Michael L. Gross, Tamar Meisels, Soft War. The ethics of unarmed conflict [Ήπιος πόλεμος. Η ηθική της άοπλης σύγκρουσης] (πρόλογος: Michael Walzer), Cambridge University Press, σσ.: 268
Μέχρι πριν από δυο εβδομάδες, ο εικοστός αιώνας των παγκόσμιων πολέμων και της πυρηνικής απειλής έμοιαζε να ανήκει οριστικά στα βιβλία Ιστορίας. Για τον Μακρόν, το ΝΑΤΟ ήταν «εγκεφαλικά νεκρό». Τα πεδία της μάχης ήταν κυρίως στην Ασία και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις –όλο και περισσότερο υπόθεση μη επανδρωμένων αεροσκαφών και «μη κρατικών δρώντων»– έδιωχναν πρόσφυγες ανεπιθύμητους στην Ευρώπη. Επιτάχυνση της Ιστορίας μακάβρια: μέσα σε λίγες μέρες, η φράση «τρίτος παγκόσμιος» ακούγεται όλο και συχνότερα στην τηλεόραση, που ως τώρα απέφευγε τα δύσπεπτα θέματα, και στις συζητήσεις στο δρόμο, εκεί που ως τώρα κυριαρχούσαν η πανδημία και η ακρίβεια. Οι δημοφιλείς ιστοσελίδες συστήνουν πια τα πέντε ή δέκα πράγματα που πρέπει να κάνουμε σε περίπτωση πυρηνικής αναμέτρησης. Και τα «χάπια ιωδίου» φτιάχνουν το καθημερινό λεξιλόγιο για τις ψευδαισθήσεις αυτονομίας και ατομικής επιβίωσης μέσα στον πιθανό όλεθρο.
Η λέξη «αυτοκρατορία» δεν περιγράφει πια με τις γνωστές αποχρώσεις μεταμοντερνισμού το δυτικό μεταπολεμικό οικοδόμημα, που μέχρι πρότινος έκανε εξαγωγή πολέμων, καθιστώντας απαγορευτική την έξοδο από τα δίκτυά του: «αυτοκρατορία» σήμερα είναι οι σχεδιασμοί του εισβολέα Πούτιν. Τα δυτικά Μέσα αυτοοικτίρονται για το πόσο τον υποτίμησαν. Θυμίζουν αναγεννημένους προτεστάντες που διακηρύσσουν στα πρωτοσέλιδα την πολεμική «αφύπνισή» τους. Στις στιγμές μεγαλείου των πρωταγωνιστών, ωστόσο, η αλήθεια αποδεικνύεται πιο σύνθετη απ’ ό,τι η φωτογραφία των ρωσικών εγκλημάτων πολέμου, που αποτυπώνει με ακρίβεια τη στιγμή: «Οι Σύμμαχοι του ΝΑΤΟ», εξηγούσε την Παρασκευή στους δημοσιογράφους ο γενικός γραμματέας του, «έχουν εκπαιδεύσει και εξοπλίσει τις ουκρανικές Ένοπλες Δυνάμεις για πολλά χρόνια. Ξεκινήσαμε το 2014. Και οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ, ειδικά οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς, αλλά και η Τουρκία έχουν παράσχει εξοπλισμό και στρατιωτική βοήθεια. Και έχουμε εκπαιδεύσει δεκάδες χιλιάδες ουκρανικές δυνάμεις. Και τώρα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή». Και συνέχιζε, για όποιον ακόμα δεν θέλει να καταλάβει: «σε σύγκριση με το σημείο όπου βρισκόταν ο ουκρανικός στρατός το 2014, η εκπαίδευση που παρείχαν οι Σύμμαχοι του ΝΑΤΟ, ο εξοπλισμός που παρείχαν οι Σύμμαχοι του ΝΑΤΟ από το 2014, έκανε τον ουκρανικό στρατό πολύ καλύτερα εκπαιδευμένο, πολύ καλύτερα εξοπλισμένο, πολύ καλύτερα διοικούμενο, και πολύ πιο δυνατό».
