Το μακρινό 2010, απέναντι στο Νικήτα Κακλαμάνη που στήριζαν Σαμαράς και ΛΑΟΣ, ο Γιώργος Καμίνης έμοιαζε ένας από εμάς: «Οι μετανάστες χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα», έλεγε το πρόγραμμά του, «πρέπει να “έρθουν στην επιφάνεια”, να καταγραφούν. Πρέπει να απομακρυνθούν από το δρόμο, να εγκατασταθούν σε καταλύματα (π.χ. σε αναξιοποίητα παλαιά κτήρια του Δήμου). Να τους δοθεί προσωρινή άδεια εργασίας, καθώς η άκρα ανέχεια τροφοδοτεί την παραβατικότητα. Να τους παρασχεθεί η αναγκαία πρόνοια».
Δύο χρόνια μετά, ούτε ήταν, ούτε έμοιαζε. Δήμαρχος Αθηναίων, πλέον, ευχόταν να έχει συνέχεια η «για πρώτη φορά συστηματική» πολιτική Δένδια στο κέντρο της πρωτεύουσας, κορωνίδα της οποίας ήταν η επιχείρηση μαζικών συλλήψεων μεταναστών «χωρίς χαρτιά», ο Ξένιος Δίας. Το Μάιο του 2014, οι θέσεις για το μεταναστευτικό εξαφανίζονταν τελείως από το πρόγραμμά του και ο Καμίνης απέδιδε στον ΣΥΡΙΖΑ ό,τι στον ίδιο νωρίτερα ο Κακλαμάνης, ότι δηλαδή επιδιώκει την «ελεύθερη είσοδο όλων». Όταν οι Χριστοδουλοπούλου και Πανούσης ανακοίνωναν την απελευθέρωση των κρατουμένων της Αμυγδαλέζας, η ρεάλπολιτίκ του Καμίνη συνοψιζόταν στο «ούτε Αμυγδαλέζα, ούτε όμως και Ομόνοια» – άρα Αμυγδαλέζα (1).
Φοβάμαι πως η μεταμόρφωση αυτή –κρατάω τη φράση της Ελένης Τάκου, που την ανέλυσε διεξοδικά (2)–, έχει να πει πολλά για την κυβέρνηση, τον ΣΥΡΙΖΑ και το Γιάννη Μουζάλα. Υπάρχουν βεβαίως διαφορές: Ο Καμίνης, τότε, υπερασπιζόταν τους «παράτυπους», ενώ το θέμα τώρα είναι αν θα προστατευτούν έστω οι πρόσφυγες. Αντί για το δικό του «ούτε…ούτε», επιπλέον, στη δική μας περίπτωση πρόκειται για «και…και». Αναπόφευκτα, όμως, βρισκόμαστε στη στιγμή για εκείνο το «άρα». Κι αυτό ακριβώς είναι η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, που παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση ως μείζων επιτυχία, προτού η Διεθνής Αμνηστία τη χαρακτηρίσει απάνθρωπη και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ ανακοινώσει τη μερική αποχώρησή της από την Ελλάδα.
