Όταν ο Mark Mazower δημοσίευσε την περίφημη Θεσσαλονίκη του θεώρησε καλό να την ονομάσει πόλη των φαντασμάτων. Έδινε έτσι μια γκόθικ απόχρωση στην πόλη και, ταυτόχρονα, συνέχιζε μια παράδοση σύνδεσής της με πράγματα μυστηριώδη, απόκοσμα, απειλητικά στη διαχρονία.
Ακολούθησαν κι άλλα βιβλία με τίτλους, όπως Άγνωστη Ιστορία της Θεσσαλονίκης, Μυστηριώδεις τόποι, Τόποι εγκλημάτων στη Θεσσαλονίκη κόκ. Διαμορφώθηκε έτσι μια καινούργια εικόνα της πόλης πλάι σε εκείνη της «ερωτικής» ή της πάντοτε σημαντικής για τα κράτη στα οποία ανήκε.
Η μεταφυσική ή θρίλερ χροιά, που αναδύεται από αυτήν την τροπή της ιστοριογραφίας της Θεσσαλονίκης, επιτείνει την εντύπωση σχετικά με τα θρυλούμενα Μυστήριά της. Τα φαντάσματα, όμως, στα οποία αναφέρεται ο Μαζάουερ δεν χρειάζεται να συνδεθούν κατ’ ανάγκη με σκοτεινές πλευρές της ιστορίας της. Θα μπορούσε εξίσου να αφορούν τις πολλές άγνωστες πλευρές της ζωής της πόλης, ακόμη και της πολύ πρόσφατης.
Ερανιστής και εξαιρετικός αφηγητής τέτοιων πλευρών αποδεικνύεται ο Γιάννης Γκλαρνέτατζης και στον τρίτο τόμο της τετραλογίας του, που επιχειρεί, με την επισταμένη εστίαση σε θραύσματα της πρόσφατης σχετικά ιστορίας να φτιάξει ένα συνεκτικό ψηφιδωτό, που μας βοηθάει να περιηγηθούμε την πόλη μας σε μέρες και ώρες μεταξύ των δεκαετιών του 1880 και του 1940, όταν η Θεσσαλονίκη έγινε, για καλό και για κακό, αυτό που είναι σήμερα. Έτσι κι αλλιώς, ο ίδιος είναι ένας σταθερός και ακούραστος «υπεύθυνος περιηγήσεων», πράγμα που φαίνεται στα κείμενά του με την επιμονή του να μας εξηγεί πού ακριβώς συνέβησαν αυτά που αφηγείται. Από την άλλη, η έμπνευσή του να φτιάξει τις συλλογές των αφηγήσεών του με κριτήριο την εποχή του χρόνου, στην οποία έλαβαν χώρα, μας δίνει την επαφή με σωματικές και αισθητηριακές συνδηλώσεις, μας βάζει, δηλαδή, να νιώσουμε τη ζέστη και το κρύο, την υγρασία, την καταχνιά, που πάνε μαζί με τα αφηγούμενα γεγονότα.
Οι Θερινές Στιγμές Σαλονίκης, που έχουν εκδοθεί πρόσφατα από τις συνεταιριστικές εκδόσεις της πόλης μας «Ακυβέρνητες Πολιτείες» (Οι Χειμερινές και οι Εαρινές είχαν αντίστοιχα εκδοθεί από τις επίσης συνεταιριστικές του alterthess), είναι μια εξαιρετική συλλογή αφηγημάτων, που ζωντανεύει την Θεσσαλονίκη, μας την προσφέρει για κοίταγμα και για περπάτημα, για πλησίασμα και ακούμπημα των ανθρώπων, που κινούνται «τότε εδώ».
Δεν πρόκειται για ένα ακόμη βιβλίο τοπικής ιστορίας. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο βιβλίο, μοναδικό από πολλές απόψεις , κυρίως, λόγω της οπτικής του, που είναι πολύ μακριά από την συνήθη δημοσιογραφική. Είναι κοινωνική ιστορία, πολύ τεκμηριωμένη και πολύ ζωντανή, ταυτόχρονα.
Επιλέγω δυό χαρακτηριστικά γεγονότα, που, κατά κάποιον τρόπο, θυμίζουν τη σημερινή μας συνθήκη, για να δείξω πώς επιλέγει το για τι θα μας μιλήσει ο Γκλαρνέτατζης. Γεγονότα, όπως καταγράφονται στον τύπο της εποχής, τα οποία συλλέγει και μελετάει σε βάθος.
