Το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών δηλώνει με ανακοίνωση του την προσήλωσή του στις αρχές της ίσης μεταχείρισης, της ισονομίας και της ισοπολιτείας και καλεί την Πολιτεία να υπερβεί την ακινησία και να ανταποκριθεί στην πλήρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των LGBTI προσώπων.
Όπως τονίζει με αφορμή την 17η Μάη, Παγκόσμια Ημέρα κατά της Ομοφοβίας, Αμφιφοβίας, Τρανσφοβίας και Ιντερφοβίας:
Πράγματι, αποτελεί αντικειμενική διαπίστωση και όχι υποκειμενική κρίση το γεγονός ότι τα δύο τελευταία χρόνια, το Ελληνικό Κοινοβούλιο, δεν έχει ψηφίσει ούτε μία νομοθεσία που να προάγει και να κατοχυρώνει τα LGBTI δικαιώματα, ενώ στη περίπτωση που δόθηκε η ευκαιρία κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος να προστεθούν ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα και η έκφραση φύλου ως πεδία απαγόρευσης των διακρίσεων, αυτό δεν έγινε δεκτό και έτυχε αναιτιολόγητα της αρνητικής ψήφου της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Τούτο συμβαίνει ενόσω αποτελεί εξίσου αντικειμενική διαπίστωση και όχι υποκειμενική κρίση ότι στην χώρα μας τα LGBTI πρόσωπα αντιμετωπίζουν έντονο κλίμα αρνητικών στερεοτύπων, μισαλλοδοξίας, διακρίσεων, αλλά και ρατσιστικής βίας, ενώ ιδιαίτερα η κοινότητα των τρανς προσώπων θεσμοποιημένους αποκλεισμούς και πληρώνει το πιο βαρύ τίμημα της άνισης μεταχείρισης σε όλα τα πεδία της καθημερινότητας.
Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται περαιτέρω από τα καταγεγραμμένα στοιχεία του Δικτύου κατά της Ρατσιστικής Βίας, εκ των οποίων τεκμαίρεται αβίαστα ότι τα τελευταία χρόνια και χωρίς να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη βελτίωση, για τα LGBTI και ιδιαίτερα τα τρανς άτομα, το πρόσωπο των έντονων διακρίσεων και κυρίως της ρατσιστικής βίας δείχνει τα δόντια του σε πολύ υψηλά ποσοστά. Επικεντρώνοντας, δε, στα τρανς πρόσωπα, οι καταγραφές αναδεικνύουν έντονες λεκτικές και φυσικές επιθέσεις σε όλους τους τομείς (στο δημόσιο χώρο, στο σχολείο, στον χώρο της υγείας, παντού) και κυρίως χωρίς να τιμωρούνται (χαρακτηριστική περίπτωση επίθεσης από μαθητές που καθηγητής το αιτιολόγησε λέγοντας «μη δίνετε σημασία παιδιά είναι»).
Περεταίρω, δεν νοείται ισονομία και ισοπολιτεία όσο οι LGBTI πολίτες της χώρας μας δεν έχουν πρόσβαση με ισότιμο τρόπο με τους ετερόφυλους συμπολίτες μας στον γάμο, την παιδοθεσία και την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Δεν νοείται ισότιμη μεταχείριση, όσο τα έγγαμα τρανς πρόσωπα πρέπει να επιλέγουν ανάμεσα στην αναγνώριση της ταυτότητας φύλου τους και υπάρχοντος γάμου, ούτε προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής όταν δεν μεταβάλλονται τα στοιχεία τυχόν τέκνου. Δεν νοούνται ταχείες, προσβάσιμες σε όλους και με βάση τον αυτοπροσδιορισμό διαδικασίες νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου, όταν η διαδικασία παραμένει δικαστική. Δεν μπορεί να νοηθεί υπό οποιαδήποτε έννοια ίση μεταχείριση για τα τρανς πρόσωπα όταν εξακολουθούν να υπάρχουν θεσμοποιημένοι αποκλεισμοί από επαγγέλματα, ούτε ισότιμη πρόσβαση στον χώρο της υγείας όταν εξακολουθούν να ελλείπουν ρυθμίσεις που θα διασφαλίζουν πρόσβαση σε πράξεις που για έμφυλους λόγους βρίσκονται σε αμφισβήτηση, ούτε όταν η ιδιαίτερη σημαντική διαδικασία της φυλομετάβασης σε όλα τα στάδια δεν καλύπτεται απ’ τα ασφαλιστικά ταμεία. Δεν νοείται, ακόμη προστασία της φυσικής ακεραιότητας όταν τα ίντερσεξ παιδιά, ακόμη και νεογνά υφίστανται χειρουργικές επεμβάσεις μη αναγκαίες και βλαπτικές για την υγεία τους, ή όταν καταγράφονται ακόμη και σήμερα περιστατικά «θεραπειών μεταστροφής».
Σε όλα τα παραπάνω η Πολιτεία οφείλει να ανταποκριθεί αποκαθιστώντας την ίση μεταχείριση, την ισονομία και την ισοπολιτεία, αλλά και περαιτέρω, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες της να αναλάβει θετικά μέτρα που θα διασφαλίζουν την προστασία των LGBTI προσώπων, θα άρουν τους αποκλεισμούς που αντιμετωπίζουν τα τρανς άτομα, και θα φέρουν τη χώρα μας στο προσκήνιο των χωρών της Ε.Ε. που δείχνουν τον σεβασμό στα δικαιώματα και τις ελευθερίες των LGBTI προσώπων.