Ακόμα και στα μουσικά ραδιόφωνα ή τα χαζοχαρούμενα φρι-πρες, οι αναγεννημένοι «διεθνολόγοι», προπονητές της φεϊσμπουκικής κερκίδας και των φιλελεύθερων ΜΜΕ, δυσανασχετούν όταν ακούγεται η λέξη «ειρήνη». Όποτε δεν εξηγούν, νηφάλια υποτίθεται, γιατί ένας τρίτος παγκόσμιος είναι σήμερα «αναπόφευκτος», πανηγυρίζουν τα πλήγματα του «ήπιου πολέμου», των κυρώσεων και της πρωτοφανούς λογοκρισίας στα ρωσικά ΜΜΕ. Ποντάρουν στο σενάριο οι κυρώσεις να επισπεύσουν την ανατροπή του σφαγέα Πούτιν στη Ρωσία. Αδιαφορούν, όμως, για την κοινή λογική: όσο νομιμοποιημένες κι αν είναι στο διεθνές δίκαιο, τι θα στοιχίσουν οι κυρώσεις αυτές στους άφταιγους άμαχους στη Ρωσία; Πόσος επιπλέον αυταρχισμός θα χρειαστεί για να πειθαρχηθεί η ρωσική κοινωνία ώστε να τις αντέξει; Πόση υποστήριξη μπορεί να κερδίσει ο επιτιθέμενος Πούτιν προσποιούμενος το θύμα; Πόσο αδιάφοροι υπήρξαν οι αυταρχικοί ηγέτες (στο Ιράν, τη Συρία και αλλού) για τις επιπτώσεις των κυρώσεων στους λαούς τους; Υπάρχουν τελικά «ήπια» μέσα για να συμμετάσχει κανείς σε έναν πόλεμο;
Τι είναι ένας «ήπιος» πόλεμος;
Αυτός ο «ήπιος πόλεμος» είναι το θέμα του βιβλίου που επιμελήθηκαν ο Μάικλ Γκρος, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Χάιφα, και η Ταμάρ Μάισελς, καθηγήτρια Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ. Ζώντας στο προπύργιο του μιλιταρισμού της Μέσης Ανατολής, οι δύο επιμελητές ασχολούνται για χρόνια με ζητήματα ηθικής και πολιτικής που έχουν να κάνουν με την ασφάλεια, την τρομοκρατία, τον ανταρτοπόλεμο και το δόγμα του δίκαιου πολέμου.
«Η θεωρία του δίκαιου πολέμου», εξηγούν στην εισαγωγή οι δύο επιμελητές, «εστιάζει κυρίως στις σωματικές βλάβες, όπως η θανάτωση, ο ακρωτηριασμός και ο βασανισμός. Το ζήτημα άλλων βλαβών σε μεγάλο βαθμό παραβλέπεται. Την ίδια στιγμή, οι σύγχρονες διεθνείς συγκρούσεις στρέφονται όλο και περισσότερο σε άοπλες τακτικές, εφαρμόζοντας “ηπιότερες” εναλλακτικές ή υποκατάστατα κινητικής (φυσικής) ισχύος, με τα οποία η ηθική του πολέμου ή το διεθνές δίκαιο δεν έχουν ασχοληθεί επαρκώς».
Η έννοια του «ήπιου πολέμου» παραπέμπει στην «ήπια ισχύ» (soft power), όρο που χρησιμοποιούν οι διεθνολόγοι για να περιγράψουν την άσκηση ισχύος διά της πειθούς, αντί για τη χρήση μέσω επιβολής. Αντίθετα, ο «ήπιος» πόλεμος περιλαμβάνει όλα τα μέσα μη φυσικής ισχύος, μέσα πειθούς όσο και καταναγκασμού, που περιλαμβάνουν τον κυβερνοπόλεμο και τις οικονομικές κυρώσεις, τον επικοινωνιακό πόλεμο και την προπαγάνδα, τη μη βίαιη αντίσταση και την πολιτική ανυπακοή, τις απαγωγές, το μποϋκοτάζ και τη χρήση του νόμου ως πολεμικού μέσου (“lawfare”). Οι επιμελητές παραδέχονται ότι κάποια από τα μέσα αυτά ίσως θεωρούνται καθ’ υπερβολήν «πόλεμος», ενώ άλλα είναι κάθε άλλο παρά «ήπια».
