Στις 29 Mαΐου, έκλεισε ένας χρόνος χωρίς τον Άγγελο Ελεφάντη — την απουσία του την έχουμε νιώσει, όλο αυτό το διάστημα, πολλές φορές, βαριά και οδυνηρά. Για να τιμήσουμε τη μνήμη του, αλλά και θέλοντας να σκεφτούμε πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε το έργο του ως ζωντανή παρακαταθήκη προβληματισμού και δράσης, και όχι ως μνημειακό σώμα, οργανώσαμε μια μεγάλη συζήτηση.
Σε αυτήν, αντάμωσαν και κουβέντιασαν τρεις άνθρωποι στενά συνδεδεμένοι –ο καθένας με τον δικό του τρόπο– με τον Άγγελο, και με τις δικές τους, μοναδικές στον χώρο τους διαδρομές: ο ιστορικός Σπύρος Ασδραχάς, ο συνταγματολόγος Αντώνης Μανιτάκης και ο ιστορικός της τέχνης Νίκος Χατζηνικολάου. Έχουν τις πιο θερμές ευχαριστίες μας, για την προθυμία και τον ενθουσιασμό με την οποία ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά μας.
Σε μια πλούσια συζήτηση, που κράτησε πάνω από πέντε ώρες, οι τρεις συνομιλητές κουβέντιασαν αρχικά για τα χρόνια του Παρισιού, τις ιδέες και τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν τη σκέψη του νεαρού κομμουνιστή διανοούμενου, ενώ στη συνέχεια επικεντρώθηκαν στο μεγάλο θέμα της Ευρώπης. Παρά τη διάρκεια της συζήτησης, πολλά βασικά θέματα δεν μπόρεσαν, κατ’ ανάγκην, να καλυφθούν: λ.χ., οι θεωρητικές απόψεις του Α. Ελεφάντη για το έθνος και τον εθνικισμό, το μεγάλο ζήτημα της παιδείας, καθώς και όλη η μεταπολιτευτική δραστηριότητά του, με επίκεντρο τον Πολίτη, έργο ζωής του Άγγελου Ελεφάντη. Καθώς θα χρειαζόμασταν πολλαπλάσιο χώρο ή πολλές συνέχειες στα “Ενθέματα”, όλα αυτά, με τη συμφωνία και των τριών συνομιλητών, τα παραπέμψαμε σε μια επόμενη συζήτηση.
Δημοσιεύουμε σήμερα την πρώτη ενότητα, που αφορά τα χρόνια του Παρισιού. Την επόμενη Κυριακή, θα ακολουθήσει το δεύτερο μέρος, με θέμα την Ευρώπη.
Μαρίνα Κόντη, Στρατής Μπουρνάζος
Τη συζήτηση, που έγινε στον φιλόξενο χώρο των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), οργάνωσε, απομαγνητοφώνησε και επιμελήθηκε (με τη βοήθεια των τριών συνομιλητών) η συντακτική ομάδα των “Ενθεμάτων” και η Μαρίνα Κόντη.
Συζητούν ο Σπύρος Ι. Ασδραχάς, ο Αντώνης Μανιτάκης και ο Νίκος Χατζηνικολάου
Οι δυο δάσκαλοι: Λερουά-Γκουράν και Χάουπτ
Nίκος Χατζηνικολάου: Ξεκινάω από το πρώτο σας ερώτημα, πώς συνετέλεσαν τα χρόνια του Παρισιού, οι σπουδές, η πολιτική δράση, η επαφή με ανθρώπους, τα διαβάσματα στη διαμόρφωση του νεαρού διανοούμενου Άγγελου Ελεφάντη.
Πώς επιλέγουμε τις σπουδές και τους δασκάλους μας; Το εντυπωσιακό στην περίπτωση του Άγγελου, όπως το σκέπτομαι εκ των υστέρων, είναι αυτό που θα αποκαλούσαμε οργανικές επιλογές. Βλέπω δηλαδή μια ευθεία γραμμή που οδηγεί από τα βουνά της Ευρυτανίας στους δυο δασκάλους του στο Παρίσι: τον Λερουά-Γκουράν και τον Ζωρζ Χωπτ, όπως τον έλεγαν οι Γάλλοι, ή Χάουπτ, όπως τον λέγαμε εμείς. Από τη μια η καθόλου συναισθηματική, αλλά ουσιαστική πίστη στη σημασία του χεριού που δουλεύει. Ο Άγγελος δούλευε με τα χέρια, κατασκεύαζε, ακόμη και έπιπλα. Μου είχε φτιάξει στο Παρίσι ένα ωραίο τραπέζι, που το έχω βέβαια ακόμα, στο Ρέθυμνο. Το 2000, τριάντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη γαλλική έκδοση, μεταφράζει τη μελέτη τού Leroi-Gourhan Le geste et la parole. Δείχνει μια σταθερότητα αυτό, το ότι επανέρχεται στον δάσκαλό του, έπειτα από τόσα χρόνια, με Το έργο και η ομιλία του ανθρώπου, που κυκλοφόρησε από το ΜΙΕΤ. Δείγμα της αίσθησης ευθύνης που τον κατείχε, με είχε πάρει περισσότερες φορές τηλέφωνο για μεταφραστικές δυσκολίες που συναντούσε και θυμάμαι ότι δεν μπόρεσα να βρω λύση ούτε σε μία από τις απορίες του. Το geste πάντως θα ήταν καλύτερα να αποδοθεί “χειρονομία”, και όχι “έργο”. Σ’ αυτό το βιβλίο βρίσκεται όλος ή, σωστότερα, ο μισός Άγγελος.
Τον Λερουά Γκουράν δεν τον είχα γνωρίσει, δεν με ενδιέφερε ο κόσμος της εθνολογίας. Είμαι άνθρωπος της σύγχρονης πόλης, ούτε έχω ουσιαστική σχέση με τα βουνά. Τα θαυμάζω από μακριά. Προτιμώ τη θάλασσα…
Είχα γνωρίσει όμως τον Ζωρζ Χωπτ, μια μαγευτική φυσιογνωμία. Πέθανε μόλις πενήντα χρονών, το 1978, αφήνοντας ένα τεράστιο έργο πίσω του. Το σημάδι του Άουσβιτς, που είχε στο χέρι του, το έκρυβε συνήθως το μανίκι τού πουκαμίσου ή της μπλούζας. Εβραίος καταγόμενος από την Τρανσυλβανία, η οποία παραχωρήθηκε στη Ρουμανία μετά τον Β΄ Πόλεμο, σπούδασε στο Βουκουρέστι, μετά πήγε για σπουδές στο Λένινγκραντ, μιλούσε τέλεια γερμανικά, ουγγρικά, ρουμάνικα, ρωσικά, γαλλικά και ιταλικά, είχε στα χέρια του και εξέδιδε τα αρχεία του Καμίλ Υσμάν και της Β΄ Διεθνούς, δημοσίευσε την πρώτη βιογραφική μελέτη των μελών της Κεντρικής Επιτροπής των Μπολσεβίκων και περισσότερες για την ιστορία του εργατικού κινήματος, ήταν υπεύθυνος της σειράς “Σοσιαλιστική Βιβλιοθήκη” στις εκδόσεις Μασπερό. Μια φοβερή φυσιογνωμία. Ο Άγγελος πήγαινε σταθερά στο μάθημά του, έγιναν φίλοι. Οι πανεπιστημιακές του σπουδές δεν προχώρησαν με τον Λερουά-Γκουράν, με τον Χάουπτ ολοκληρώθηκαν. Αυτό είναι το άλλο νήμα που οδηγεί από τα βουνά της Ευρυτανίας στο Παρίσι. Ο άλλος μισός Άγγελος: η ιστορία του σοσιαλιστικού κινήματος, οι αγώνες, οι εξεγέρσεις, οι επαναστάσεις. Στον Χάουπτ οφείλεται και η ενασχόληση με τον Μπεναρόγια. Του Χάουπτ είναι η εισαγωγή στην Πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου, που κυκλοφόρησε με επιμέλεια και προλογικό σημείωμα του Ελεφάντη, από τον Ολκό, το 1975.
Μιλώντας για τον Χάουπτ, πρέπει ακόμα να αναφερθούμε στο εθνικό ζήτημα: Les marxistes et la question nationale, 1848-1914 είναι ο τίτλος της έκδοσης για την οποία ήταν υπεύθυνοι οι Georges Haupt, Michael Löwy και Claudie Weill [Maspero, 1974]. Νομίζω ότι από εκεί ξεκινάει το ενδιαφέρον και η ενασχόληση του Άγγελου με το εθνικό ζήτημα.
Σπύρος Ασδραχάς: Ο Χάουπτ ήταν “ξεγραμμένος” στη χώρα του, από τους κομμουνιστές. Δεν νομίζω ότι συνεργάστηκε ποτέ με το CERΜ, το Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ούτε στο θεωρητικό περιοδικό, την Pensée, έγραψε ποτέ. Και θυμάμαι, σε ένα συνέδριο που επρόκειτο να κάνει η Association Internationale des Etudes du Sud-Est Européen στη Βενετία, στο οποίο είχαν καλέσει τον Φίλιππο Ηλιού κι εμένα, πρότεινα στον Νικολάι Τόντοροφ, με τον οποίο είχαμε από παλιά φιλία, να μιλήσει ο Χάουπτ. Ο Τοντόροφ δεν είχε καμιά αντίρρηση, οι Ρουμάνοι όμως αρνήθηκαν. Του το φυλάγανε. Ο Άγγελος λοιπόν δεν μπαίνει στο κλίμα Χάουπτ μέσα από κομματικές διόδους.
Εγώ δεν ήμουν μαθητής του Χάουπτ, είχα επικαιρικά βρεθεί μαζί του. Με είχε φωνάξει μια φορά να πάρω μέρος σε μια συζήτηση περί ασιατικού τρόπου παραγωγής, με ομιλητή τον Σεντσέρ Ντιβιτσίογλου. Τακτικοί στο μάθημά του ήταν ο Γιώργος Καραμπελιάς, ο Κωστής Μοσκώφ και διάφοροι άλλοι κριτικοί της Αριστεράς. Εσύ, Νίκο, πήγαινες όμως στον Βιλάρ, έτσι δεν είναι;
N. Χατζηνικολάου: Ναι, στον Βιλάρ, στο σεμινάριο του Λυσιέν Γκολντμάν και στο Collège de France, όπου παρακολουθούσα τον Λαμπρούς. Ήμασταν τρεις ακροατές όλοι κι όλοι. Ένας φοβερός ρήτορας, που μίλαγε σε μια άδεια αίθουσα…
Σ. Ασδραχάς: Ένας που ενδιαφέρεται για τη μαρξική μεθοδολογία δεν θα πάει στον Χάουπτ, θα πάει στον Βιλάρ. Ένας που ενδιαφέρεται για την πολιτική πράξη, θα πάει στον Χάουπτ. Δεν ξέρω αν το δέχεσαι.
N. Χατζηνικολάου: Αυτό είναι σίγουρα σωστό. Γιατί μπορεί και ο Βιλάρ να ήταν στρατευμένος, δεν ξέρω πόσο κοντά ήταν στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, αλλά πάντως κινούνταν περισσότερο σε άλλα πεδία, Καταλωνία, Ισπανία, 17ος-18ος αιώνας, μια εποχή πιο απόμακρη απ’ τα καυτά ζητήματα του σοσιαλιστικού κινήματος. Ήταν και σταθερά αντι-αλτουσεριανός, κι αυτό επέτρεπε τεράστιες συζητήσεις για θέματα μεθοδολογίας!
Από εκεί και πέρα, ας σημειώσουμε το ενδιαφέρον του Άγγελου για την αυτοδιαχείριση, την autogestion. Στο Παρίσι ζούσε ο Μιχάλης Ράπτης, μια σημαντική φυσιογνωμία…
Α. Μανιτάκης: Είχε σχέσεις ο Άγγελος με τον Ράπτη; Γιατί ο Άγγελος ήταν πεπεισμένος αντιτροτσκιστής, φανατικός. Οι πολιτικές συγκρούσεις που είχα μαζί του ήταν επί του τροτσκισμού. Θα μου φαινόταν εξαιρετικά περίεργο αν είχε οποιαδήποτε επαφή με τον Ράπτη.
Ν. Χατζηνικολάου: Δεν ξέρω αν είχε επαφές, δεν το φαντάζομαι. Στον άμεσο περίγυρό μας όμως, γαλλικό και ελληνικό, στον δεύτερο υποθέτω σε μεγάλο βαθμό λόγω Ράπτη, υπήρχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αυτοδιαχείριση. Ας μην το ξεχνάμε, ήμασταν φανατικά αντισταλινικοί, άρα και ανοιχτοί σε επιχειρηματολογίες που προέρχονταν από καστρικούς και τροτσκιστές. Μόνο απέναντι στους μαοϊκούς ήμασταν κάπως αδιάβροχοι… Μας ενδιέφεραν τα θύματα του ελληνικού σταλινισμού, για παράδειγμα ο Καραγιώργης. Εκεί πιστεύω ότι μας έσπρωχνε και ο γαλλικός περίγυρος. Δεν θα συνέβαινε το ίδιο αν ήμασταν, λ.χ., στην οργάνωση του Κιλκίς…
Δεν ζήσαμε τις δίκες της Μόσχας, βέβαια, κανένας μας. Το 1968 τα περισσότερα μέλη της λεγόμενης “οργάνωσης φοιτητών” ήταν γύρω στα 30. Όμως ζήσαμε την κομματική αυθαιρεσία, τον αυταρχισμό, για παράδειγμα όταν κατέφθασαν στο “στοιχείο φοιτητών” της ΕΔΑ Παρισιού δύο εγκάθετα “στελέχη”, ζητώντας τη διαγραφή κάποιου ως τροτσκιστή. Οι συναντήσεις γινόντουσαν στην rue Quincampoix, τότε σε μια από τις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές του Παρισιού, όπου έμενε ο Άγγελος. –“Και πού το ξέρετε πως είναι τροτσκιστής;” –“Έχει βιβλία του Τρότσκυ σπίτι του”, ήταν η απάντηση. Εμείς, ο Άγγελος, η Άννα Φραγκουδάκη, ο Μάκης Καβουριάρης, ο Αλέξης Μάσχας, δεν θυμάμαι ποιος άλλος, αρνηθήκαμε να αποδεχτούμε αυτή τη λογική. Ήταν θέμα αρχής, ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις τού συγκεκριμένου προσώπου που κατηγορούσαν. Και είπαμε: –“Δεν είμαστε τροτσκιστές, αλλά οφείλουμε να ξέρουμε γιατί δεν είμαστε. Πρέπει λοιπόν να έχουμε διαβάσει Τρότσκυ. Αν μας είχε πείσει, θα είχαμε προσχωρήσει σε μια τροτσκιστική οργάνωση, τώρα ξέρουμε γιατί δεν είμαστε τροτσκιστές”. Όλη αυτή η ιστορία πήρε διαστάσεις, ήρθε ο Νεφελούδης από την Αθήνα και μας έδωσε δίκιο, και το θέμα έληξε έτσι. Ήταν πια αρχές του 1967.
Α. Μανιτάκης: Εκείνη την εποχή, γενικότερα στην Αριστερά, και στους κύκλους τους σοσιαλιστικούς –το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν λίγο πιο επιφυλακτικό–, το θέμα που κυριαρχούσε όσον αφορά την ανανέωση της Αριστεράς ήταν η αυτοδιαχείριση. Πιστεύω λοιπόν ότι ο Άγγελος ήταν δέκτης αυτού του ρεύματος, της μεγάλης συζήτησης, που είχε προξενήσει η αυτοδιαχείριση σε αντιδιαστολή με τον κεντρικό σχεδιασμό του κράτους.
Ν. Χατζηνικολάου: Γι’ αυτό είχε και επαφή με τον Ζαν Προντώ της ομάδας των εκδόσεων Anthropos, που έβγαζε το περιοδικό L’Homme et la Société
Το περιοδικό Πορεία: “η δική μας Μεγάλη του Γένους Σχολή”
Ν. Χατζηνικολάου: Ο Νικηφόρος Παπανδρέου είχε αποκαλέσει την Πορεία “η δική μας Μεγάλη του Γένους Σχολή”. Το περιοδικό, όργανο της ΕΠΕΣ, του φοιτητικού συλλόγου Παρισιού, εκδιδόταν από μια ομάδα όπου συμμετείχε ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος. Κι εκεί μια πρώτη εμπειρία για μένα –για τον Άγγελο ίσως όχι, αν είχε ανάλογες εμπειρίες από οργανώσεις της ΕΔΑ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δεν το γνωρίζω– ήταν το ζήτημα της επίλυσης των διαφορών. Ήμασταν σχεδόν όλοι υπέρ του Πατριωτικού Μετώπου, άλλοι οργανωμένοι στην ΕΔΑ και άλλοι, κρυφά, στο ΚΚΕ. Από την άλλη ήταν ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, που υποστήριζε τη Δημοκρατική Άμυνα. Μερικές φορές υπήρχαν διαφωνίες. Και ενώ υπήρχε μια πλειοψηφία, ουδέποτε έγινε χρήση της πλειοψηφίας αυτής. Αν θυμάμαι καλά, ουδέποτε ψηφίσαμε υπέρ ή κατά της δημοσίευσης ενός κειμένου, αλλά καταλήγαμε, με κάποιον μαγικό τρόπο, συναινετικά. Και αυτό νομίζω ήταν μία από τις κατεξοχήν συνεισφορές του Βασίλη.
Μετά ήταν όλη η εμπειρία του χειροποίητου. Η Άλκη [Γαρμπή-Χατζηνικολάου] έγραφε τα κείμενα σε μια παλιά γραφομηχανή, ενώ όλους τούς τίτλους τους φτιάχναμε με Lettraset και έπρεπε να κολλήσουμε τα γράμματα ένα-ένα, με μεγάλη προσοχή. Μετά πήγαινε το τεύχος στο τυπογραφείο και έβγαινε με όφσετ. Ο Άγγελος δεν επένδυσε πολλές δυνάμεις στο περιοδικό, αλλά συμμετείχε ουσιαστικά με κουβέντες. Θυμάμαι το βιβλίο του Μαξ Άντλερ για τα εργατικά συμβούλια [Démocratie et conseils ouvriers, Maspero, 1967]: ο Άγγελος ήθελε πάση θυσία να το μεταφράσουμε και να δημοσιεύσουμε ένα κομμάτι, οι άλλοι δεν το πολυθέλαμε. Τελικά δεν μπήκε.
Α. Μανιτάκης: Είχε λοιπόν μια θετική στάση απέναντι στον αυστρομαρξισμό.
Ν. Χατζηνικολάου: Ναι. Τα εκδοτικά Anthropos και EDI ήταν εκείνα που έκαναν γνωστό στη Γαλλία τον Ότο Μπάουερ και τους άλλους αυστρομαρξιστές. Ο Υβόν Μπουρντέ ήταν ο βασικός μεταφραστής και σχολιαστής των κειμένων, ανάμεσα σε άλλα και του βιβλίου του Άντλερ.
Α. Μανιτάκης: Η Πορεία πάντως κυκλοφορούσε ευρύτερα. Το 1968, που βρέθηκα στις Βρυξέλλες, την έπαιρνα.
Ν. Χατζηνικολάου: Oι “τρεις σωματοφύλακες” που αργότερα έβγαλαν Τα Ιστορικά [Σπύρος Ι. Ασδραχάς, Φίλιππος Ηλιού, Βασίλης Παναγιωτόπουλος] βρέθηκαν τη δεκαετία του 1960 στο Παρίσι, δεν ξέρω αν υπήρχε κάποια συνεννόηση…
Σπύρος Ασδραχάς: Όχι, καμία.
Ν. Χατζηνικολάου: Από την Πορεία πάντως οι άλλοι δύο, Σπύρος και Φίλιππος, κράτησαν αποστάσεις και άφησαν τον Βασίλη να παίξει τον ρόλο του. Το έχω γράψει κιόλας, ο Παναγιωτόπουλος μας επηρέαζε πολύ. “Η σοφή φώκια”, όπως τον αποκαλούσε η Άννα Φραγκουδάκη, ήταν η éminence grise του περιοδικού.
Α. Μανιτάκης: Και ο Άγγελος είχε μεγάλο θαυμασμό για τον Παναγιωτόπουλο…
Σ. Ασδραχάς: Όσον αφορά την Πορεία δεν είχαμε κάμει καμία απολύτως συνεννόηση με τον Βασίλη, και πολύ περισσότερο με τον Φίλιππο. Εκείνο που μου είχε πει ο Βασίλης και το συγκράτησα είναι ότι τα καινούργια παιδιά (ήμασταν λίγο μεγαλύτεροι) έχουν ανάγκη από ιδέες, και πρέπει να παίξουμε ένα ρόλο. Οι δικές μου ιδέες όμως δεν ήταν στην κατεύθυνση αυτή, και γι’ αυτό δεν μετείχα.
Ν. Χατζηνικολάου: Ο Πάνος Μουλλάς μας είχε δώσει ένα κείμενο. Εσύ ποτέ.
Σ. Ασδραχάς: Ούτε μου ζητήθηκε. Μετά βεβαιότητος
Το περιοδικό Αγώνας: η δεύτερη “Μεγάλη του Γένους Σχολή”
Ν. Χατζηνικολάου: Πρέπει να πούμε δυο λόγια για τον Αγώνα. Ο Αγώνας ήταν η δεύτερη “Μεγάλη του Γένους Σχολή” για μας. Στη συντακτική επιτροπή ήταν ο Παναγιώτης Σκούφης, ο οποίος έγραφε και το κύριο άρθρο, ο Ντίνος Γεωργούδης, ο Νίκος Πουλαντζάς, ο Κώστας Διαφωνίδης, ο Άγγελος κι εγώ. Το πρόβλημα ήταν πάλι οι ισορροπίες, αλλά διαφορετικού τύπου. Πρόκειται για ένα ζήτημα πάντοτε επίκαιρο γιατί αφορά στην αποτελεσματικότητα. Οι ισορροπίες έχουν σημασία, όχι με τη χυδαία έννοια που επικρατεί, να τα έχουμε καλά με όλους, να μη λέμε ανοιχτά τη γνώμη μας, να μην παλεύουμε, να μη διαφωνούμε. Προφανώς δεν εννοώ αυτό, αλλά εάν σε ένα κόμμα, σε μια οργάνωση σπάσουν οι ισορροπίες, καταλήγουμε στις γνωστές ανθρωποφαγίες. Το βλέπουμε στον χώρο της Αριστεράς και σήμερα, μια έλλειψη πραγματικής ικανότητας συνύπαρξης ανθρώπων οι οποίοι σκέφτονται διαφορετικά σε λεπτομέρειες, ίσως και σε βασικότερα πράγματα, αλλά είναι ενταγμένοι σε ένα ενιαίο χώρο. Αντί να τον υπερασπίζονται, τρώγονται αναμεταξύ τους. Το φαινόμενο είναι εξοργιστικό. Χάρη σ’ αυτή την αυτοκαταστροφική στάση, η άλλη πλευρά διαιωνίζει την κυριαρχία της.
Σ. Ασδραχάς: Είναι και ένα γενικότερο αιτούμενο, πέραν της πολιτικής.
Ν. Χατζηνικολάου: Στον Αγώνα υπήρχε το πρόβλημα περισσότερων ισορροπιών: ισορροπίες μεταξύ μας, ισορροπίες με το γραφείο του ΚΚΕ (εσωτ.) και ισορροπίες με την ηγεσία της παρισινής οργάνωσης. Ηγεσία στο Παρίσι στον ανανεωτικό χώρο μετά τη διάσπαση του ’68 ήταν ο Φίλιππος Ηλιού. Ας μην το ξεχνάμε αυτό. Ο Φίλιππος, με τον οποίο ειδικά ο Άγγελος είχε μια τόσο στενή σχέση αργότερα (η εξέλιξη της σχέσης Άγγελου-Φίλιππου τα τελευταία τριάντα χρόνια αξίζει να μελετηθεί κάποτε), έπρεπε να προσέχει τις δικές του ισορροπίες: με το ΚΚΕ, με την ηγεσία του ΚΚΕ (εσωτ.), με την ΕΔΑ, με αυτούς που δεν μπήκαν στο ΚΚΕ (εσωτ.), όπως ο φίλος μας Σήφης Καμάρης, με εμάς, που όλο φωνάζαμε και διαμαρτυρόμασταν. Ο Φίλιππος προσπαθούσε κι εκείνος να βρει μια γραμμή πλεύσης μέσα στις τόσες αντιθέσεις. Για μας όμως δεν έπαυε να είναι η καθοδήγηση που έκανε παραχωρήσεις.
Στον Αγώνα ο Άγγελος έγραφε με το ψευδώνυμο Α. Κράνης. Δημοσιεύτηκαν τρία-τέσσερα κείμενα. Ιδιαίτερα ένα αξίζει να το σχολιάσουμε, είναι το κείμενο για τους λεγόμενους “χαοτικούς”: “Μερικές απόψεις για το Χάος ή το χάος μερικών απόψεων” [τχ. 2, Φεβρουάριος 1971]. Είναι ενδεικτικό ότι από την αθηναϊκή ηγεσία του ΚΚΕ (εσωτ.) απέφυγαν να πάρουν θέση απέναντι σε αυτές τις απόψεις που είχαν εκφραστεί κυρίως στο στρατόπεδο της Λέρου, αλλά και αλλού. Οι του “Χάους”, θέλοντας να μην επαναληφθούν τα λάθη, κυρίως στο οργανωτικό επίπεδο, έκαναν προτάσεις οι οποίες ήταν κάπως διαλυτικές, θα λέγαμε. Και ο Άγγελος είχε το κουράγιο να μην το αφήσει έτσι το ζήτημα και να πάρει θέση. Είχε τον φίλο του, τον Δήμο Μαυρομάτη, που εκτιμούσε πολύ, ο οποίος ανήκε στο “Χάος”. Έτσι ήταν κατατοπισμένος. Και τα άλλα κείμενά του στον Αγώνα ήταν καλά, αλλά αυτό ήταν ένα τόλμημα. Γραμμένο σε μια συγκυρία δύσκολη, σε μια κρίση μεγάλη. Ας μην ξεχνάμε ότι οι οπαδοί του κολιγιανικού ΚΚΕ έκαναν καλή δουλειά, και έτσι σύντομα κατάφεραν να φέρουν τις οργανώσεις στη Γερμανία υπό την επιρροή τους. Η δική μας ανοχή απέναντι στους “Χαοτικούς” τούς βοηθούσε. Θα πρέπει κάποτε να μελετήσουμε αυτό το κείμενο και να εκτιμήσουμε τη συμβολή του.
Σ. Ασδραχάς: Μια και είμαστε στην περίοδο της Χούντας, θέλω να πω ότι από πολύ νωρίς θεώρησα ότι αυτή η δικτατορία θα πέσει μόνο όταν δημιουργηθεί μείζον εθνικό θέμα. Πρώτη μου ελπίδα, ένα συνέδριο στα Γιάννενα που αναθέρμανε το Βορειοηπειρωτικό· ο Τίτο εγγυήθηκε την ακεραιότητα της Αλβανίας, αλλά το πράγμα δεν είχε συνέχεια. Και η δεύτερή μου ελπίδα, παρά τον θαυμασμό που είχα για το Πολυτεχνείο, ήταν η απόπειρα κατά του Μακάριου. Και εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτός που έριξε τη δικτατορία ήταν ο Ετζεβίτ.
Έχω την εντύπωση ότι είχε πέσει ένας ισχυρός κοινωνιολογισμός της κακιάς ώρας για να εξηγήσει τη δικτατορία. Ήμουν ριζικά αντίθετος: Δεν πίστεψα ότι ήταν δικτατορία της αστικής τάξης. Δεν πίστεψα ότι η δικτατορία θα εξορθολογίσει την οικονομία σε καπιταλιστική κατεύθυνση και ό,τι έφτανε στα αυτιά μου περί Ανδρεάδη θεωρούσα ότι είναι οι γνωστές σπέκουλες. Όλα αυτά δεν με κάνανε να μην πιστεύω στον αγώνα, αλλά μου φέρνανε μια πικρία, μια διανοητική στάση όχι αντίθετη, αλλά κάπως προς το περιθώριο. Τα είπα όλα αυτά για να περιγράψω ένα κλίμα.
