Τον Οκτώβριο ένα βιβλίο – ένα δοκίμιο με λιγότερες από 200 σελίδες – κόστιζε 7.100 πέσος, σήμερα κοστίζει 14.900. Διότι τα κόστη του χαρτιού, της έκδοσης και της διανομής ακολούθησαν την υποτίμηση και τον εντυπωσιακό πληθωρισμό που εκτοξεύτηκε στα ύψη, ιδίως, από τον Οκτώβριο του 2023 και μετά.
Επομένως, το σχεδόν προφανές ερώτημα είναι: ποιος μπορεί να αγοράσει ένα βιβλίο όταν, ταυτόχρονα με την αύξηση της τιμής, η απώλεια της γενικής αγοραστικής δύναμης είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων σαράντα ετών;
Κανείς δεν θα δώσει προτεραιότητα σε ένα βιβλίο όταν πηγαίνει από σούπερ μάρκετ σε σούπερ μάρκετ για να βρει μια προσφορά για ένα κιλό κρέας ή ρύζι σε χαμηλότερη τιμή. Ή όταν η τιμή των φαρμάκων έχει αυξηθεί πολύ περισσότερο από 100% τις τελευταίες εκατό ημέρες. Σε ποια χώρα του κόσμου η πώληση φαρμάκων καταρρέει κατά 27 ή 30% εάν αυτό το φάρμακο είναι απαραίτητο για την πίεση, τον διαβήτη κ.λπ.; Έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο.
Αυτό που μας συμβαίνει είναι αυτό που οι επιστήμονες, οι ανθρωπιστές, οι ζωγράφοι, οι δραματουργοί, οι φιλόσοφοι κ.λπ. κατήγγειλαν με έκπληξη όταν οι φασίστες και οι Ναζί αποβιβάστηκαν και σκόρπισαν την ηφαιστειακή τους λάβα, το πύον τους, τη δεκαετία του 1920 και του 1930 πριν από εκατό χρόνια. Έθεσαν στον εαυτό τους την ερώτηση και την έκαναν και στους συναδέλφους τους: «Δεν βλέπετε τι συμβαίνει; Δεν βλέπετε τι κάνουν; Δεν βλέπετε ότι θα τα διαλύσουν όλα;».
Και όλοι αυτοί, εκείνοι που ούρλιαζαν απελπισμένα γιατί δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που συνέβαινε, ένιωθαν μόνοι. Ένιωθαν μόνοι γιατί υπήρχε μια κοινωνική βάση, μια μανία, ένα μίσος, που είχαν δημιουργήσει μια συναίνεση. Η συναίνεση για την οποία μιλούσε ο Γκράμσι και η οποία επέτρεψε να συμβούν όλα όσα συνέβησαν.
Έτσι είμαστε και σήμερα. Παρόλη την πείνα που υπάρχει στην Αργεντινή, παρόλη την αίσθηση μιας νεκρής κοινωνίας, έχουν την συναίνεση. Σε άλλες περιόδους – για πολύ λιγότερο – θα είχαν εκραγεί όλα.
Σήμερα υπάρχουν άπειρες μικρο-διαμαρτυρίες και κάποιες όχι και τόσο μικρο, αλλά αποτυγχάνουν να μετατραπούν σε ένα περισσότερο ή λιγότερο μαζικό κίνημα με στόχο την ανατροπή. Γιατί; Υπάρχουν πολλές απαντήσεις στο ερώτημα.
Η απάντησή μου είναι δομική: σε σαράντα χρόνια από την επιστροφή της δημοκρατικής ζωής, η δημοκρατία δεν πρόσφερε παρά φτώχεια και εξαθλίωση, δεν πρόσφερε τίποτα άλλο παρά σπατάλη των πόρων και επικύρωση των στοχευμένων φιλελεύθερων πολιτικών της Συμφωνίας της Σάντα Φε, της υποχώρησης του κοινωνικού κράτους και ενός ηγεμονικού μπλοκ που κάθε λεπτό της κάθε μέρας ημέρας πάλεψε, στο εσωτερικό του, για να επαναπροσδιορίσει το μοντέλο της συσσώρευσης. Αυτό το μοντέλο συσσώρευσης που κρατά ενωμένο – και ωφελεί – το ηγεμονικό μπλοκ, δεν ενώνει και δεν ωφελεί τους Αργεντινούς, γιατί τα μεσαία στρώματα, η αγροτική και η αστική εργατική τάξη, θεωρούνται περιττές.
