Στη σύλληψη και την απέλαση της Λιβαζένας κομμουνίστριας ακτιβίστριας και αγωνίστριας της λιβανέζικης αντίστασης Souha Bechara που ήταν τράνιζιτ για την Ελβετία προχώρησαν οι ελληνικές αρχές το βράδυ της Τρίτης, επικαλούμενες λόγους ασφάλειας. Την απέλασαν στην Βηρυττό και το επόμενο πρωί η Bechara πέταξε στην Ελβετία, όπου διαμένει, κατευθείαν από τη Βηρυτό.
Η ελληνική ασφάλεια ανέφερε ότι συνελήφθη γιατί αποτελεί «απειλή για τη δημόσια τάξη, την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια υγεία ή τις διεθνείς σχέσεις σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ».
Η Bechara είναι μια λιβανέζα πρώην κρατούμενη που πέρασε 10 χρόνια στο κέντρο κράτησης Khiam για απόπειρα δολοφονίας του Antoine Lahd, διοικητή της πολιτοφυλακής του Νότιου Λιβάνου, το 1988 στο σπίτι του. Επέζησε 10 χρόνια στο κέντρο κράτησης, στον κατεχόμενο από τον ισραηλινό στρατό Νότιο Λίβανο μέχρι την απελευθέρωσή της το 1998 μετά από διεθνή εκστρατεία.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Λιβάνου καταδίκασε τις ενέργειες των ελληνικών αρχών καλώντας το Υπουργείο Εξωτερικών του Λιβάνου «να καλέσει αμέσως τον Έλληνα πρέσβη και να λάβει αυστηρά μέτρα» και «να θεωρήσει τη σύλληψη επίθεση στην εθνική κυριαρχία του Λιβάνου και την ελευθερία και την ασφάλεια των πολιτών του».
Το κομμουνιστικό κόμμα Λιβάνου σημείωσε ότι πρόκειται για «επικίνδυνο προηγούμενο που συνιστά κατάφωρη επίθεση εναντίον μιας εθνικής ηρωίδας του Λιβάνου που συνέβαλε στην επίτευξη της απελευθέρωσης και της ελευθερίας για τους Λιβανέζους περνώντας 10 χρόνια αιχμάλωτη στο κέντρο κράτησης Χιάμ, το οποίο φημίζεται για τις απάνθρωπες πρακτικές βασανιστηρίων που τεκμηριώθηκαν από διεθνείς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού».
Διάβημα διαμαρτυρίας στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη πραγματοποίησε και ο Θανάσης Παφίλης, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, για την κράτηση και απέλαση της.
Αναδημοσιεύουμε μια βιβλιοκριτική του Θανάση Καμπαγιάννη για το βιβλίο της Souha Bechara: “Αντίσταση -Δέκα χρόνια στο Γκουαντάναμο του Λιβάνου” για το περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω (τχ 59).
Όποιος θέλει να γνωρίσει τι συμβαίνει σήμερα στον Λίβανο και γιατί ηττήθηκε το Ισραήλ στην τελευταία του επέμβαση, πρέπει να διαβάσει αυτό το βιβλίο. Γιατί το Ισραήλ δεν θα είχε χάσει, αν ο Λίβανος δεν ήταν γεμάτος από άντρες και γυναίκες σαν την Σούχα Μπεσάρα. Το βιβλίο «Αντίσταση – Δέκα Χρόνια στο Γκουαντάναμο του Λιβάνου» είναι η ιστορία της – γραμμένη από την ίδια – και ταυτόχρονα η ιστορία του Λιβάνου, της Αντίστασης και της νίκης. Το Ισραήλ νόμισε ότι θα την εξοντώσει κλείνοντας την για δέκα χρόνια στην φυλακή του Κιαμ, εκ των οποίων τα έξι στην απόλυτη απομόνωση, στο κελί νούμερο επτά. Αλλά απέτυχε.
