in

Τα χρόνια ανάμεσα- Του Βασίλη Τσιράκη

Τα χρόνια ανάμεσα- Του Βασίλη Τσιράκη

Από την πολυεθνική Σελανίκ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη Σαλονίκη του Μεσοπολέμου και των πρώτων χρόνων της Κατοχής.

Ένα μυθιστορηματικό πανόραμα της Θεσσαλονίκης από τον ερχομό των προσφύγων το 1922 ως τον διωγμό των εβραίων το 1943.

Μια τοιχογραφία που ανακαλώντας τα μεγάλα γεγονότα της εποχής, όπως την ανταλλαγή πληθυσμών, την κρίση του ’29-’30, τον εμπρησμό του Κάμπελ, τον Μάη του ’36, την επιστράτευση και τα τρένα για το Άουσβιτς, μας ταξιδεύει ως το Βερολίνο του Μεσοπολέμου, τη Μόσχα των μετεπαναστατικών χρόνων και τη Βαρκελώνη του ισπανικού εμφυλίου.

Η Δάφνη, η Σμαρώ, ο Στέφανος, ο Ελιάν και ο Αλέξανδρος δένονται, συνειδητά ή όχι, με την ιστορία του καιρού τους, υφίστανται τις συνέπειές της και προσπαθούν να επιδράσουν στην εξέλιξή της.

Η γυναικεία χειραφέτηση συναντά το ρεμπέτικο του Μεσοπολέμου μέσα από προσδοκίες, συγκρούσεις και ανατροπές, σε εποχές σκληρές από τις οποίες περνούν διακριτικά οι φιγούρες του Γληνού και του Καζαντζάκη, του Πασαλίδη και του Ζαχαριάδη, αλλά και του Ναζίμ Χικμέτ και του Έρνεστ Χέμινγουεi.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Βασίλης Τσιράκης γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1961. Τα εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στον Βόλο, ενώ από το 1980 ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου και σπούδασε στο φυσικό τμήμα του ΑΠΘ. Εργάζεται στην ιδιωτική εκπαίδευση και αρθρογραφεί για θέματα τέχνης και πολιτισμού στον περιοδικό Τύπο και στο διαδίκτυο.

Εργογραφία:
«Θεσσαλονίκη 2003», ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, 2003.

«Οι ποδηλάτες του χρόνου», μυθιστόρημα, εκδόσεις Κοχλίας, 2004.

«Ακορντεόν, βιολί και φυσαρμόνικα», μυθιστόρημα, εκδόσεις ΚΨΜ, 2007.

«Μετεωρολογικό δελτίο», θεατρικό, Παραβάτες της σκηνής, 2009.

«Ένα συν ένα», ταινία μικρού μήκους μυθοπλασίας, 2010.

«Σελανίκ», ιστορικό μυθιστόρημα, εκδόσεις Τόπος, 2012.

«Το παγκάκι», ταινία μικρού μήκους, 2014.

«Εναλλακτική λύση», ταινία μικρού μήκους μυθοπλασίας, 2015 (Βραβείο διαγωνισμού σεναρίου Greek London Film Festival).

Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο

– Η άδεια σας ισχύει έως την δωδεκάτην νυχτερινήν.