Υπάρχει ένα τεράστιο «πλεόνασμα». Και το κεφάλαιο δεν έχει ανάγκη αυτούς τους εργάτες, ούτε αυτούς τους ειδικούς. Εκνευρίζεται και ενοχλείται από τον πληθυσμό που βρίσκεται σε περιοχές που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να τις εκμεταλλευτεί με τις εξορύξεις, την γεωργία ή οποιαδήποτε άλλη εξορυκτική δραστηριότητα (δασοκομία, τουρισμό, ακίνητα, αλιεία). Επομένως, με τον εξορυκτισμό ως μοντέλο, στη χώρα πλεονάζουν εκατομμύρια άνθρωποι που δεν ξέρουν τι να τους κάνουν.
Ο λεγόμενος «περονισμός», προωθητής και υποστηρικτής αυτού του μοντέλου συσσώρευσης, συγκράτησε τις εστίες όσο αυτό το μοντέλο εφαρμοζόταν, μέσω της κρατικής εργασίας ή της στήριξης με σχέδια έργων και επιδοτήσεις.
Αυτή η «διακυβέρνηση» ήταν μια επιβίωση που επέτρεπε να διατηρηθεί το επίπεδο της φτώχειας στο 30-35% για τριάντα χρόνια, αλλά δεν έφερε καμία ουσιαστική πρόοδο. Και αυτή η διευθέτηση της φτώχειας, και αυτή η «κοινωνική ειρήνη» – όπως ερμηνεύτηκε από τους καλοπροαίρετους αστούς- είχε ως άλλη όψη του νομίσματος την αλματώδη προέλαση της δύναμης των ναρκωτικών στην περιοχή.
Διότι ολόκληρες περιοχές ή μικρότερες γειτονιές χωρίς Κοινωνικό Κράτος (σχολείο, νοσοκομείο, μισθό, πολιτιστικές δράσεις) αφέθηκαν στην τύχη τους. Ναι, είναι αλήθεια, με κάποιες μορφές αυτονομίας και οριζοντιότητας, αλλά σε μεγάλο βαθμό με μικρά φιλοδωρήματα λίγων πέσος (σε όρους ΑΕΠ) που το κρατικό κεφάλαιο διένειμε για να εγγυηθεί το status quo.
Αλλά το να πιστεύουμε ότι όλος αυτός ο πληθυσμός (15 ή 16 εκατομμύρια στα 45 εκατομμύρια), που εδώ και τριάντα χρόνια βλέπει μόνο φτώχεια, αποκλεισμούς και το καρναβάλι του κεφαλαίου και του κράτους-κεφαλαίου, «κοιμόταν» είναι παραλογισμός.
Αυτός ο πληθυσμός επέζησε χάρη στην άτυπη οικονομία και τη ναρκο-τοπική εξουσία. Κακώς, αλλά επέζησε. Και όταν ήρθε η ώρα να ψηφίσει, ψήφισε ως επί το πλείστον δεξιά, λόγω του γεγονότος ότι ο περονισμός – που ισχυρίζεται ότι είναι αριστερός ή προοδευτικός – το μόνο που ήξερε να κάνει ήταν πώς να διαχειρίζεται τη φτώχεια.
Εξ ου και η ερώτηση που επαναλαμβάνεται από Ουρουγουανούς, Βραζιλιάνους, Χιλιανούς, Μεξικανούς και Ευρωπαίους. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πώς μια χώρα με ΑΕΠ μεταξύ 350 και 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων (ανάλογα με τη δεκαετία) βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση.