Το πρώτο συμβαίνει το καλοκαίρι του 1923 και αφορά ένα είδος λαϊκής εξέγερσης εναντίον των χρηματιστών της πόλης, λόγω του ό,τι παίζουν παιχνίδια σε βάρος της ισοτιμίας της δραχμής και, έτσι, σε βάρος του βιοτικού επιπέδου των φτωχών. Σύμφωνα με τη Μακεδονία της 2ας Αυγούστου 1923, «[ο]ι εργάται και αι εργάτριαι, συγκεντρωθέντες εις το Εργατικόν Κέντρον περί την 6ην ώραν εξεκίνησαν κατευθυνόμεναι εις τον τόπον της χρηματαγοράς, προηγουμένων των εργατριών εν οις (sic) και δύο Μουσουλμανίδες. Λόγω του χθεσινού επεισοδίου οι χρηματισταί δεν συνεκεντρώθησαν εις τον συνήθη τόπον σήμερον καθ’ όλην την ημέραν ίνα διενεργήσουν πράξεις επί του συναλλάγματος, αλλά περιωρίσθησαν εις πράξεις εντός των γραφείων των. Ως εκ τούτου η διαδήλωσις των εργατών εστράφη κατά των χρηματιστηριακών γραφείων, των ευρισκομένων εις την οδόν Τραπέζης. Παρατυχόντες χρηματισταί εδάρησαν ανηλεώς […] Οι διαδηλωταί φθάσαντες εις το Passage, όπου η Τράπεζα Αμάρ, ήρχισαν θραύοντες τας υέλους όλων των εν τη στοά ευρισκομένων καταστημάτων, όσα δεν επρόλαβαν να κλείσουν. Επί αρκετόν διάστημα παρέμειναν οι διαδηλωταί εν τη στοά φωνάζοντες και απειλούντες ότι θα ρίψουν βόμβας εις τους χρηματιστάς. Διάφοροι ρήτορες ιδία γυναίκες εξεφώνουν διαφόρους προχείρους λόγους […] Πανικός κατέλαβε πάντας και όλοι ήρχισαν να κλείνουν τα καταστήματά των. Διερχόμενοι οι διαδηλωταί προ του καταστήματος του Ιωσήφ Φρανσέζ ήρχισαν σπάζοντες υέλους δια ράβδων και λίθων. Άγριος αγών διεξήχθη μεταξύ διαδηλωτών επιχειρούντων να εισέλθωσι βία εις το άνω κατάστημα και των υπαλλήλων του χρηματιστικού γραφείου […]». Τέτοια ωραία συνέβαιναν σε άλλες εποχές κρίσης στα μέρη μας. Ο Γκλαρνέτατζης καλύπτει από τόσες πλευρές τα γεγονότα, που είναι σαν τα ζούμε, σαν να είμαστε δίπλα ή και μαζί.
Το δεύτερο γεγονός –και πάλι από τη Μακεδονία της 24ης Ιουλίου !924: «Ο υποδηματοποιός Γ. Θεόκλητος παρουσιασθείς χθες εις το Τμήμα Καταδιώξεως ανέφερεν ότι εκλάπη το παρτοφόλιόν του εκ του καταστήματος αυτού περιέχον 1600 δραχμάς. Η διοίκησις […] απέστειλε πάραυτα τον ενωματάρχην κ. Θ. Ιωαννίδην εις το κατάστημα∙ πριν δε ενεργήση σωματικήν έρευναν των εργατών παρετήρησεν ότι ο οκταετής υπάλληλος Σταύρος Γεωργίου έδειξεν σημεία τρόμου. Αμέσως ενεργήσας έρευναν επ’ αυτού εύρεν ερριμμένας εντός του πανταλονίου του μικρού 1100 δραχμάς. Ο μικροσκοπικός κλέπτης ωμολόγησεν […] εδαπάνησε δε εξ αυτών 500 δια να αγοράση μπουγάτσαν […] ». Πόσα μαθαίνουμε από την μικρή αυτή αναφορά!
Αυτό το «εξ όνυχος» ως βασική μέθοδος κάνει τα βιβλία του Γιάννη πραγματικά πολύτιμα. Μαθαίνουμε ενσυναισθανόμενοι και, έτσι, κατανοούμε.
***
Το βιβλίο παρουσιάζεται από τον Βασίλη Κεχαγιά και τον Χρίστο Μάη και τον συγγραφέα στο Café Manifesto, την Τετάρτη 19 Οκτωβρίου στις 8 μμ.