Συνοικήσαμε, το 1967, επί ένα χρόνο, σε ένα ευρύχωρο σπίτι, με το ζεύγος Γουλάρα, τον Αντώνη και τη γυναίκα του, την Αλίκη. Γίνεται η δικτατορία. –Τι να κάνουμε τώρα Αντώνη; –Να βγάλουμε ένα περιοδικό. Και βγάλαμε την Αντίσταση. Την εκδίδαμε ο υποφαινόμενος και ο Αντώνης Γουλάρας. Ανώνυμα ή ψευδώνυμα τα άρθρα. Δακτυλογραφούσε και τύπωνε στον πολύγραφο το τεύχος η αδερφή του, η Αμφιτρίτη. Και κατόπιν προστέθηκε ο Αντώνης Αντωνιάδης, που συνέχισε την έκδοση, αν καλώς θυμάμαι, χωρίς δική μου “επιτελική” συμμετοχή.
Ν. Χατζηνικολάου: Ναι, και η Ελένη [Αντωνιάδου Μπιμπίκου].
Σ. Ασδραχάς: Το ζεύγος Γουλάρα λοιπόν μου μιλούσε για έναν σπουδαίο άνθρωπο, τον Ελεφάντη, ο οποίος, μεταξύ άλλων, διάβαζε Λέβι-Στρως, και δούλευε φύλακας στο θεατράκι της rue de la Huchette, που επί δέκα χρόνια έπαιζε συνεχώς Ιονέσκο…
Ν. Χατζηνικολάου: Τη Φαλακρή τραγουδίστρια…
Σ. Ασδραχάς: Με τον Άγγελο λοιπόν, που μέχρι τότε τον ήξερα εξ ονόματος, πρωτοσυναντηθήκαμε –πρέπει να ήταν τέλη του 1967, λίγο πριν το βασιλικό πραξικόπημα– στο εγγλέζικο παμπ, κοντά στη δουλειά του, μέσα στο στενάκι, που ήταν προσιτό και είχε ωραίες μπύρες. Πήγαινα συχνά εκεί, και εκεί πρωτομιλήσαμε με τον Άγγελο. Άρχισε να μου μιλάει για τον θείο του, τον Θανάση, για τον ΕΛΑΣ, τα βουνά, και θεωρούσε ότι έπρεπε να τα ήξερα όλα αυτά. Ούτε για τα διαβάσματά του ούτε για τα ζέοντα προβλήματα ούτε τίποτα τέτοιο είπαμε. Ήταν σα να γνωριζόμαστε από χρόνια. Αυτό κάτι λέει, και δένεται με εκείνο που είπε ο Νίκος, για τη σχέση του Λερουά-Γκουράν με την κατασκευαστική του Άγγελου, με αυτή τη χθονιότητα, που είναι προφανώς μια νοσταλγία. Γιατί δεν είναι μια εμπειρία που τον έχει σφραγίσει, αλλά μια μετάπλαση, μια εννοιολόγηση που έγινε όμως συναισθηματική κατάσταση: τα βουνά, οι άνθρωποι των βουνών, όπως έχεις γράψει πολύ ωραία, Νίκο, στον επικήδειο του Άγγελου.
Ο Άγγελος και οι ακαδημαϊκοί τίτλοι
Σ. Ασδραχάς: Να θέσω, προχωρώντας, ένα ερώτημα: Η Επαγγελία της αδύνατης επανάστασης είναι η ανάπτυξη του mémoire που είχε δώσει στον Χάουπτ. Διέθετε όλα τα τυπικά προσόντα να περάσει κατευθείαν στο doctorat του 3ου κύκλου, καθώς είχε το πτυχίο του Αθήνησι. Και όμως δεν το έκαμε… Γιατί;
Α. Μανιτάκης: Δεν ήθελε ακαδημαϊκούς τίτλους μήπως; Το ίδιο λένε και για τον Φίλιππο Ηλιού.
Ν. Χατζηνικολάου: Ο Φίλιππος αρχικά διώχτηκε λόγω του πατέρα του και δεν του επιτράπηκε να δώσει εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Παρέμεινε μια πικρία. Με το πέρασμα του χρόνου, ιδίως μετά τη δεύτερη επιστροφή του στην Ελλάδα, η άρνηση του Πανεπιστημίου έγινε και δική του υπόθεση. Λίγο πεποίθηση και λίγο “στάση”. Έβλεπε γύρω του και το άθλιο επίπεδο πολλών πανεπιστημιακών, ακαδημαϊκών κτλ. Εξού και το ωραιότατο μότο που έβαλε στον επικήδειο του Κονδύλη, “Il ne fût rien, même pas Αcadémicien”. Την αναγνώριση την ήθελε φυσικά (και ποιος απ’ όσους δεν αυτοκτονούν δεν την θέλει;), απόδειξη η αποδοχή του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα που του απένειμε το Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Α. Μανιτάκης: Έχω την εντύπωση πως ο Άγγελος δεν θεωρούσε σημαντικό να έχει τίτλους. Εκείνο που είχε να γράψει, το έγραψε. Είχε μια απαξίωση στους ακαδημαϊκούς. Αυτό θα το εξηγούσα με το ότι ενσάρκωνε ο ίδιος το είδος του καθολικού διανοούμενου που δεν γνωρίζει κατακερματισμό των γνώσεων — αυτό φάνηκε και στον Πολίτη, ένα περιοδικό, εντός εισαγωγικών, “ποικίλης ύλης”: λογοτεχνία, ιστορία, πολιτική. Αυτό το πρότυπο, του κομμουνιστή διανοούμενου, ενσάρκωνε και ο ίδιος: ένας καθολικός διανοούμενος, που πρέπει να τα ξέρει όλα, ώστε με την καθολική του γνώση να ερμηνεύει τον κόσμο και να καθορίζει μια πιο ασφαλή πολιτική δράση.
Πιστεύω ότι αυτή του η αντίληψη για τον κομμουνιστή διανοούμενο τον ωθούσε να διαβάζει και να μαθαίνει συνέχεια — είχε μια απληστία στην ανάγνωση. Δεν είχε εμπόδια δογματικά, όπως έχουν, πολλές φορές, οι κομμουνιστές: ό,τι έβρισκε μπροστά του το διάβαζε και το αφομοίωνε με τον τρόπο του. Αυτό συνδυαζόταν και με έναν ασκητικό τρόπο ζωής, καθώς περιφρονούσε γενικώς τα αξιώματα, τους τίτλους, άρα και τους ακαδημαϊκούς τίτλους. Νομίζω ότι αυτό το ασκητικό, το μοναχικό του Άγγελου ήταν συνειδητό και ασυνείδητο μαζί: πίστευε δηλαδή ότι ένας κομμουνιστής πρέπει να αλλάξει τον κόσμο, πρέπει να έχει αυτή τη στάση, και ταυτόχρονα έτσι ένιωθε.
Σ. Ασδραχάς: Δεν είμαι όμως σίγουρος ότι θα αρνιόταν, αν του γινόταν μια πρόταση, λ.χ. από τον Χάουπτ, για μια ερευνητική θέση — σκεφτείτε αυτό το σενάριο. Δεν λέγω ότι θα δεχόταν ή όχι· μιλάω για τις στομώσεις μπροστά στις οποίες βρίσκονται τα πιο άξια πνευματικώς άτομα. Πιστεύω ότι και τον Άγγελο και τον Φίλιππο, στην πρώτη φάση, οι δάσκαλοί τους, ο Χάουπτ και ο Μαντρού, τους έσπρωξαν ανεπαρκώς. Αλλιώς μπορεί να δέχονταν. Το θέτω ως προβληματισμό σε σχέση με τον ψυχισμό και τη προσωπική δεοντολογία που διαμόρφωσε ο Άγγελος.
Ν. Χατζηνικολάου: Και εδώ πρέπει να προσέξουμε το θέμα του χρόνου. Στην πρώτη φάση, στο Παρίσι, πιστεύω ότι θα δεχόταν: γράφει το mémoire, οπότε υπήρχε η βούληση για πανεπιστημιακή αναγνώριση. Μετά, στην Ελλάδα, καταστάλαξε σε μια ζωή που δεν χρειαζόταν ούτε πανεπιστήμια ούτε τίποτε άλλο.
Παρίσι και έλληνες αριστεροί
Α. Μανιτάκης: Θα ήθελα, με αφορμή αυτά που είπατε και οι δύο για τον Άγγελο, να κάνω μια γενικότερη αξιολόγηση για τις επιρροές που έχουν δεχθεί οι έλληνες αριστεροί από το Παρίσι, καθώς και τον ρόλο που παίζει το Παρίσι στη διαμόρφωση της μαρξιστικής σκέψης στην Ελλάδα.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο Παρίσι υπάρχουν τότε τόσοι σημαντικοί ιστορικοί, διανοούμενοι, ακαδημαϊκοί: διαμορφώνεται μια σκέψη, και εμπνέεστε από αυτήν. Βρισκόμαστε είκοσι χρόνια μετά τον Εμφύλιο, μετά το ταξίδι του περίφημου “Ματαρόα”, με τον Καστοριάδη, τον Αξελό, και όλους τους άλλους — όλοι αυτοί εξελίσσονται σε πολύ σημαντικούς διανοητές ευρωπαϊκού διαμετρήματος. Θα είχε ο Άγγελος τέτοια σκέψη και δράση αν δεν είχε πάει στο Παρίσι; Νομίζω όχι, είναι καθοριστική η παραμονή του στο Παρίσι.
Ν. Χατζηνικολάου: Είμαι σίγουρος. Αν δεν είχε πάει ο Άγγελος στο Παρίσι, αν δεν είχαμε πάει, η εξέλιξή μας θα ήταν διαφορετική. Δεν υπήρχε όμως σχέση με τη γενιά του “Ματαρόα”. Για παράδειγμα, δεν ξέρω κατά πόσον ο Άγγελος γνώριζε τον Κώστα Παπαϊωάννου, για τον οποίο, όπου κι αν πάω όπου κι αν σταθώ σήμερα, με ρωτάνε αν τον γνώρισα. Κι εγώ δεν τον είδα ποτέ μπροστά μου.
Σ. Ασδραχάς: Ούτε εγώ.
Ν. Χατζηνικολάου: Ούτε με τον Αξελό, ο οποίος είχε ήδη βγάλει το Marx penseur de la technique και το Vers la pensée planétaire, είχαμε καμία ουσιαστική σχέση. Όποτε βγάζαμε ένα τεύχος της Πορείας, πήγαινα στις Editions de Minuit, στο εκδοτικό, και ο Αξελός (υπεύθυνος της σειράς “Arguments”) μου έδινε πενήντα γαλλικά φράγκα για το περιοδικό, όπως εξάλλου έκαναν και άλλοι. Δεν κουβεντιάσαμε όμως ποτέ. Ούτε με τον Καστοριάδη. Δεν είχαμε καμία επαφή. Προσωπικά, όσον αφορά τον Καστοριάδη, διάβαζα το Socialisme ou Barbarie, λόγω Ράμφου, ο οποίος τότε το εκθείαζε ως την ενσάρκωση της Αλήθειας. O Αξελός και ο Καστοριάδης ήταν σημαντικές φυσιογνωμίες. Δεν είχαμε την πολιτική ωριμότητα, την ευελιξία, να τους πλησιάσουμε και να πάρουμε ό,τι ήταν δυνατό από τη σκέψη τους και να το εντάξουμε στη δική μας. Η δράση μας στο πλαίσιο της κομμουνιστικής Αριστεράς που εκείνοι είχαν οριστικά απαρνηθεί, αν όχι καταγγείλει, ήταν βέβαια ένα αντικειμενικό εμπόδιο.
Σ. Ασδραχάς: Τώρα έπιασες ένα νήμα που δεν έχει τελειωμό, αλλά είναι σημαντικότατο. Είπες το όνομα Ράμφος. Θυμάμαι το μανιφέστο που είχε βγάλει: Το ελληνικό δίλημμα. Η εντύπωσή μου είναι ότι ήταν μια “απραγματική” εννοιολογική κατασκευή, χωρίς να ανάγεται σε αφαιρετικό ιστορικό λόγο. Και ήξερα ότι η πηγή του ήταν ο Καστοριάδης.
Όσον αφορά τον Παπαϊωάννου, θυμάμαι ότι ο μακαρίτης ο Φρανσουά Φυρέ τού είχε μια εκτίμηση καταπληκτική. Αντίστοιχη με εκείνη την οποία είχαν στον Ζερβό παλιότερα.
Α. Μανιτάκης: Εγώ δεν ήθελα να πω αν υπάρχουν δυο διακριτές ομάδες, αλλά ότι και η μια και η άλλη επιδρούν πάρα πολύ στη διαμόρφωση της αριστερής σκέψης στην Ελλάδα, και τότε και αργότερα. Εγώ τότε ήμουν στις Βρυξέλλες…
Σ. Ασδραχάς: Αργότερα σίγουρα. Για τότε, δεν είμαι σίγουρος, Αντώνη, όσον αφορά τους πρώτους [του Ματαρόα].
Ν. Χατζηνικολάου: Υπάρχει ένα σινικό τείχος, πριν και μετά την 21η Απριλίου. Μια ζωή μέχρι το 1967, και μετά μια άλλη, εντελώς διαφορετική, μέχρι το 1974. Και μετά, απ’ το 1974 μέχρι σήμερα, μια τρίτη. Υπάρχουν οι διαφορές στις ηλικίες που μετράνε πάρα πολύ. Υπάρχουν όμως και άλλες ιδιομορφίες. Για παράδειγμα, ο Πουλαντζάς και εγώ είχαμε σπουδάσει στη Γερμανία, και φτάσαμε στο Παρίσι από εκεί.
Σ. Ασδραχάς: Και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς.
Ν. Χατζηνικολάου: Όπως οι περισσότεροι αριστεροί διανοούμενοι εκείνων των χρόνων, ο Άγγελος ήρθε στο Παρίσι από την Ελλάδα, όπου είχε τελειώσει τη Νομική. Διαφορετικές επιστημονικές παραδόσεις μάς επηρέαζαν με πολλούς και ποικίλους, συχνά αδιόρατους, τρόπους.
Επαφές στη Γερμανία είχαμε βασικά με τη Χαϊδελβέργη, όπου βρισκόταν ο Γιώργος Παπαδημητρίου, που χάσαμε πριν λίγο καιρό, τον συνάντησα για τελευταία φορά στην κηδεία του Άγγελου, ο Ζαχαρίας Δεμαθάς και ο Νίκος Πετραλιάς, πνευματικός πατέρας των χαϊδελβεργιανών. Με τους “Ιταλούς” [τους Έλληνες της Ιταλίας] είχαμε επαφές κυρίως με το Μιλάνο και τη Νάπολη, όπου γραμματέας ήταν ο Αριστείδης Ινιωτάκης. Τον Σεπτέμβριο 1970 είχαμε τον ηρωικό θάνατο δύο συντρόφων, της Μαρίας Αντζελόνι και του Γιώργου Τσικουρή, στη βομβιστική απόπειρα κατά της αμερικανικής πρεσβείας της Αθήνας. Ο Τσικουρής ήταν μέλος του Πατριωτικού Μετώπου. Και όταν μιλάμε για Ιταλία, πρέπει να μιλήσουμε για την οικογένεια Κωτούλα: για τον Χρήστο και τον Βασίλη. Η συμβολή τους ήταν καθοριστική στα πράγματα της ελληνικής Αριστεράς στην Ιταλία.
Σβορώνος και Πουλαντζάς
Ν. Χατζηνικολάου: Πρώτ’ απ’ όλα, θέλω να αναφερθώ στον Σβορώνο. Υπήρχε από τη μεριά μας ένας θαυμασμός και μια αγάπη, με όλη τη σημασία της λέξης, χωρίς να έχουμε ιδιαίτερα μεγάλη επαφή. Το έφεραν οι συνθήκες; Να ένας εύσχημος τρόπος για να αποφύγουμε το πρόβλημα. Ενώ τον θαυμάζαμε και τον αγαπούσαμε, ο Σβορώνος δεν έπαιξε τότε ρόλο στη σκέψη μας, σχεδόν κανένα. Νομίζω ότι αυτό ισχύει και για τον Άγγελο. Ειδικά όσον αφορά το Βυζάντιο, που ήταν ένα από τα κυριότερα αντικείμενα ενασχόλησής του, δεν είχαμε ασχοληθεί και δεν μας ενδιέφερε. Μας ενδιέφερε ο νεότερος ελληνισμός εξού και το ενδιαφέρον μας για το Εμπόριο της Θεσσαλονίκης τον 18ο αιώνα (το οποίο όμως δεν ήμασταν σε θέση να εκτιμήσουμε) και το μικρό Que sais-je? που είχε κυκλοφορήσει στη Γαλλία για τη νεοελληνική ιστορία. Πρέπει βέβαια να λάβουμε υπόψη μας και τι ήταν προσιτό εκείνα τα χρόνια. Τα δεδομένα άλλαξαν μετά το 1974. Για τον Νικολάκη, όπως τον λέγαμε (ο Άγγελος τον έλεγε μπαρμπα-Νίκο), ήμουν υπερβολικά απόλυτος, γι’ αυτό και μου είχε βγάλει το παρατσούκλι “Ο Χατζηχατζάρας”. Είχαν δει πολλά τα μάτια του. Είχε πολιτική πείρα. Εδώ τίθεται έμμεσα και το ζήτημα της ηλικίας, χωρίς αυτό να αναιρεί άλλες ουσιαστικές διαπιστώσεις. Όσοι είχαν ζήσει συνειδητά τη δεκαετία 1940-1950 ανήκαν σε άλλον αστερισμό από εμάς.
Ο Σβορώνος, που τα έζησε όλα αυτά, είχε μια απέχθεια για τις εύκολες ακρότητες. Μας κοίταζε με συμπάθεια, με πολλή συμπάθεια θα έλεγα, αλλά δεν ήμασταν συνομιλητές του. Ακόμα, είχε μια κομματικότητα, που εμείς δεν είχαμε. Ο Φίλιππος, ο Σπύρος και ο Βασίλης ήταν μια ενδιάμεση “γενιά”, και είχαν πιο στενές σχέσεις μαζί του, παρόλο που κι εκεί θα ήταν ενδιαφέρον να κοιτάζαμε τις διαφορές αλλά και τις διαφοροποιήσεις του καθενός απέναντί του μέσα στον χρόνο.
Ο Πουλαντζάς, τώρα, ένας άνθρωπος της ηλικίας μας, με γερή παιδεία και μεγάλη ευφυΐα, μέλος της οργάνωσης και της συντακτικής επιτροπής του Αγώνα, θα μπορούσε να παίξει καταλυτικό ρόλο στη σκέψη μας. Δεν είχε όμως ιστορική συνείδηση.
Α. Μανιτάκης: Ούτε ο Αλτουσέ…Μεθοδολογικά, συνειδητά.
Σ. Ασδραχάς: Αυτό του το καταλόγιζαν οι Ιταλοί.
Ν. Χατζηνικολάου: Διαφωνούμε. Σε ένα παλιό τεύχος του Πολίτη είχα ασχοληθεί με την έννοια της ιστορίας στον Αλτουσέρ, ο οποίος από τη δεκαετία του ’50 παρακολουθούσε προσεχτικά τις συζητήσεις στον χώρο των ιστορικών. Θα στο στείλω.
Α. Μανιτάκης: Έχουμε συγκρουστεί επανειλημμένα με τον Άγγελο επ’ αυτού, έχω υποφέρει…
Ν. Χατζηνικολάου: Ο Πουλαντζάς είχε όλα τα εφόδια για να γίνει ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς του καπιταλιστικού κράτους, συμβάλλοντας με το κύρος του στη διαμόρφωση και στη συνένωση όλων εκείνων που ασχολούνταν με τον μαρξισμό στην Ελλάδα. Και ήταν πολλοί. Δεν έγινε κάτι τέτοιο, ακριβώς επειδή δεν είχε καθόλου τη διάσταση του ιστορικού μέσα του…
Κάποτε είχαμε ένα ακτίφ, οι γάλλοι κομμουνιστές μάς έδιναν ένα κτίριο του συνδικάτου των μεταλλουργών στην οδό Jean-PierreTimbaud στην Μπελβίλ για να συνεδριάζουμε. Η συνεδρίαση είχε πάει πολύ καλά, υπήρχε μια ομοψυχία ασυνήθιστη, μια ευεξία. Μετά πήγαμε σε μια ταβέρνα εκεί κοντά να φάμε και το ρίξαμε στο τραγούδι. Και ο Δημήτρης Δεσποτίδης (ένας άνθρωπος καθόλου αντιδιανοούμενος, το αντίθετο μάλιστα, και τον Νίκο τον συμπαθούσε ιδιαίτερα και τον θαύμαζε) σε μια στιγμή αρχίζει να τραγουδάει: “Πουλαντζά μου ανσενιάν μου [δηλαδή δάσκαλέ μου], πες μας τι είν’ ο φασισμός” (στο ρυθμό της “Ντερμπεντέρισσας” του Τσιτσάνη). Η ταβέρνα σείστηκε από τα γέλια. Ο Νίκος έγινε κατακόκκινος. Είμαι βέβαιος ότι ο Δεσποτίδης δεν το έκανε με κακία. Αναρωτιέμαι όμως ακόμα πού οφείλονταν, έστω υποσυνείδητα, η ειρωνεία. Είχε εκδοθεί το Fascisme et Dictature [1970]. Μήπως εκεί; Στην απουσία μιας ιστορικής ανάλυσης της κατάστασης σ’ ένα βιβλίο αφιερωμένο στον φασισμό και στη στάση της Γ΄ Διεθνούς απέναντί του;
Μετά την εξουθενωτική κριτική του Ραλφ Μίλιμπαντ, στο New Left Review στα τέλη του 1973 [τχ. 82] για το Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, ο Νίκος κυριολεκτικά κατέρρευσε. Τον είχα συναντήσει τυχαία στο δρόμο και μου μίλησε γεμάτος απογοήτευση, αποδεχόμενος σε μεγάλο βαθμό την κριτική.
Α. Μανιτάκης: Ήταν όμως μέχρι τέλους κριτικός ο Άγγελος απέναντι στον Πουλαντζά; Διότι αναφερόταν στη σκέψη του σε κείμενά του που είχε δημοσιεύσει στον Πολίτη. Αντλούσε απ’ ό,τι θυμάμαι στοιχεία από τον Πουλαντζά και τα αξιοποιούσε στα κείμενά του με τον πρωτότυπο τρόπο που ο ίδιος γνώριζε. Θυμάμαι, επίσης, την ομιλία του στο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης για τον Πουλαντζά, το 1999, όπου ο Άγγελος έλεγε: “Ο Πουλαντζάς ήταν ένας δικός μας, ήταν από τους δικούς μας”. Κι ακόμα ότι εισηγήθηκε και επιμελήθηκε την επανέκδοση των βιβλίων του Φασισμός και δικτατορία και Η κρίση των δικτατοριών, που έκανε το Ινστιτούτο “Νίκος Πουλαντζάς”, το 2006.
Ν. Χατζηνικολάου: Φυσικά και ήταν δικός μας ο Πουλαντζάς. Ήταν μέλος της οργάνωσης και όχι μόνο στα χρόνια που ήμασταν κι εμείς στο ΚΚΕ (Εσωτ.). Εκείνος παρέμεινε μετά την αποχώρησή μας, μέχρι τον θάνατό του. Υπάρχει όμως και η ουσιαστική πολιτική-θεωρητική διάσταση. Ο Άγγελος στηρίχτηκε στα σημαντικά “περί σχετικής αυτονομίας” (της πολιτικής και της ιδεολογίας από την οικονομία, του κράτους από την κυρίαρχη τάξη κτλ.), και γενικότερα στην κριτική του οικονομισμού της Γ΄ Διεθνούς. Χρήσιμες ήταν για τον Άγγελο, όπως για όλους μας, οι θεωρητικές αναλύσεις του πολιτικού πεδίου από τον Πουλαντζά. Θεωρητικές αναλύσεις του πολιτικού, και όχι πολιτικές αναλύσεις μιας συγκυρίας. Σ’ ένα γράμμα από την Αθήνα της 14ης Δεκεμβρίου 1977, ο Άγγελος μού έγραφε στο Παρίσι: “Όπως έλεγε ο φίλος μας ο Βασίλης [Παναγιωτόπουλος] ‘δεν περνάει ο μαρξισμός’. Θα μπορούσε να αραδιάσει κανείς σωρό τα παραδείγματα. Τόσο το χειρότερο που το φάρμακο είναι πικρό. Όμως ‘οι μαρξιστές όταν είναι κομμουνιστές και οι κομμουνιστές όταν είναι μαρξιστές’ είναι λίγοι και, παρά τα λεγόμενα του Louis [Althusser], γίνονται ολοένα και λιγότεροι. Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι εσύ, αλλά αν π.χ. διαβάσεις το τελευταίο βιβλίο του Πουλαντζά (είδα σε δοκίμια ένα μέρος του) θα φρίξεις. Θυμήθηκε τώρα τη Ρόζα και την έβαλε να πολεμάει τον Λένιν, πατέρα του Στάλιν κατά τον Νικολάκη, που σίγουρα δεν είναι ο χειρότερος και τον αναφέρω απλώς σαν παράδειγμα”. Θα ήταν ενδιαφέρον να συγκρίνουμε αυτή την εκτίμηση με άλλες, υστερότερες, τοποθετήσεις του Άγγελου, πριν και μετά τον θάνατο του Νίκου.
Αντώνης Μανιτάκης: Πάντως, και από την ομιλία του Άγγελου στο παραπάνω συνέδριο και από συζητήσεις που είχα μαζί του σχημάτισα τη γνώμη ότι είχε αισθητά αμβλύνει, για να μην πω αναθεωρήσει, την παλαιότερη κριτική στάση απέναντι στον Πουλαντζά.
Ν. Χατζηνικολάου: Ας το δούμε.
Σύντομη αναφορά στον Αλτουσέρ
Ν. Χατζηνικολάου: Ο Αλτουσέρ ήταν και παραμένει μια μεγάλη φυσιογνωμία της μαρξιστικής φιλοσοφίας, και της φιλοσοφίας γενικότερα. Όταν βγήκε το Pour Marx, το 1965, ένας κόσμος άνοιξε μπροστά στα μάτια μου. Έμαθα γαλλικά πάνω σε αυτό το βιβλίο, κάπως έτσι. Μόλις είχα έρθει από τη Γερμανία.
Ο Αλτουσέρ στρέφεται προς την κλασική φιλοσοφία και σκέψη (Μακιαβέλι, Σπινόζα, Καντ, Χέγκελ) και προς την κλασική μαρξιστική παράδοση (Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Μάο) με σεβασμό και με κριτική στάση. Δεν επαναλαμβάνει τα γνωστά τσιτάτα. Είναι φιλόσοφος, και όχι απολογητής. Αυτή ήταν για μένα η αφετηρία, και μετά βέβαια ήρθε το θέμα της διαλεκτικής και των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους.
Α. Μανιτάκης: Ο τίτλος στο βιβλίο σου Histoire de l’art et lutte des classes, είναι επηρεασμένος από τον Αλτουσέρ;
Ν. Χατζηνικολάου: Όχι, δεν έχει σχέση.
Α. Μανιτάκης: Ρώτησα, γιατί ξέρεις βέβαια ότι η φράση-κλειδί για τον Αλτουσέρ ήταν “Μην ξεχνάτε την πάλη των τάξεων” — το συζητάγαμε και με τον Άγγελο αυτό. Σε αντιπαράθεση με τους αυστρομαρξιστές και τον Λούκατς, ο Αλτουσέρ υποστηρίζει πως δεν υπάρχει υποκείμενο, ότι η ιστορία προχωράει μέσα από την ταξική πάλη, δεν μας ενδιαφέρει το υποκείμενο· ενώ οι άλλοι έχουν το κόμμα ως υποκείμενο. Γι’ αυτό ονομάστηκε στρουκτουραλιστής –κακώς–, επειδή βλέπει την ιστορία χωρίς υποκείμενο.
Σ. Ασδραχάς: Για την ιστορία, ο πρώτος τίτλος της εργασίας του Φίλιππου για τη Σμύρνη, όταν την έκανε στο Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών, ήταν Διαφωτισμός και πάλη των τάξεων.