Το πάσο να επισκεφτεί την πόλη του στοίχισε κι άλλο μπαξίσι, βγαίνοντας από τα σύρματα κοίταξε για μόνιππο, μα αμέσως χαμογέλασε στον εαυτό του με την κουτουράδα του και τράβηξε κατά το Ντεπό, από κει θα έπαιρνε το τραμ, μια ώρα παρά κάρτο ποδαρόδρομος τον δασκάλεψε ο φαντάρος στην πύλη, πρώτη φορά θα πατούσε τη Σαλονίκη και ήθελε να της κάνει καλή εντύπωση, τίποτα στο ντύσιμο του δεν μαρτυρούσε πως ήταν πρόσφυγας, φόρεσε τα γιορτινά του, μεσάτο σακάκι και παντελόνι με φαρδύ ρεβέρ, λευκό πουκάμισο με σκληρό κολάρο, μεταξωτή γραβάτα, καστόρινο γιλέκο, παλτό από κασμίρι και βέβαια η ομπρέλα ανά χείρας και η ρεπούμπλικα επί της κεφαλής, τα ράσα κάνουν τον παπά, όφειλε το σέβας των σαλονικιών στο αλισβερίσι μαζί τους, μόνο ο σεβασμός των σμυρνιών είχε αμβλυνθεί στο πρόσωπο του, το έβλεπε στο φέρσιμο τους, δεν του έλεγαν πια πρώτοι καλημέρα κι οι περισσότεροι έπαψαν να τον προσφωνούν Νικήτα εφέντη, κάποιοι δεν έκλιναν την κεφαλή όταν τον χαιρετούσαν και μερικοί μάλιστα του γύριζαν την πλάτη, ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος, στη ζωή του δεν είχε πειράξει άνθρωπο, όταν μικρός είδε τον πατέρα του να ραβδίζει τους κολίγους που είχε στη δούλεψη του, πήρε όρκο κι από τότε που ανέλαβε αυτός το κουμάντο δεν ξανάπεσε χέρι πάνω τους και στην ενορία πρόσφερε πάντοτε υπέρ των πτωχών και αδυνάτων και στον κρυφό έρανο για τον ελληνικό στόλο συνεισέφερε τον οβολόν του, καλά λένε πως την καλοσύνη οι ανίσχυροι την παίρνουν για αγαθοσύνη, αν πάψουν να σε φοβούνται θα πάψουν και να σε σέβονται, πόσο αληθινά βγήκαν τα λόγια του πατέρα του, τώρα όλοι ίσα κι όμοια, τα πόδια ορθώθηκαν να κτυπήσουν το κεφάλι, μα όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα, μόνο αν τα κόψεις, αν χυθεί αίμα, σαν αυτό που χύθηκε ποτάμια στη Ρωσία, ισότητα στην πείνα και την εξαχρείωση, αυτό ήθελαν οι μπολσεβίκοι, τα ήξερε από πρώτο χέρι, από τους ρώσους εμιγκρέδες που έφτασαν στη Σμύρνη το ’18 κυνηγημένοι από τους κόκκινους, μα τώρα όλα αυτά τα έβλεπε μπροστά του, αυτό που ζούσε στους θαλάμους δεν ήταν παρά το σύστημα των μπολσεβίκων, μια μικρογραφία της ρούσικης επανάστασης, σίγουρα κάποιοι κόκκινοι θα είχαν παρεισφρήσει στους πρόσφυγες να εκμεταλλευτούν τον πόνο τους, ακόμα και στο μέτωπο, στην πρώτη γραμμή, άκουσον άκουσον καλούσαν τους φαντάρους να πετάξουν τα όπλα, απόσπασμα στα δέκα μέτρα που τους χρειάζεται, αν ο καθείς δεν κρατά τη θέση του, ο φαντάρος δεν πολεμά, ο εργάτης δεν δουλεύει και το αφεντικό δεν κουμαντάρει, ο κόσμος χάθηκε, χάνει την στερεότητα του, το σχήμα του και αρχίζει να λιώνει σαν τον πάγο.

Οι σκέψεις του τον πλάκωσαν πάλι, του ρούφηξαν το μεδούλι, μα όλα αυτά ήταν προσωρινά, σαν εφιάλτης σε όνειρο, σε λίγες μέρες με τη λήξη της καραντίνας θα νοίκιαζε σπίτι αρχοντικό, αντίστοιχο της θέσης του και σε λίγους μήνες θα ξαναγύριζε στην πατρίδα του, τη Σμύρνη, στα χώματα των προγόνων του, με το Σουλτάνο ή τον Κεμάλ δεν τον ένοιαζε, ακόμα και με τους αγγλογάλους, οι μόνες του έγνοιες ήταν το σπιτικό του, τα χωράφια και το εργοστάσιο, αυτά ήταν ο κόσμος του, δε ήθελε παραπάνω, ούτε ταξίδια και περιπέτειες, ούτε διασκεδάσεις και κραιπάλες, είχε χορτάσει από δαύτα στο Παρίσι στα νιάτα του, ο γαμπρός πρέπει να είναι χορτασμένος και η νύφη αχόρταστη, του ’λεγε ο παππούς του, έτσι κι έκανε, μα τώρα τον είχαν πάρει τα χρόνια, πάνε τρεις μήνες που είχε κλείσει τα σαράντα ανήμερα την αποφράδα που έσπασε το μέτωπο τον Αύγουστο του ’22.

