξύ 2006 και 2009. Τώρα πρέπει να πάει στη φυλακή και έχει χάσει και τη βίλα του». Η εφημερίδα σχολιάζει ότι «αργότερα φέτος περιμένει τον Άκη Τσοχατζόπουλο μία ακόμη δίκη εξαιτίας ακόμη βαρύτερων κατηγοριών για διαφθορά και ξέπλυμα χρήματος. Στη φυλακή με τις κατηγορίες του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος βρίσκονται αυτή την ώρα και η γυναίκα και η κόρη του».
Η Die Welt του Βερολίνου σημειώνει σχετικά ότι «για άλλη μία φορά ένας υψηλόβαθμος πολιτικός στην Ελλάδα καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης. Κατασχέθηκε και η βίλα του πρώην υπουργού Άμυνας».
Η Süddeutsche Zeitung του Μονάχου επισημαίνει ότι είναι «η πρώτη περίπτωση πρώην μέλους υπουργικού συμβουλίου που καταδικάστηκε σε μεγάλη ποινή κάθειρξης» και περιγράφει την τεταμένη ατμόσφαιρα κατά την προσαγωγή του Άκη Τσοχατζόπουλου στη αίθουσα του δικαστηρίου, με συγκεντρωθέντες να εκτοξεύουν απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς εναντίον του πρώην υπουργού.