Συλλαμβάνεται ο Ρήγας

Στις 6/19 Δεκέμβρη του 1797 δύο άνδρες έφτασαν στην Τεργέστη κι αμέσως κατευθύνθηκαν προς το «Βασιλικόν», ένα ξενοδοχείο που βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα. Αμέσως βρήκαν δωμάτιο, στο οποίο και κατέλυσαν. Τα πάντα ήταν ήσυχα, οι δύο άνδρες αποφάσισαν να ξεκουραστούν και τίποτα δε μαρτυρούσε τα όσα σε λίγες ώρες θα ακολουθούσαν.

Οταν πια είχε πέσει η νύχτα, η πόρτα του δωματίου χτύπησε, για να φανερωθεί στο άνοιγμά της ότι οι απρόσμενοι επισκέπτες ήσαν αστυνομικοί.
 
Ποιος από σας είναι ο Ρήγας, ρώτησε στα γερμανικά ο αξιωματικός, αφού προηγουμένως απηύθυνε στους ενοίκους έναν τυπικό χαιρετισμό.
Εγώ, απάντησε ο μεγαλύτερος σε ηλικία από τους δύο άνδρες.
Τόσο εσύ όσο και ο σύντροφός σου, βρίσκεστε υπό κράτηση, ήταν η ανταπάντηση του αξιωματικού.
Η πόρτα του δωματίου έκλεισε ξανά, ο αξιωματικός αποχώρησε κι απέξω έμειναν δύο αστυνομικοί για να φυλάνε τους κρατούμενους.
Οι δύο άνδρες δεν ήσαν άλλοι από τον Ρήγα Βελεστινλή – Φεραίο και το νεαρό Χριστόφορο Περαιβό2.
 
Μιάμιση ώρα μετά τη σύλληψή τους, ο Ρήγας και ο Περαιβός υποβλήθηκαν σε ανάκριση. Μη γνωρίζοντας όμως ο Περαιβός γερμανικά, απάντησε γι’ αυτόν ο Ρήγας, ο οποίος πήρε όλη την ευθύνη πάνω του λέγοντας4: «Εγώ αυτόν τον νέον δεν τον γνωρίζω ως συγκοινωνόν μου, αλλ’ ως συνοδοιπόρον, μάλιστα (καθώς μ’ εξωμολογήθη) μέλει να υπάγη εις την Ακαδημίαν της Μπάδουβας να διδαχθή την ιατρικήν». Οι αστυνομικοί μην έχοντας κάποιο στοιχείο σε βάρος του Περαιβού αποδέχθηκαν τις εξηγήσεις του Ρήγα. Διέταξαν τον πρώτο να μεταφερθεί και να μείνει σε άλλο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ενώ τον Ρήγα τον οδήγησαν στη φυλακή, ανοίγοντας έτσι το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του, αυτό που έμελλε να λάβει τέλος με τον φυσικό του θάνατο. Ας σταματήσουμε, όμως, εδώ την εξιστόρηση κι ας δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος και γιατί ήταν τόσο σημαντικός, ώστε να υποχρεωθούν οι αυστριακές αρχές να προβούν στη σύλληψή του.
 
Μπορούσε να έχει μια ήσυχη και καλή ζωή, αλλά…
 
Ο Ρήγας Βελεστινλής γεννήθηκε στο θεσσαλικό χωριό Βελεστίνο στα 1757. Το οικογενειακό του όνομα ήταν Κυριτζής ή Κυριαζής5. Για τα πρώτα τριάντα, περίπου, χρόνια της ζωής του, δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τον ίδιο και την οικογένειά του κι αυτά κυρίως από θρύλους και παραδόσεις, που εξ αντικειμένου εμπεριέχουν, τουλάχιστον, το στοιχείο της υπερβολής. Εν πάση περιπτώσει, η παράδοση εμφανίζει την οικογένεια του Ρήγα ως μία από τις πιο ευκατάστατες στο Βελεστίνο με πολλά κτήματα, τρία μεγάλα χάνια, βυρσοδεψείο, βαφείο και εργοστάσιο κατασκευής υφασμάτων και ταπήτων, στο οποίο εργάζονταν περισσότεροι από 40 εργάτες6.
 
Η οικονομική ευχέρεια της οικογένειάς του, έδωσε τη δυνατότητα στον Ρήγα να πάρει καλή μόρφωση. Ετσι σύμφωνα με ορισμένες πηγές σπούδασε στη σχολή της Ζαγοράς και σύμφωνα με άλλες στη σχολή των Αμπελακίων, ενώ, όταν αποφοίτησε, δούλεψε για λίγο ως δάσκαλος στο χωριό Κισσός του Πηλίου7.
 
Στη Θεσσαλία ο Ρήγας δεν έμεινε πολύ. «Φιλελεύθερος ων, και μη υποφέρων την τυραννίαν και τη βαρβαρότητα των της πατρίδας του Οθωμανών – γράφει ο Περαιβός – εγκατέλειψε τη φίλην πατρίδα, πορευθείς εις τόπον ελεύθερον και αρμόδιον προς ανάπτυξιν των ιδεών του, όστις ην η Δακία, το μόνον τότε άσυλον των ελευθεροφρόνων Ελλήνων». Και προσθέτει: «Οσάκις συνέπιπτε λόγος περί τυραννίας των εν Θεσσαλία Οθωμανών, ο Ρήγας απέδιδε τα πρωτεία της βαρβαρότητος και αγριότητος εις τους κατοίκους της πατρίδας του, Βελεστίνου, προσέλεγε δε αστεϊζόμενος “τα γουρούνια του Βελεστίνου έχουν σουρλάν (προβοσκίδα) χοντρότερον, και δόντια σουβλερότερα”»8.
 
Ισως για το λόγο αυτό, ότι δηλαδή ο Ρήγας, μιλούσε με τέτοιο τρόπο για την οθωμανική βαρβαρότητα στο Βελεστίνο, ο θρύλος τον θέλει να φεύγει κυνηγημένος από τον τόπο του, γιατί αναγκάστηκε να σκοτώσει κάποιον Τούρκο μην μπορώντας να αντέξει το καθεστώς της οθωμανικής σκλαβιάς. Το πιο πιθανό, όμως, είναι να μην συνέβηκε κανένα τέτοιο περιστατικό κι ο Ρήγας να εγκατέλειψε τον τόπο του, όπως συνήθιζαν να κάνουν πολλοί νέοι της εποχής του, προπαντός Πηλιορείτες. Ο Δ. Φωτιάδης δίνει τούτη την εκδοχή για το φευγιό του Ρήγα. «Το 1774 – γράφει9 -, υπογράφηκε η ρωσοτουρκική συνθήκη ειρήνης. Κι ακολούθησε ο κατατρεγμός και ο θάνατος από τον Ολυμπο ως το Μοριά. Χιλιάδες ξεριζώθηκαν τότε από τον τόπο τους φεύγοντας στα ξένα… Τότε, λοιπόν, μέσα σε τούτη τη γενική φυγή, πρέπει να ξενιτεύτηκε ο Ρήγας, γύρω στα 1774 με 1777».
 
Το όραμα
 
Το όραμα του Ρήγα ήταν συνδεδεμένο με την κοινωνική απελευθέρωση όλων των λαών που βρίσκονταν υπό το καθεστώς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όχι μόνο των υπόδουλων αλλά και αυτών των ίδιων των Τούρκων. Στο Θούριο, για παράδειγμα, έγραφε17: «Σ’ Ανατολή και Δύση και Νότον και Βοριά/ για την πατρίδα όλοι νάχωμεν μια καρδιά. Στην πίστη του ο καθ’ ένας, ελεύθερος να ζη,/ στη δόξα του πολέμου να τρέξωμεν μαζί. Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,/ Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,/ Για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί». Το ίδιο πνεύμα κυριαρχεί και στο Σύνταγμά του όπου μεταξύ άλλων, προσδιορίζοντας τη «Νέα Πολιτική διοίκηση των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των μεσογείων νήσων και της Βλαχομπογδανίας», σημειώνει18: «Ο αυτοκράτωρ λαός είναι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, Ελληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλον είδος γενεάς».
 
Αυτό ήταν το επαναστατικό όραμα του Ρήγα, για το οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή του. Μπορούσε όμως να το προωθήσει χωρίς την ύπαρξη ανάλογης επαναστατικής οργάνωσης;
 
Ο Χρ. Περραιβός που υπήρξε σύντροφος του Ρήγα, στα γραπτά του είναι κατηγορηματικός ότι ο Ρήγας είχε συστήσει επαναστατική οργάνωση – εταιρία σύμφωνα με την ορολογία της εποχής. «Οσο διά την πρώτην εταιρείαν του αοιδίμου Ρήγα του Φεραίου – γράφει19 – χρεωστώ να είπω τινά εν περιλήψει, διότι τα ηξεύρω ακριβέστερα από κάθε άλλον, διότι εχρημάτισα μέλος εκείνης και συγκοινωνός των κινδύνων της». Την ύπαρξη εταιρίας ο Περραιβός την επιβεβαιώνει και στη «Σύντομη βιογραφία του Ρήγα»20. Αλλά και η αυστριακή αστυνομία βεβαιώνει ότι υπήρχε επαναστατική εταιρία στην οποία συμμετείχαν ο Ρήγας και οι σύντροφοί του21.
 