Α. Μανιτάκης: Εκείνη την εποχή πάντως, στο Παρίσι, το ζήτημα αν χρειάζεται υποκείμενο ή όχι, πώς θα διαμορφωθεί το κόμμα, της συμβολής του υποκειμένου, είναι κεντρικό. Από την άλλη, η συμβολή του Αλτουσέρ στο ζήτημα της ταξικής πάλης είναι μεγάλη, σχετίζεται με το ζήτημα της πολιτικής δυνατότητας.
Ν. Χατζηνικολάου: Θεωρώ ακόμα βασικότερη την ανάλυση της μαρξιστικής διαλεκτική… Προτείνω όμως να μιλήσουμε μιαν άλλη φορά για τον Αλτουσέρ, είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο, που δεν μπορούμε να θίξουμε όπως θάπρεπε σήμερα. Θα ήθελα μόνο να πω ότι ο Άγγελος από μια στιγμή και μετά επένδυσε δυνάμεις, μετέφραζε Αλτουσέρ ώς το τέλος της ζωής του. Πέρα από τη θεωρία και τη φιλοσοφία πιστεύω ότι βρήκε και στην προσωπική τραγωδία του Αλτουσέρ κάτι που τον άγγιζε, που τον αφορούσε.
Η αποχώρηση από το ΚΚΕ εσωτερικού
Ν. Χατζηνικολάου: Για ό,τι αφορά την κομματική ζωή στο Παρίσι, τον αγώνα κατά της δικτατορίας απ’ τη μια και τον αγώνα για την ανανέωση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος από την άλλη, πρέπει απαραιτήτως να αναφερθεί η τομή που προκάλεσε το Πολυτεχνείο και οι δηλώσεις Δρακόπουλου. Το Πολυτεχνείο σήμανε ουσιαστικά την εγκατάλειψη της “δυναμικής” λεγόμενης αντίστασης από το εξωτερικό. Υπήρχε πλέον μαζικό αντιστασιακό κίνημα μέσα στη χώρα.
Από την άλλη, οι δηλώσεις Δρακόπουλου για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου οδήγησαν στην αποχώρησή μας από το ΚΚΕ (Εσωτ.) και, στη συνέχεια, άλλο παράδοξο κι ετούτο, στη διαγραφή μας.
Α. Μανιτάκης: Γιατί αποχωρήσατε ακριβώς;
Ν. Χατζηνικολάου: Δεν ξέρω κατά πόσον θυμάστε τις δηλώσεις Δρακόπουλου για το Πολυτεχνείο. Αναφέρθηκε στις “σκοτεινές δυνάμεις”, οι οποίες ανέκοψαν την πορεία της εξομάλυνσης που είχε ξεκινήσει με την κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Σ’ αυτές τις δηλώσεις αντιδράσαμε. Αποφασίσαμε, σχεδόν ολόκληρη η οργάνωση φοιτητών Παρισιού, να ανεξαρτητοποιηθούμε σε σχέση με το Γραφείο Εσωτερικού. Ένα μαχητικό κείμενο του Άγγελου, που κυκλοφόρησε ως τεύχος 1 των Τετραδίων του Αγώνα με τον τίτλο Ζητήματα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος (Παρίσι, Μάρτης 1974), το τυπώσαμε και το στείλαμε σε μικρό σχήμα και στην Ελλάδα. Στο τέλος του τεύχους διαβάζουμε: “το κείμενο αυτό είναι αποτέλεσμα συζήτησης μέσα στην κομματική οργάνωσή μας που κράτησε από το Δεκέμβριο 1973 [μετά δηλαδή την αποχώρηση] μέχρι τον Μάρτη του 1974”. Ήταν κατά κάποιο τρόπο το μανιφέστο της αποχώρησης. Αυτοχαρακτηριστήκαμε “ανεξάρτητη οργάνωση του ΚΚΕ (Εσωτ.)”.
Η απάντηση σ’ αυτή την κίνηση ήταν τέσσερα άρθρα στην Ελεύθερη Ελλάδα της Ρώμης της 9 Μαΐου 1974, όργανο του ΚΚΕ (Εσωτ.), γραμμένα από κάποιον Στάθη Β. [ψευδώνυμο], που δημοσιεύτηκαν με τον τίτλο “Η πολιτική του ΚΚΕ (Εσωτ.) και το ιδεολογικό λαθρεμπόριο”. Εκεί μάθαμε, ανάμεσα σε άλλα, ότι μας είχαν, εκ των υστέρων!, διαγράψει.
Α. Μανιτάκης: Έκτοτε, από ό,τι ξέρω, ο Άγγελος δεν ήταν οργανωμένος. Είναι συνεχώς δίπλα, μέσα και έξω, παρακολουθεί, μετέχει, αλλά δεν είχε ποτέ την ιδιότητα του κομματικού μέλους.
Σ. Ασδραχάς: Θα αποτολμήσω μια εξήγηση. Ο Άγγελος ζούσε τη ζωή του σαν ηγέτης, όχι ως ίσος μεταξύ ίσων. Αυτό τον έκανε να μη συμμετέχει, από μία στιγμή κι ύστερα, στις λεγόμενες δημοκρατικές διαδικασίες. Προβάλλει μια θέση, αυτή που θεωρεί ως δέουσα, που θεωρεί αποτελεσματική στη συγκυρία, αλλά θέλει να έχει όλη την ελευθερία της έκφρασης της σκέψης αυτής, χωρίς να τη συζητάει με κανέναν. Ίσως πίσω απ’ αυτό να υπάρχει μια μεγάλη απογοήτευση. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο κομμάτι.
Α. Μανιτάκης: Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο: Πώς ένας διανοούμενος της Αριστεράς, στρατευμένος στις αξίες της Αριστεράς και με μια προϊστορία κομματική, διαλέγει, επιλέγει να μείνει ανεξάρτητος; Συμμερίζομαι αυτά που λέει ο Σπύρος Ασδραχάς. Ο Άγγελος είχε, πράγματι, ένα πολιτικό σουπερεγώ, δεν το αμφισβητεί κανείς, αλλά νομίζω ότι η στάση αυτή ήταν κυρίως αποτέλεσμα ιδεολογικής επιλογής και της απόλυτης συνέπειας που διέπει τη ζωή του: προτίμησε να μην επιδιώξει αξιώματα, κομματικά ή άλλα, διότι ήθελε να υπηρετήσει με συνέπεια τα πολιτικά του πιστεύω. Ήθελε να παράγει σκέψη για το κίνημα χωρίς κομματικές δεσμεύσεις. Πίστευε στις ιδέες του και στην πολιτική ορθότητά τους και νόμιζε ότι μπορούσε να λειτουργήσει σαν να είναι ο ίδιος κόμμα. Υπήρξε θύμα της κομμουνιστικής αλήθειας που πρέσβευε ο ίδιος· και η αλήθεια του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού είναι μία, δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις. Ο Άγγελος ήταν απόλυτος, απολυταρχικός στις ιδέες του και δεν δεχόταν αντιρρήσεις στη συζήτηση.
Θα έλεγα ότι ενσάρκωνε το πρότυπο του κομμουνιστή διανοούμενου: τον συλλογικό διανοούμενο του Γκράμσι που είναι το κόμμα –ο Άγγελος το υποκαθιστά– και διαδίδει τις “σωστές” ιδέες, οι οποίες παράγουν την αναγκαία για την επανάσταση συνείδηση. Για τον λόγο αυτό έμεινε έξω και από το κόμμα της ανανεωτικής-κομμουνιστικής Αριστεράς· αλλά ούτε το κόμμα μπόρεσε να αξιοποιήσει έναν ασκητή, αφοσιωμένο στην ιδέα του κομμουνισμού, όπως ο Άγγελος. Τον αφήνει στο περιθώριο της κομματικής δράσης και τον επικαλείται μόνον για να δείξει ότι έχει δική του διανόηση.
Σ. Ασδραχάς: Θέλω να θέσω ένα συναφές ζήτημα: την αποτίμηση του Άγγελου για το κομμουνιστικό κόμμα. Ο Άγγελος συνάρτησε την ιστορική του αποτίμηση για το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα, στην Επαγγελία αλλά και γενικότερα, με την έννοια του λαού. Θεωρεί δηλαδή ότι ένα κόμμα πρέπει να έχει λαϊκή υποδοχή, και η λαϊκή υποδοχή είναι πολυσύνθετη· γι’ αυτό και αγαπούσε τους αντάρτες, αγαπούσε ανθρώπους σαν τον Μπέικο ή σαν τον Τραχανή κι όλους αυτούς του Αγραφιώτες. Και μας λέει πως διαμορφώθηκε ένας καινούργιος αριστερός τύπος ανθρώπου, ο οποίος ξεπέρασε το παραδοσιακό δίλημμα βασιλικού-βενιζελικού με τις φορτίσεις τις συναισθηματικές που έφερνε αυτός ο διχασμός. Γι’ αυτό τον λόγο έγινε και η συσπείρωση των παλαιών σχημάτων, εναντίον του καινούργιου τύπου, ο οποίος και “ετελεύτησεν εν στόματι μαχαίρας”: με αυτή τη φράση τελειώνει η Επαγγελία στην ελληνική της εκδοχή.