Αλλά είναι απολύτως κατανοητό. Το ηγεμονικό μπλοκ δεν ενδιαφέρεται να επενδύσει τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια που συσσωρεύει – χρόνο με το χρόνο – στη χώρα και να κατασκευάσει κάποιο έργο (όπως συνέβη στη Χιλή ή στη Βραζιλία). Με αυτό δεν λέω ότι η κατανομή του πλούτου στη Χιλή ή στη Βραζιλία ήταν ή είναι καλύτερη, γιατί ιστορικά είναι κοινωνίες όπου τα μεσαία στρώματα σχεδόν δεν υφίστανται. Σίγουρα όμως έχουν σχέδιο. Εδώ το σχέδιο είναι να αποστραγγίξουν τα χρήματα, με κανονικότητα σοκαριστική.
Ο λευκός Αργεντινός, αστικοποιημένος, φιλο-ευρωπαίος, φιλο-διαφωτιστής, είναι τρομοκρατημένος που όλη αυτή η μάζα των morochos, «οι μελαμψοί», απόκληροι, περιθωριοποιημένοι, εξαθλιωμένοι, που σέρνουν την ύπαρξή τους για περισσότερα από τριάντα χρόνια, θα εισβάλλουν και θα τους αρπάξουν τις θέσεις της μικροεξουσίας και των μικροπρονομίων τους.
Ως εκ τούτου, ο κοινωνικός πόλεμος είναι καθημερινός, και ως εκ τούτου η εμμονή με την ασφάλεια και η έγκριση της θανατικής ποινής από τον Μιλέι και την Μπούλριτς είναι απολύτως κατανοητές. Οι λευκοί υποστηρίζουν αυτές τις πολιτικές (θανατική ποινή οσονούπω, αιώνια τιμωρία, αιώνια φυλάκιση, ζωή σε bunker), και οι φτωχοί επίσης.
Γιατί οι φτωχοί (εκείνοι με το σκούρο δέρμα, οι μαυριδεροί, οι απόκληροι), αλλά που εργάζονται κάτω από τον μισθολογικό ζυγό και με πενιχρούς μισθούς, όπως σε κάθε Βαβυλώνα του κόσμου, έχουν διπλό θυμό: τον θυμό ενάντια στην πολιτική των πλουσίων και των λευκών και τον θυμό εναντίον των φτωχών που ζουν με επιδόματα (σε αυτό το ποσοστό φτώχειας που διατηρήθηκε γύρω στο 30% για περισσότερες από τρεις δεκαετίες) με σκυμμένη την πλάτη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Μιλέι και το μίσος του, η αναίδειά του και η ωμότητά του έχουν συναίνεση.
Εμείς, που επικαλούμαστε κάποια λογική, κάποια ιστορία, κάποια δικαιώματα για τα οποία δόθηκαν αγώνες και κατακτήθηκαν, κάποιες παραδόσεις και δομές, είμαστε μια μεγάλη μειοψηφία.
Η συζήτηση για τη δολαροποίηση, για το ανώφελο του σχολείου, της δημόσιας εκπαίδευσης, της επιστήμης και της έρευνας, του κινηματογράφου και του εθνικού θεάτρου, η συζήτηση του «δεν πρέπει να είναι δωρεάν», ο θατσερικός λόγος του «κάποιος θα πρέπει να πληρώσει» έχει διεισδύσει σε μεγάλο βάθος.
Κουβαλάμε καθημερινά μαζί μας μια σκιά θλίψης και προσπαθούμε, κάθε μέρα, να σφυρηλατήσουμε ιδέες και πρωτοβουλίες πιστεύοντας ότι αυτό που συμβαίνει δεν συμβαίνει και ότι, στην πραγματικότητα, οι μέρες αυτής της δυστοπίας είναι μετρημένες. Γνωρίζουμε όμως ότι το τελευταίο είναι περισσότερο μια έκφραση των επιθυμιών μας παρά ένας ελάχιστα βέβαιος ορίζοντας.