Ας το σκεφτούμε: Τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο σεβασμός των δικαιωμάτων των προσφύγων ήταν για τον ΣΥΡΙΖΑ η εναπομείνασα «αριστερή περηφάνια»: ό,τι θα κρατιόταν, υποτίθεται, όρθιο παρά το τρίτο Μνημόνιο. «Τι ήθελαν, να βυθίζουμε βάρκες και να ξεβράζουν οι ακτές μας παιδάκια;», ξεσπούσε στο ντιμπέιτ ο Αλέξης Τσίπρας. Μόλις προ ημερών, ο ίδιος επέπληττε το γραμματέα του ΝΑΤΟ Γ. Στόλτενμπεργκ, μεταφέροντάς του τη δυσαρέσκεια της κυβέρνησης: παρά τη δραστηριοποίηση του ΝΑΤΟ, «οι προσφυγικές ροές συνεχίζονται αμείωτες από την Τουρκία». Τόσα πολεμικά πλοία, κι ακόμα έρχονται πρόσφυγες…
Τα ίδια ισχύουν για το Γιάννη Μουζάλα. Ως τα τέλη Οκτωβρίου, ο υπουργός δήλωνε ότι, από ιδεολογική σκοπιά, συμφωνούσε να πέσει ο φράχτης στον Έβρο – άλλο αν για τεχνικούς λόγους το θεωρούσε ανεφάρμοστο. Μιλώντας στην πρόσφατη εκπομπή του Παύλου Τσίμα, η ματιά θα άλλαζε: ο ίδιος ειρωνευόταν πια τους αντιρατσιστές, που «θέλουν να ζήσουν το μυθιστόρημα των ανοιχτών συνόρων», ενώ λίγο αργότερα, επιχειρηματολογώντας στη Βουλή υπέρ της συμφωνίας με την Τουρκία, τα έβαζε με τη Διεθνή Αμνηστία, που «τώρα σκίζεται για την παραβίαση των δικαιωμάτων», ενώ «τα προηγούμενα πέντε χρόνια που οι Σύριοι είναι στην Τουρκία, δεν υπάρχει ούτε μία καταγγελία» (σ.σ.: στην Εφημερίδα των Συντακτών, ο Δημήτρης Αγγελίδης εντόπισε τουλάχιστον τέσσερις)· λες και το θέμα ήταν να συμψηφιστεί η υποτιθέμενη σιωπή, τότε, με την επιβεβλημένη σιωπή σήμερα. Στην ίδια τέλος ομιλία, η εκκένωση της Αμυγδαλέζας από την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εξηγούνταν με βάση ότι «τα μισά κοντέινερ ήταν κατεστραμμένα». Όμως η επαναλειτουργία των στρατοπέδων επί των ημερών του υπουργού θόλωσε τη μνήμη για τα κίνητρα της προηγούμενης, «ανεύθυνης», κατά τα ΜΜΕ, πολιτικής: στην πραγματικότητα, η Αμυγδαλέζα άδειαζε γιατί η μετανάστευση δεν ήταν έγκλημα, γιατί οι κρατούμενοι αυτοκτονούσαν από απόγνωση ή πέθαιναν αβοήθητοι, λόγω των άθλιων συνθηκών κράτησης άνω του 18μηνου. Άδειαζε, επίσης, για λόγους συμμόρφωσης στο διεθνές δίκαιο, όπως εξηγούσε τότε η «ανεύθυνη» Χριστοδουλοπούλου. Τώρα, αυτά είναι παρελθόν.
Η μεταμόρφωση, ωστόσο, δεν τελείωσε. Θα ολοκληρωθεί με την ψήφιση του νομοσχεδίου για τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, που έρχεται την Τετάρτη στη Βουλή. Η εφαρμογή της συμφωνίας, ωστόσο, έχει ήδη δρομολογηθεί, ερήμην της Βουλής: με το νομοσχέδιο, οι βουλευτές θα συζητήσουν μόνο πώς το εφαρμοστέο, το ήδη εφαρμοζόμενο δηλαδή, θα γίνει και νομικά εφαρμόσιμο.
Μέχρι στιγμής, η μόνη δημόσια αντίδραση που έχει καταγραφεί στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά τη συμφωνία είναι …ένα άρθρο. Σε επίπεδο κοινοβουλευτικής ομάδας και Κεντρικής Επιτροπής, το κόμμα εξακολουθεί να πολιτεύεται ως κόμμα της κυβέρνησης, κατ’ εικόνα της: ως κόμμα για όλες τις ευαισθησίες. Αν λοιπόν η κυβέρνηση συνδυάζει δελτία ειδήσεων στα αραβικά και σχέδιο δράσης για τους πρόσφυγες στα σχολεία, από τη μια, με επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ και επιστροφές στην Τουρκία, από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ βιώνει την ίδια «αμφιθυμία», που τον κάνει παρακολούθημα του πρωθυπουργού: και έμπρακτη αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, και αφωνία μπροστά στην αντιπροσφυγική μεταστροφή. Το Τμήμα Δικαιωμάτων αφήνεται ανενόχλητο να καλλιεργεί το δικαιωματικό του κήπο, ενδεχομένως να διαφωνεί και δημόσια. «Αυτοί, όμως, είναι ακτιβιστές». Με τη σοβαρή πολιτική ασχολείται η κυβέρνηση.