Γόνος χριστιανικής ορθόδοξης οικογένειας με αριστερές καταβολές, η Σούχα Μπεσάρα γεννήθηκε το 1967 στο Ντέιρ Μίμας, ένα μικρό χωριό του Νότιου Λιβάνου. Το όνομα της, «Μπεσάρα», σημαίνει «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου». Η παιδική της ηλικία σημαδεύτηκε από τις πολεμικές επεμβάσεις του Ισραήλ, το κίνημα των Παλαιστίνιων και τον εμφύλιο πόλεμο στον Λίβανο. Μετά τον Μαύρο Σεπτέμβρη του 1970 στην Ιορδανία, η PLO δραστηριοποιήθηκε έντονα στον Λίβανο. Το 1973, το Ισραήλ βομβάρδισε τον Νότο «για να απωθήσει την PLO», ενώ το 1978 εισέβαλε σε πόλεις και χωριά, ανάμεσα τους και στο Ντέιρ Μίμας. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε ήδη ξεκινήσει από το 1975. Αλλά το γεγονός που πραγματικά σημάδεψε τη νεαρή Σούχα ήταν η ολοκληρωτική εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο το 1982.
Στις 5 Ιούνη, τα τεθωρακισμένα του Αριέλ Σαρόν εισέβαλαν στον Λίβανο, σε μια επιχείρηση με την ονομασία «Ειρήνη στην Γαλιλαία». Είναι τότε που η Σούχα κερδίζεται στην Αντίσταση και στρατεύεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα Λιβάνου. Οι περιγραφές του πατέρα της από την Βηρυτό τη συγκλονίζουν. «Αλλά τα πιο δυνατά λόγια του πατέρα μου αφορούσαν την Σάμπρα και την Σατίλα, τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν ενάντια στους φυγάδες Παλαιστίνιους αυτών των δύο καταυλισμών στα νότια της πόλης. Χιλιάδες άνθρωποι έπεσαν θύματα στις σφαγές, όπου οι Ισραηλινοί, που ήλεγχαν την πρόσβαση στους καταυλισμούς, παρέστησαν ως θεατές» (σελ. 82).
Αν και βαθιά πασιφίστρια, η Μπεσάρα δικαιολογεί τις επιθέσεις αυτοκτονίας στους φαντάρους της πολυεθνικής «ειρηνευτικής» δύναμης του ΟΗΕ («…δεν έπαιζαν στην πραγματικότητα το παιχνίδι των Ισραηλινών;» αναρωτιέται). Προσεγγίζει τη γυναίκα του επικεφαλής του «Στρατού του Νοτίου Λιβάνου», των Λιβανέζων δηλαδή που συνεργάζονται με την Κατοχή. Προσποιείται την καθηγήτρια αεροβικής και εκτελώντας την δική της «επίθεση αυτοκτονίας», αποπειράται να δολοφονήσει τον τότε πρόεδρο Αντουάν Λαχούντ.
Και μετά έρχεται το Κιαμ. «Κιαμ ή η κόλαση που καταργεί κάθε όνομα και οντότητα». Μια φυλακή υψίστης ασφαλείας, στην μέση της ερήμου, υπό την διεύθυνση των Ισραηλινών με βασανιστές Λιβανέζους δωσίλογους. Οι περιγραφές της Μπεσάρα θυμίζουν το δικό μας Μακρονήσι. Η απουσία κάθε νομικού δικαιώματος των κρατούμενων προαναγγέλλει το Γκουαντάναμο. Πέρασε εκεί δέκα χρόνια της ζωής της, από το 1988 ως το 1998, τα έξι από αυτά σε καθεστώς απόλυτης απομόνωσης. Ο σωματικός πόνος από τα βασανιστήρια ήταν το μικρότερο κακό. «Κάθε μέρα, κάθε λεπτό έπρεπε να κρατιέσαι για να μην καταλήξεις σε αυτή την άλλη φυλακή, τρομερή και οριστική, την ψυχιατρική κλινική. Να ακούς τις φωνές των ανθρώπων που ουρλιάζουν, τις φωνές γυναικών που ικετεύουν, να βλέπεις αυτή τη μητέρα που της άρπαξαν το γιο της, αυτή την γιαγιά που την σέρνουν στην αίθουσα των βασανιστηρίων, να ενθαρρύνεις την κρατούμενη του γειτονικού κελιού να μην ξύνει πια το μεγάλο έκζεμα που την κατατρώει… Κι εσύ η ίδια να μην υποκύπτεις… Για μια ακόμα φορά, αντίσταση…» (σελ. 245-246).