Έχουν ήδη γίνει πολλά πράγματα και σχεδόν κανένα από αυτά δεν κινεί τη βελόνα του αμπερόμετρου, γιατί το κεφάλαιο πανηγυρίζει για τα κεντρικά δομικά θέματα (όχι για τις γκριμάτσες και τις ανακοινώσεις αντιπερισπασμού). Έχουν εξανεμίσει όλα τα οικονομικά αποθέματα όπως (σχεδόν) ποτέ μέχρι τώρα. Πέτυχαν μια ψευδοεθνικοποίηση του ιδιωτικού εξωτερικού χρέους.
Οι εσωτερικές τιμές της οικονομίας σε όλους τους τομείς που συναπαρτίζουν την ίδια τη ζωή απαιτούν ευρωπαϊκούς μισθούς, αλλά ο μέσος μισθός είναι ο μισός από αυτόν της Χιλής ή της Ουρουγουάης και ο κατώτατος μισθός όπως και η ελάχιστη σύνταξη είναι χαμηλότερα από αυτά που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα όταν την συνέτριψε η μπότα της Μέρκελ και της τρόικας.
Στο ερώτημα, λοιπόν, εάν θα μπορούσε να συμβεί μια έκρηξη όπως αυτή του Δεκέμβρη του 2001, η απάντηση είναι ναι. Είναι δυνατό. Αλλά σε αντίθεση με αυτό που συνέβη πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, όταν η μάχη ενάντια στη δικτατορία ήταν νωπή και πολλοί έμπειροι αγωνιστές ήταν ζωντανοί και δικτυωμένοι, σήμερα βρισκόμαστε σε έναν άλλο κόσμο.
Για άλλη μια φορά η σοσιαλδημοκρατία (αποτυχημένη, στην προκειμένη περίπτωση) αποδείχθηκε η χειρότερη από όλους τους καρκίνους και αποσυντόνισε ό,τι είχε απομείνει από αυτή την εξουσία. Αυτό που επαναλαμβάνουν οι κορυφαίοι ηγέτες και τα στελέχη της είναι το: «πρέπει να περιμένουμε». Τι να περιμένουμε, όταν ήδη το 2023 η φτώχεια μεταξύ των κάτω των 25 ετών ξεπέρασε το 55% του πληθυσμού της Αργεντινής; Φυσικά τώρα όλα είναι χειρότερα, πολύ χειρότερα.
Εξακολουθώ να πιστεύω ότι τα κινήματα των πικετέρος και της λαϊκής οικονομίας, συν το φεμινιστικό κίνημα, συν το ιστορικό αποτύπωμα των κινημάτων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι οι μόνοι πυλώνες πάνω στους οποίους μπορούμε να οικοδομήσουμε κάτι, και είναι αυτά που ωθούν την CGT (Confederación General del Trabajo) να κινητοποιηθεί και να απομακρυνθεί (χλιαρά) από την δουλοπρεπή ακινησία. Από και στην επίσημη πολιτική δεν υπάρχει απολύτως τίποτα.
Σε αυτά προστίθενται, προφανώς, όλα όσα δεν είναι ούτε δομικά ούτε αντιπερισπασμός, αλλά στοχεύουν σαν πύραυλος στο συμβολικό και πολιτισμικό πλαίσιο: το κλείσιμο του εθνικού πρακτορείου ειδήσεων TELAM (Telenoticiosa Americana), το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός του πανεπιστημίου φτάνει μόνο για τρεις ή τέσσερις μήνες, το ενδεχόμενο κλείσιμο ή η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, η κατάργηση της χρηματοδότησης για τον κινηματογράφο, η βίαιη μείωση των μισθών των καθηγητών εξαιτίας της εξαφάνισης του Ταμείου αποζημιώσεων (Εθνικό Ταμείο Κινήτρων για Εκπαιδευτικούς) κ.λπ.
Επαναλαμβάνω: για πολύ λιγότερο, σε άλλες περιπτώσεις, η χώρα θα είχε πάρει φωτιά. Σήμερα, η κοινωνική συναίνεση, προϊόν αυτού του διασταυρούμενου μίσους (διασταυρούμενο από/προς πολλαπλές κατευθύνσεις) επιτρέπει σε έναν τραμπιστή κλόουν οπαδό του μουσολίνι να συνεχίσει να παραμένει εκεί που βρίσκεται.
πηγή: https://comune-info.net/