Ο Άγγελος είπε χίλια δύο πράγματα γι’ αυτό τον λαό. Αλλά δεν απάντησε στο μεγάλο ερώτημα: Πώς γίνεται αυτός ο λαός σοσιαλιστικός; Ούτε μας λέει ποιος είναι ο σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός. Έμεινε στη διαδικασία, γι’ αυτό αισθανόταν ελεύθερος να γράφει, γι’ αυτό αυτολογοκρίνεται και δεν πρότεινε εύκολες λύσεις.
Γιατί οι αποφάνσεις του τύπου “αν θα υπάρξει ο σοσιαλισμός πρέπει να είναι δημοκρατικός, ειδεμή δεν θα υπάρξει”, “πρέπει να έχει ανθρώπινο πρόσωπο”, κατ’ εμέ, συμπαθάτε με, είναι α-ιστορικό ευχολόγιο, με προφανές ηθικό βάθρο, αλλιώς με αρετή. Κι ένα ιστορικοκρατούμενο πνεύμα, όπως ήταν ο Άγγελος, το ήξερε. Για να παίξεις ρόλο ηγέτη, για τον οποίον ήτανε φτιαγμένος ο Άγγελος έπρεπε να δώσεις απάντηση σ’ αυτό το ζήτημα, το οποίο, κατ’ εμέ, συμπυκνώνεται –τώρα δεν μιλάω για τον Άγγελο πλέον– στο εξής: Καπιταλισμός χωρίς δημοκρατία μπορεί να υπάρξει, κομμουνισμός (αφήνω τα μεσοστάδια) με δημοκρατία μπορεί να υπάρξει;
Το όλο θέμα έγκειται στη διαδικασία. Μπορεί να υπάρξει με εκλογές; Αυτό είναι το μεγάλο θέμα. Μ’ αυτό βρέθηκε αντιμέτωπος ο Άγγελος, και γι’ αυτό προτίμησε τον δοκιμιακό λόγο, με εξαίρεση την Επαγγελία της επανάστασης. Έκανε μεγάλες τομές με τα γραφτά του ως προς χίλια δυο θέματα, από το έθνος ώς την οικολογία, τον Αρδηττό, τις “Μαρτυρίες” και πλείστα άλλα, όμως δεν έβαλε στις επιδιώξεις του αυτό το ζήτημα. Θα μου πείτε: Ποιος το έβαλε, μετά τον Μαρξ;
Ν. Χατζηνικολάου: Θα προσθέσω σ’ αυτά μια χαρακτηριστική, σχετικά πρόσφατη, τοποθέτηση του ίδιου του Άγγελου για ό,τι αφορά την ένταξή του. Σ’ ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε στις 16 Μαρτίου 2008 στα “Ενθέματα” της Αυγής, δύο μήνες πριν πεθάνει, με τίτλο “Να οργανώσουμε και να οργανωθούμε”, έγραφε στις τελευταίες 25 αράδες: “Εμάς μας έλαχε ο ΣΥΝ και οι σύντροφοι του ΣΥΡΙΖΑ”. “Αριστεροί και αριστερές, οργανωθείτε στο κόμμα που μας έλαχε: στον ΣΥΝ”. “Κι εμείς, λοιπόν, όσοι πιστοί, στο εξής οργανωμένοι στο κόμμα που μας έλαχε, στον Συνασπισμό”. Η άποψη είναι τρομερή: μας έλαχε ο Συνασπισμός!! Μοιρολατρία ή ρεαλισμός;
Σ. Ασδραχάς: Εδώ να μου επιτρέψετε να μιλήσω ως φιλόλογος. Ο Άγγελος ήταν βουτηγμένος στην ελληνική παιδεία, ήξερε αρχαία ελληνικά, διάβαζε λατινικά: Τίμα ταν έλαχας Σπάρταν (τίμα τη Σπάρτη που σου έλαχε): αυτό το αρχαίο απόφθεγμα υπόκειται στο “μας έλαχε” που σχολιάζετε.
Η ιστορική παιδεία και συνείδηση του Άγγελου
Α. Μανιτάκης: Από τη μέχρι τώρα συζήτηση σχετικά με την προσωπικότητα και το έργο του Άγγελου κρατάω δύο στοιχεία.
Το πρώτο είναι η βαθιά ιστορική συνείδησή του. Είχε ουσιαστική γνώση και σεβασμό για την ιστορία, παλαιά και πρόσφατη. Χαρακτηριστικά, μιλώντας για τον Αλτουσέρ έλεγε ότι μια μεγάλη συμβολή του, μεταξύ των άλλων, είναι η περίφημη φράση του ότι η ιστορία είναι η ήπειρος των επιστημών. Μελετούσε τα “πράγματα” ενόψει της ιστορικότητάς τους, της ιστορικής τους εξέλιξης και της ιστορικής προοπτικής. Αυτό φαίνεται σ’ όλα τα κείμενά του. Για μένα, αυτού του είδους η σκέψη αποτελεί το απαύγασμα του ιδανικού μαρξιστή. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ο Άγγελος ήταν κι αυτός ένα υποκείμενο της ιστορίας, δηλαδή ένα δημιούργημα της εποχής του Παρισιού, δημιούργημα του θειου του, του παππού του, της ελληνικής συγκυρίας, δημιούργημα της εποχής του και των διαδοχικών ιστορικών εξελίξεων, που έζησε. Αυτή η ιστορική εμπειρία, που τη βίωνε στο πετσί του, συνέτεινε στο να έχει ένα ανοιχτό μυαλό, στις νέες γνώσεις και εμπειρίες και να προσαρμόζει τη σκέψη του.
Πιστεύω ότι η σκέψη του εξελισσόταν ανάλογα με αυτά που διάβαζε, που αφομοίωνε, έστω κι αν δεν το ‘λεγε ρητά. Αν του ‘λεγες κάτι τέτοιο (ας πούμε: Άγγελε, μιλούσες στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης για την κομμουνιστική ανανέωση και έλεγες ότι είσαι κομμουνιστής, αλλά τώρα, τα τελευταία χρόνια, μας μιλάς ως απλός αριστερός και αγωνίζεσαι για την ανανέωση της Αριστεράς: “εμείς οι αριστεροί”, η “Αριστερά” κλπ.) μπορούσε, από τον εγωισμό του, να μην το παραδεχτεί. Αυτή η αλλαγή συνέβη τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια — και πιστεύω ότι ευτυχώς που συνέβη.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό του Άγγελου είναι ότι, σε αντίθεση με άλλους μαρξιστές, δεν παρέπεμπε στον Μαρξ και τον Λένιν. Δεν αισθάνθηκε ποτέ του την ανάγκη να αποδείξει ότι ξέρει Μαρξ και έχει διαβάσει Λένιν ή ότι κατέχει την ιστορία του εργατικού κινήματος. Ο Άγγελος είχε βέβαια διαβάσει τον Μαρξ τότε που έπρεπε, τον χώνεψε και δεν είχε καμία ανάγκη να τον αναπαράγει μηχανικά για να πείσει ότι είναι μαρξιστής. Δεν τον ενδιέφερε κάτι τέτοιο, άλλωστε έβαζε τις ιδέες του σοσιαλισμού και της επανάστασης πάνω από τον Μαρξ. Ίσως γι’ αυτό δεν μπόρεσε να βρει απήχηση η σκέψη του στην ελληνική Αριστερά ούτε να την επηρεάσει, γιατί η τελευταία έμεινε βαθιά δογματική και φτωχή. Ο ελληνικός μαρξισμός δεν παράγει νέες ιδέες. Αναπαράγει δογματικά τα παλιά και περιμένει παθητικά την αναπαραγωγή της Ιστορίας!
Ο Άγγελος μού έμαθε να γράφω πολιτικά χωρίς να παραπέμπω. Έμαθα κοντά του τι σημαίνει γραφή για την πολιτική πράξη, χωρίς τις τυπολατρίες της ακαδημαϊκής γραφής, χωρίς θεωρητικές ανασφάλειες. Κάθε φορά που ερχόμουν στην Αθήνα πήγαινα στον Πολίτη και τρώγαμε το μεσημέρι στον “Τσάρο”. Το έκανα άλλωστε από “υστεροβουλία”, επειδή συζητώντας με τον Άγγελο μάθαινα, μορφωνόμουν. Για μένα ο Άγγελος ήταν αυτό που είπε στον αποχαιρετισμό του ο ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς: ένας φάρος πνευματικός, και ταυτόχρονα ένα πολιτικό καταφύγιο. Δοκίμαζα τη σκέψη μου, μαζί του την ακόνιζα. Κι έλεγα: θα πάω στο παρεκκλήσι μου, ν’ ανάψω το κεράκι μου — το πολιτικό μου εκκλησάκι, στην Κέκροπος, εννοώ
Ο Άγγελος Ελεφάντης στο Παρίσι, 1966-1967.
Παρίσι, 24 Σεπτεμβρίου 1972. Από αριστερά: Νίκος Χατζηνικολάου, Νίκος Πουλαντζάς, Άγγελος Ελεφάντης, Ντίνος Γεωργούδης
Οπισθόφυλλο της “Νέας Γενιάς”, του περιοδικού της ΕΠΟΝ, τχ. 54, 1.8.1945. Το αετόπουλο που εικονίζεται είναι ο Άγγελος Ελεφάντης, όπως μας έλεγε ο ίδιος.
Το εικονογραφικό υλικό ανήκει στην κόρη του Άγγελου, Άννα, και τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (Βιβλιοθήκη ΑΣΚΙ και Φωτογραφικό Αρχείο ΑΣΚΙ-Συλλογή Ντούνιας Κουσίδου και Σταύρου Σταυρόπουλου). Έχουν, για άλλη μια φορά, τις πιο θερμές μας ευχαριστίες
Πηγή:Αυγή