Στην καλύτερη περίπτωση, λοιπόν, αυτή η πολιτική για νάναι όλοι ευχαριστημένοι (catch-all) παράγει ευτράπελα: «Η αποδοχή της νατοϊκής επιχείρησης στο Αιγαίο», αναφέρει στα τέλη Φλεβάρη ανακοίνωση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, «αποκλειστικά με ευθύνη την παρακολούθηση και τον εντοπισμό των διακινητών, κατέστη αναπόφευκτη. Ωστόσο, δηλώνουμε την έντονη ανησυχία μας αναφορικά με την παρουσία του ΝΑΤΟ, έναντι του κινδύνου καταστρατήγησης των δικαιωμάτων των προσφύγων». Στη χειρότερη, πάλι, ο διχασμός φέρνει απελπισία. Πρόσφατο δείγμα, το κύριο άρθρο της Αυγής, που καθησυχάζει ότι δεν θα το σώσουμε εμείς το ρωμέικο: «Σήμερα δεν μπορούμε, μόνον και μόνοι εμείς, να ορίσουμε τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού και να αλλάξουμε ολόκληρη την Ευρώπη […] Τούτη τη στιγμή η χώρα οφείλει να ανταποκριθεί στη συμφωνία, όχι μόνο για να αποφύγει το μεγάλο κόστος υποδοχής και αορίστου χρόνου φιλοξενίας των προσφύγων» (22.3.2016).
Τι εξηγεί όμως αυτή τη μεταμόρφωση; Η περίπτωση Καμίνη είναι από πολλές απόψεις «διδακτική». Όχι γιατί ο ίδιος ήταν ανέντιμος ή γιατί η εξουσία (δια)φθείρει. Αλλά γιατί οι «δικαιωματικές» του απόψεις είχαν εξαρχής δύο ανυπέρβλητα εμπόδια. Το πρώτο είναι ότι, παραμένοντας αφηρημένα αξιακές, δεν συνδέθηκαν ποτέ με μια πολιτική αναδιανομής πόρων, που θα τις έκανε υλοποιήσιμες: η ζωή έδειξε ότι και Μνημόνιο και δικαιώματα, δεν γινόταν. Το δεύτερο εμπόδιο ήταν η φαντασίωση πως, καθένας που ασκεί διοικητικά καθήκοντα, μπορεί να έχει τους πάντες ευχαριστημένους, να είναι δηλαδή «εθνικός», υπεράνω ιδεολογίας και πολιτικών σχεδίων, αρκεί να λύνει προβλήματα. Αυτός, όμως, που θέλει νάναι και με το χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ, δεν μπορεί να κινητοποιήσει κανέναν υπέρ της πολιτικής του – αν έχει, βεβαίως, πολιτική. Κάπως έτσι, μπορεί να κάνει πολιτική μόνο με τους μηχανισμούς της διοίκησης, στα όρια που επιτρέπουν αυτοί. Έτσι, όμως, η «συνέχεια» αυτών των μηχανισμών (που δεν είναι «υπεράνω»…) επιβάλλεται στους κυβερνώντες σα δεύτερη φύση, σα να μην έχει καμιά σημασία αν πριν ήταν αριστεροί ή δεξιοί. Ο ρεαλισμός, με άλλα λόγια, αποκτά ένα περιεχόμενο πολύ κοντινό στο σαμαρισμό.
Η συμφωνία, όμως, είναι τώρα το θέμα. Έστω τώρα, λοιπόν, οι άνθρωποι που κάτι υπερασπίζονται ακόμα, που δεν πρόλαβαν να γίνουν επαγγελματίες ή κυνικοί, πρέπει να την εμποδίσουν. Αν δεν το κάνουν τώρα, αν δηλαδή αφήσουν ακόμα κι αυτό το ΟΧΙ να γίνει ΝΑΙ, μετά τι ακριβώς θα υπερασπίζονται; Να μην καταργήσει το άσυλο ο Μητσοτάκης;