Η Σούχα δεν λύγισε. Μέσα στην απομόνωση, σε ένα κυριολεκτικό κλουβί, περπατούσε χιλιόμετρα κάθε μέρα για να μην χάσει τα λογικά της και για να γυμνάσει το σώμα της. Έγραφε σε χαρτιά τουαλέτας, γιατί δεν της έδιναν κανονικό χαρτί. Κατασκεύαζε αντιστασιακά σύμβολα απ’ ό,τι υλικό μπορούσε να βρει. Έκανε δύο δυνατές φιλίες. Η μια ήταν με την Κιφάχ, μια Παλαιστίνια αγωνίστρια που κατόρθωσε να αποφυλακιστεί το 1994: «ευσεβής, σχολαστικά καλυμμένη με το μαντίλι, προσπαθούσε να είναι καλή μουσουλμάνα». Η άλλη ήταν με την Χανάν: «Η Κιφάχ αντιπροσώπευε μια ιστορία, αυτή του αγώνα των Παλαιστίνιων ενάντια στο Ισραήλ. Στο πρόσωπο της Χανάν έβλεπα ένα άλλο κίνημα, την άνοδο της Χεζμπολάχ στην λιβανέζικη κοινωνία.
Αυτή η παλιά ριζοσπαστική ομάδα, ριζωμένη πλέον στον πληθυσμό των Σιιτών, γινόταν μέρα με την ημέρα ο χειρότερος εχθρός των Ισραηλινών στρατιωτών και των Λιβανέζων μισθοφόρων τους, σκοπεύοντας στην ήττα τους» (σελ. 216). Η περιγραφή της φιλίας με την Χανάν εξηγεί ανάγλυφα πώς σφυρηλατήθηκαν οι δεσμοί ανάμεσα στην Αριστερά του Λιβάνου και την Χεζμπολάχ: «Καλυμμένη πίσω από τον φερετζέ της, ήταν πολύ δεμένη με την πίστη της, όπως με το κόμμα της, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να είναι πολύ ανοιχτή και σε άλλες θρησκείες και ιδεολογίες. Κάθε είδους προσηλυτισμού της ήταν ξένο. Ωστόσο, εγώ που με θεωρούσα κομμουνίστρια και χριστιανή, δεν δυσκολευόμουν καθόλου να συνάψω μια βαθιά σχέση με αυτή την αποφασιστική αγωνίστρια. Για εκείνη το μόνο που μετρούσε ήταν η αντίσταση στην κατοχή… Στην πραγματικότητα, μοιραζόμασταν την ίδια άποψη για μια αντίσταση ενάντια σε κάθε στρατό κατοχής, στους κόλπους της οποίας όλοι μπορούσαν να βρουν την θέση τους» (σελ. 222). Τελικά, το 1998 η Μπεσάρα αποφυλακίζεται κάτω από την πίεση ενός διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης και, τον Μάη του 2000, το Ισραήλ αναγκάζεται να αποχωρήσει από τον Νότιο Λίβανο.
Το βιβλίο αυτό, εξαιρετικά καλογραμμένο, αξίζει να διαβαστεί απ’ όλους. Οποιος είναι τυχερός μπορεί να πετύχει και σε επανάληψη στην τηλεόραση (έχει προβληθεί στην ΕΤ-3) ένα ντοκυμαντέρ με την Σούχα Μπεσάρα να διηγείται την ιστορία της στην φυλακή του Κιαμ, που πλέον έχει κλείσει και λειτουργεί ως μουσειακός χώρος. Οι σιωνιστές θα ήθελαν να καταλάβουν τον Νότιο Λίβανο και να την ξανανοίξουν, αλλά, όσο η Αντίσταση βγάζει ανθρώπους σαν την Σούχα Μπεσάρα, τους περιμένει μόνον η ήττα