Μια ψιχάλα δρόσισε το μέτωπο του, ψηλά, από τη μεριά της θάλασσας τα σύννεφα μαύρα σαν φτυαρισμένα κάρβουνα σίμωναν την πόλη απειλητικά, οι ψιχάλες έγιναν στάλες, άνοιξε την ομπρέλα και τάχυνε το βήμα του, μια λάμψη άστραψε σαν μπροστά στα μάτια του και μια βροντή μπουμπούνισε λες πάνω στο κεφάλι του, τα σύννεφα σαν πουπουλένιο πάπλωμα σκέπασαν ως το λαιμό το Σέιχ Σου και τύλιξαν σαν χαρχάλι την κορυφή του Χορτιάτη, καντάρια η βροχή, καρεκλοπόδαρα, σαν να έφυγε ο πάτος του ουρανού …

“………..”

Η βελόνα τρύπησε το μέτωπο του φαλακρού κρανίου και βγήκε από το αριστερό αυτί, η Πολυάνθη έραβε την παλιά εφημερίδα πάνω σε μια χιλιοτρυπημένη κουρελού που έμπαζε φαρμάκι το κρύο τα βράδια, η φωτογραφία του Μουσολίνι δέσποζε στο πρωτοσέλιδο της “Εφημερίδας των Βαλκανίων” της 27ης Οκτωβρίου 1922, «Αύριον καταφθάνει εις την Ρώμην η μεγάλη πορεία των μελανοχιτώνων», ο πηχυαίος τίτλος της, η Πολυάνθη βόλεψε τη βελόνα και τη δαχτυλήθρα στην κασετίνα με τα ραφτικά και πιάστηκε με δουλειές του ποδαριού, περνώντας οι μέρες τα πράγματα είχαν συμμαζευτεί κάπως, με το απαραίτητο μπαξίσι είχαν πιάσει δύο μερίδες στο θάλαμο και η Πολυάνθη είχε φτιάξει ένα υποτυπώδες καθιστικό, είχε αγοράσει σοφρά και μαξιλάρια και τα μπαούλα τα έκανε καναπέδες, σ’ ένα ξύλινο μαδέρι είχε κρεμάσει την τρίφυλλη εικόνα της Παναγιάς και μια φωτογραφία των παππούδων, ας είναι καλά οι καυκάσιοι που την τροφοδοτούσαν, με το αζημίωτο βέβαια, δυο χρόνια κι ακόμα τους είχαν στους θαλάμους της Καλαμαριάς κι αυτοί για να επιβιώσουν έκαναν εμπόριο με τους νεόφερτους την πείνα και το κρύο, δόξα τω θεώ οι Μουράτογλου τα είχαν βολέψει και τα δύο, μα εκείνη τη μέρα δεν ήρθαν στα σύρματα οι καρβουνιάρηδες, σήμερα βρήκαν που έλειπε ο Νικήτας και τα τελευταία κάρβουνα είχαν σωθεί στο μεσημεριανό φαί, να ζητήσει ούτε λόγος, ο Νικήτας της το είχε απαγορεύσει ρητά, θα πεθάνουμε μα ζητιάνοι δεν θα γίνουμε κι ο Παράσχος την προηγούμενη τους είχε χαιρετήσει, να μην σας είμαι βάρος και πήρε το δρόμο του, οι περισσότεροι μπεκιάρηδες την είχαν κοπανήσει, αλλοίμονο σ’ αυτούς που είχαν παιδιά να ταΐσουν, όταν σηκώθηκε ένας παγωμένος αγέρας και το κρύο άρχισε να μην αστειεύεται, η Πολυάνθη το πήρε απόφαση, άφησε στο πόδι της τη Δάφνη να προσέχει τα παιδιά και βγήκε για ξύλα, δεν βρήκε παρά μια χούφτα χλωρόκλαδα, ούτε για προσάναμμα δεν έκαναν, το μάτι της έπεσε τότε στην ξυλόγλυπτη εικόνα της Παναγιάς, έξω ο βοριάς λυσσομανούσε.