Η τελευταία σκηνή
 
Οπως αναφέραμε στην αρχή, ο Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη στις 19 Δεκέμβρη του 1797. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές είχε αποφασίσει να κατέβει στην Ελλάδα μέσω Τεργέστης αλλά θα περνούσε πρώτα από τη Βενετία. Ο Κορδάτος μας πληροφορεί ότι στη Βενετία υπήρχαν πολλοί μυημένοι στην επαναστατική εταιρία του Ρήγα και μέσω αυτών θα κανονιζόταν το ταξίδι στην Ελλάδα, «ανάλογα με τις πληροφορίες που είχαν συγκεντρωθεί από την Ηπειρο, τη Μάνη, τη Θεσσαλία, τη Ρούμελη και το Μοριά»25. Με τη διαπίστωση του Κορδάτου περί μυημένων ή εντέλει συμπαθούντων των επαναστατικών διεργασιών συνάδει και η μαρτυρία του Περραιβού που, όπως προαναφέραμε, μας πληροφορεί πως μετά τη σύλληψή τους στην Τεργέστη κατάφεραν και πέταξαν στη θάλασσα γράμματα με τις υπογραφές εμπόρων που στην κατάλληλη στιγμή θα ενίσχυαν τον αγώνα. Ο Περραιβός, προσθέτει ότι ο Ρήγας θα πήγαινε στη Βενετία «προς συνέντευξιν του Ναπολέοντος». Φαίνεται πως στόχος του Ρήγα ήταν να συνδέσει το επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα με τη Γαλλία, προσδοκώντας σε ηθική και υλική βοήθεια.
 
Εν πάση περίπτωση, πριν φύγει από τη Βιέννη ο Ρήγας, έστειλε στην Τεργέστη, στο φίλο και έμπιστο σύντροφό του Αντώνη Κορωνιό τρία κιβώτια με επαναστατικό υλικό. Επειδή όμως ο Κορωνιός έλειπε στη Δαλματία για εμπορικές δουλιές, τα κιβώτια παρέλαβε ο συνεταίρος του από την Κοζάνη Δημήτριος Οικονόμου, ο οποίος, αφού τα άνοιξε και είδε τι περιείχαν, κατέδωσε τα καθέκαστα στην αυστριακή αστυνομία. Ετσι, μόλις ο Ρήγας έφτασε στην Τεργέστη συνελήφθη αμέσως. Συλλήψεις επαναστατών ή υπόπτων για επαναστατική δράση έγιναν επίσης σε Βιέννη, Πέστη, Σεμλίνο. Συνελήφθησαν οι επτά που συνόδεψαν τον Ρήγα ως το θάνατο αλλά και οι Γεώργιος Πούλιος, Φιλ. Πέτροβιτς, Γ. Θεοχάρης, Κ. Τούλιος και Κ. Δουκάς. Ο Ρήγας και οι επτά παραδόθηκαν, τον Απρίλη του 1798, στις τουρκικές αρχές – γιατί ήσαν Τούρκοι υπήκοοι – και μεταφέρθηκαν στο Βελιγράδι. Υστερα απ’ αυτό το γεγονός το τέλος τους ήταν κάτι περισσότερο από προδιαγραμμένο.
 
Στις 11/24 Ιούνη του 1798, αργά το βράδυ, οκτώ Ελληνες που κρατούνταν φυλακισμένοι στο κάστρο «Neboisa» του Βελιγραδίου βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στα κελιά τους διά της μεθόδου του στραγγαλισμού. Ηταν ο Ρήγας Βελεστινλής (Φεραίος), ετών 40, ο Ευστράτιος Αργέντης, έμπορος από τη Χίο, ετών 31, ο Δημήτριος Νικολίδης, γιατρός από τα Ιωάννινα, ετών 32, ο Αντώνιος Κορωνιός έμπορος και λόγιος από τη Χίο, ετών 27, ο Ιωάννης Καρατζάς, λόγιος από τη Λευκωσία της Κύπρου, ετών 31, ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούτζιας, έμπορος από τη Σιάτιστα, ετών 22, ο Ιωάννης Εμμανουήλ, φοιτητής ιατρικής, από την Καστοριά, ετών 24 και ο αδελφός του Παναγιώτης Εμμανουήλ, υπάλληλος του Αργέντη, ετών 2226. Τα πτώματα των νεκρών ρίχτηκαν στο Σάβα, παραπόταμο του Δούναβη, που τώρα χωρίζει το παλιό από το νέο Βελιγράδι.
 
ολόκληρο το άρθρο στο erodotos.wordpress.com

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ντράγκι: Να αγοράσουν οι τράπεζες κρατικά ομόλογα

Συνάντηση Παπαδήμου- Μπουτάρη