Δύο νύχτες πριν λάβω την είδηση του θανάτου του Αντόνιο – του Τόνι – Νέγκρι, τον ονειρεύτηκα για πολλή ώρα και η παρουσία του ήταν τόσο ζωντανή που, όταν ξύπνησα, ένιωσα την ανάγκη να του γράψω. Το μήνυμά μου στο παλιό email που είχα χρόνια να χρησιμοποιήσω δεν μπόρεσε να φτάσει σε αυτόν. Όταν διηγήθηκα το όνειρο, μια φίλη μού είπε: «ήθελε να σε χαιρετήσει πριν φύγει». Παρά τις αποκλίσεις των σκέψεών μας, που με το πέρασμα του χρόνου γίνονταν όλο και πιο ξεκάθαρες, κάτι μας έδενε πεισματικά, κάτι που είχε να κάνει πρωτίστως με τη γενναιόδωρη, ανήσυχη, σχολαστική ζωντάνια του, που την ένιωσα αμέσως όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1987.
Με τον θάνατο του Τόνι νιώθω ότι κάτι λείπει – μέσα μου, κάτω από τα πόδια μου, ίσως, κυρίως, πίσω μου, σαν ένα κομμάτι του παρελθόντος μου να έγινε αιφνιδίως παρόν και να μου απευθύνθηκε αποχωρώντας. Και αυτή η αποχώρηση-έλλειψη δεν αφορά μόνο εμένα, αλλά ολόκληρη τη χώρα μας και την ιστορία της. Mια ιστορία όλο και πιο ψεύτικη, όλο και πιο ανίδεη, όπως δείχνουν τα απεχθή μοιρολόγια, που θυμούνται μόνο τον «κακό δάσκαλο» και όχι την κακή, φρικτή χώρα στην οποία του έλαχε να ζήσει και την οποία προσπάθησε, ίσως λανθασμένα, να την κάνει καλύτερη.
Διότι ο Τόνι, ξεκινώντας από τη μαρξιστική παράδοση στην οποία ανήκε και η οποία, ίσως, τον επηρέασε και τον πρόδωσε, σίγουρα προσπάθησε να μετρηθεί με τη μοίρα της Ιταλίας και του κόσμου στην ακραία φάση του καπιταλισμού που διανύουμε προς – ποιος ξέρει ποιον – ατυχή προορισμό. Και αυτό είναι κάτι που, όσοι συνεχίζουν να προσβάλλουν τη μνήμη του, δεν τολμούν ούτε θα ήταν ποτέ ικανοί να το κάνουν.
Πηγή:quodlibet.it