Ένας παγερός βοριάς είχε σηκωθεί πάνω από την πόλη, ένας αγέρας φουριόζος και φωνακλάς, ένας άνεμος πασάς που στο διάβα του υποκλίνονταν ακόμη και τα περήφανα κυπαρίσσια, μια λεύκα μπάτσιζε μανιασμένα ένα πλάτανο και μια λυγαριά είχε γονατίσει στο χώμα, μα ο αγέρας δυνάμωνε στροβιλίζοντας ό,τι είχε παρασύρει στο διάβα του, ο Μουράτογλου βαστώντας γερά το καπέλο του ανέβηκε στο τραμ, βαρδάρης, είπε ο τραμβαγέρης, λες και μια λέξη θα μπορούσε να ορμηνέψει την ξαφνική μάνητα της φύσης, φτάνοντας στο Ντεπό άκουσε πάλι τη φωνή του, και να το θυμάσαι μόνο με χιόνι ξεθυμαίνει ο βαρδάρης, πήρε το δρόμο για την Καλαμαριά.

Είχε σκοτεινιάσει, μόνη παρέα του τα μαύρα σύννεφα και το μισό φεγγάρι που μπαινόβγαινε στα σπλάχνα τους σαν κοφτερό μαχαίρι, έξαφνα άκουσε γαυγίσματα και ποδοβολητά, μια αγέλη σκύλων έτρεχε αφηνιασμένη κατά πάνω του, κοπρόσκυλα, φώναξε και σήκωσε απειλητικά την ομπρέλα, μα αυτά αγρίεψαν χειρότερα, τον κύκλωσαν γρυλίζοντας και ανασηκώνοντας απειλητικά το δασύ τους τρίχωμα, ο Μουράτογλου τότε έκλεισε την ομπρέλα και με αργές κινήσεις κάθισε ανακούρκουδα, τα γρυλίσματα μαλάκωσαν, βάζοντας το καπέλο για προσκέφαλο ξάπλωσε ανάσκελα στο χώμα, τα αυτιά χαμήλωσαν και οι ουρές χώθηκαν στα σκέλια, ένας μολοσσός τον πλησίασε και τον μύρισε, μα αμέσως γύρισε προς την αγέλη και αλύχτησε θριαμβευτής σηκώνοντας τα μπροστινά του πόδια, ο Νικήτας παρέμεινε ακίνητος στο χώμα ώσπου να πάψει να ακούει τα αλυχτίσματα και όταν σιγουρεύτηκε ανασκουμπώθηκε και πήρε πάλι το δρόμο του, ο αέρας έριχνε βουρδουλιές και τα μάτια του έτσουζαν από τη σκόνη, κατέβασε το γείσο της ρεπούμπλικας, μα τώρα δεν έβλεπε που πατούσε, βούτηξε πάλι στο βούρκο, τα πόδια του κολυμπούσαν στα βαλτόνερα και τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι στα μαγουλά του, είχε να κλάψει από παιδί, μα τα χέρια του πιασμένα, πως να σκουπίσει τη ντροπή. 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το alterthess.gr συμμετέχει στην 48ωρη απεργία της ΠΟΕΣΥ

Σταμάτησε η απεργία στα ΜΜΕ – Τη συνέχιση του αγώνα με άλλη μορφή αποφάσισε η ΠΟΕΣΥ