Στην πράξη –εξηγούν–, ο ήπιος πόλεμος είναι γενικά λιγότερο καταστροφικός αλλά όχι λιγότερο αποδοτικός απ’ ό,τι οι σκληρές, φυσικές (kinetic) πολεμικές επιχειρήσεις. Στη θεωρία, ενώ η παράδοση του δίκαιου πολέμου έχει πολλά να πει για τον «σκληρό» πόλεμο –σφαίρες, βόμβες και ξιφολόγχες–, ουσιαστικά σιωπά πάνω στο ζήτημα του «ήπιου» πολέμου. Οι τακτικές του «ήπιου» πολέμου, στο σύνολό τους, φωτίζουν μια εξολοκλήρου παραγνωρισμένη πτυχή της διεθνούς σύγκρουσης […] που λειτουργεί ως συμπλήρωμα στον σκληρό πόλεμο ή ως μεμονωμένο σύνολο στρατηγικών. Ως συμπλήρωμα ή πρελούδιο σε σκληρό πόλεμο […]
Οι οικονομικές κυρώσεις, υποστηρίζουν οι Γκρος και Μάισελς, αποτελούν παραδειγματική περίπτωση «ήπιου» πολέμου. Ένας λόγος να προσφύγει κανείς σε αυτές, αντί σε έναν ολοκληρωμένο πόλεμο, είναι για να επιδοθεί σε ένα πρώτο, ηπιότερο στάδιο εχθροπραξιών, ασκώντας πίεση για να επιτευχθεί μια συμφωνία, ει δυνατόν, προτού η προσφυγή στα όπλα γίνει απαραίτητη. Ένας άλλος λόγος είναι ότι η άμεση προσφυγή στον πόλεμο μπορεί να αντιμετωπίζει δυσκολίες ως προς τον ανεφοδιασμό. Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, οι κυρώσεις λειτουργούν ως εναλλακτικό μέσο, η εξάντληση του οποίου είναι πιθανό να οδηγήσει σε άμεση στρατιωτική αναμέτρηση.
Πόλεμος «ήπιος» για ποιους;
Η χρήση των κυρώσεων σε βάρος της εγκληματικής ρωσικής πολιτικής στην Ουκρανία, από κοινού με τη λογοκρισία των ρωσικών μέσων και τη χρήση της προπαγάνδας, είναι ένας «ήπιος» πόλεμος άγνωστης διάρκειας. Ως στρατηγική, αντιστοιχεί σε μια Ευρώπη με γερασμένο πληθυσμό, απρόθυμη να ρισκάρει ανθρώπινες ζωές στη μάχη – όταν οι ζωές αυτές είναι των «δικών μας». Στην πραγματικότητα, η χρήση «ήπιων» μέσων εξοικονομεί ευρωπαϊκό αίμα, διεκδικεί την δυτική κοινή γνώμη, στέλνει «μήνυμα» ενότητας της Δύσης προς την Κίνα και, την ίδια στιγμή, διευρύνει το πεδίο της μάχης. Καταρχάς, εντάσσει σε αυτήν τη ρωσική κοινωνία, που υποφέρει ήδη τις οικονομικές συνέπειες ενός πολέμου που δεν επέλεξε, μαζί με τον αχαλίνωτο πλέον αυταρχισμό ενός ηγέτη που, με την έγκριση της ρωσικής Δούμας, θα φυλακίζει όποιον διαδίδει πληροφορίες για την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» στην Ουκρανία – πληροφορίες άλλες από αυτές που υπαγορεύει το «εθνικό συμφέρον».
Η εφαρμογή των κυρώσεων εμπλέκει όμως και την Ευρώπη: δεν την εμπλέκει μόνο οικονομικά, διακόπτοντας δηλαδή ζωτικής σημασίας εμπορικές συναλλαγές και εκτοξεύοντας τις τιμές της ενέργειας. Τη βάζει επίσης στον πόλεμο πολιτικά και πολιτισμικά: δημιουργώντας ένα κλίμα στρατιωτικοποίησης των πνευμάτων, απολύτως επικίνδυνο για τη δημοκρατία –εθίζοντας τις κοινωνίες στο φόβο, τον κυνικό υπολογισμό των πάντων βάσει του «εθνικού συμφέροντος» και τις ψευδαισθήσεις μιας αυτόνομης, εθνικής ή ατομικής επιβίωσης. Όποιος σήμερα κοιτάζει καχύποπτα όταν ακούγεται η λέξη «ειρήνη», προσφέρει τις χειρότερες δυνατές υπηρεσίες στους πολεμοκάπηλους: αν κάτι δείχνει η αναβάθμιση του «ήπιου» πολέμου δίπλα στον παραδοσιακό καταστροφικό πόλεμο, είναι ότι η «ήπια» διεύρυνση του πεδίου της μάχης, κάνει τις γνώμες μας να μετρούν περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε.