Στα όρια επιστήμης και πολιτικής: το 1821 στον ΣΚΑΪ

του Παναγιώτη Στάθη
Η εθνική ιστορία, και ευρύτερα η εθνική ταυτότητα, έχει προκαλέσει ζωηρές συζητήσεις ή και αντιπαραθέσεις τα τελευταία χρόνια στον χώρο της δημόσιας ιστορίας, ορισμένες μάλιστα έλαβαν έντονο συγκρουσιακό χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό είναι ευπρόσδεκτη η πρωτοβουλία του ΣΚΑΪ να παραγάγει μια ιστορική σειρά ντοκιμαντέρ για την Επανάσταση του 1821 με υπεύθυνους επιστήμονες ιστορικούς, η οποία μάλιστα υποστηρίζεται από αρκετές παράλληλες δράσεις: σειρά τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών συζητήσεων με καλεσμένους επιστήμονες, έκδοση ενός πεντάτομου επιστημονικού έργου για την Επανάσταση, έκδοση ενός παιδικού εικονογραφημένου βιβλίου για την πολιορκία του Μεσολογγίου, αρθρογραφία στην Καθημερινή. Καθώς το ντοκιμαντέρ ανατρέπει τους παραδεδομένους εθνικιστικούς μύθους για την οθωμανική περίοδο και το Εικοσιένα, ξεσήκωσε ισχυρές αντιδράσεις από διάφορες εθνικιστικές μερίδες και από χώρους της λαϊκής και της άκρας δεξιάς.
Ωστόσο, όσα λέγονται στο ντοκιμαντέρ και ενόχλησαν τους εθνικιστές, αποτελούν κοινούς τόπους στην επιστημονική ιστοριογραφία εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες. Πράγματι η γενικότερη παρουσίαση του Εικοσιένα στο ντοκιμαντέρ εντάσσεται στις σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις που διδάσκονται στα ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια. Στα υπέρ της σειράς προσμετράται η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σκηνοθετική δημιουργία με την υψηλής ποιότητας εικαστική παρουσίαση, τα δραματοποιημένα μέρη, τη φροντισμένη εκλαΐκευση, το λιτό ύφος της αφήγησης του Πέτρου Τατσόπουλου, τα αποσπάσματα συνεντεύξεων δυτικοευρωπαίων και τούρκων ιστορικών, την έμφαση στην ανάδειξη της καθημερινότητας των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων στη διάρκεια του Αγώνα. Θα πρέπει επίσης να εξαρθεί η τόλμη της σειράς να μιλήσει και για θέματα ταμπού, όπως π.χ. οι σφαγές των μουσουλμάνων στην άλωση της Τριπολιτσάς, η νύξη για κανιβαλισμό στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, ή το αλβανόφωνο νανούρισμα –υπόμνηση για την ξενοφωνία αρκετών επαναστατών– σε μια εξαιρετική δραματοποίηση των προετοιμασιών της Εξόδου του Μεσολογγίου. Για τα ελληνικά δεδομένα συνιστά μια από τις καλύτερες προσπάθειες, αν και απέχει από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές παραγωγές με τον πολύ ψηλότερο προϋπολογισμό, τις ψηφιακές αναπαραστάσεις και τους πολυάριθμους κομπάρσους.
Το όλο εγχείρημα, όμως, δεν στερείται προβλημάτων. Η πρώτη ένσταση σχετίζεται με τους επιστημονικούς συμβούλους της σειράς, Θάνο Βερέμη και Ιάκωβο Μιχαηλίδη: πρόκειται για ακαδημαϊκούς ιστορικούς που όμως ερευνητικά δεν ειδικεύονται στις περιόδους της οθωμανικής κυριαρχίας και της Επανάστασης, όπως επίσης και η πλειονότητα των καλεσμένων επιστημόνων στις πέντε πρώτες συζητήσεις που ακολούθησαν τις αντίστοιχες προβολές των επεισοδίων. Ίσως σε αυτό να οφείλονται και ορισμένα πραγματολογικά λάθη του ντοκιμαντέρ, όπως π.χ. η ταύτιση του Μεχμέτ Ρεσίτ Κιουταχή με τον πασά που νίκησε τον Αλή Τεπελενλή, ενώ νικητής του Αλή ήταν ο Αχμέτ Χουρσίτ πασάς. Ο Ρεσίτ πασάς ήταν απλώς ένας από τους πασάδες που συμμετείχαν στην πολιορκία του Αλή.
Σημαντικότερα όμως είναι τα προβλήματα που αφορούν σε κάποιες, μάλλον παρωχημένες, ερμηνευτικές επιλογές του ντοκιμαντέρ. Ενδεικτικά: η άποψη ότι από τις αρχές του 17ου αιώνα μεγάλος αριθμός αγροτών κατέφυγε στον ορεινό χώρο λόγω της αύξησης των φορολογικών βαρών και της έντασης της καταπίεσης, εξέλιξη από την οποία προέκυψαν και οι κλέφτες, δεν υποστηρίζεται από τα δημογραφικά και ιστορικά δεδομένα. Η άποψη ότι μια προϊούσα αύξηση της οθωμανικής καταπίεσης στην ύστερη περίοδο οδήγησε ευρύτατους πληθυσμούς στη συμμετοχή στην επανάσταση ούτε τεκμηριώνεται επαρκώς στις πηγές σε ό,τι αφορά τους αγροτικούς πληθυσμούς, ούτε συνάδει με την οικονομική ανάπτυξη των χριστιανών εμπόρων, ναυτικών, βιοτεχνών και προεστών στον 18ο αιώνα. Αντιθέτως, απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην πολυδιάστατη κρίση (οικονομική και όχι μόνον) που διέκοψε μια μακρά περίοδο εμπορικής ανάπτυξης και έπληξε ευρύτατες κοινωνικές ομάδες στα αμέσως προεπαναστατικά χρόνια και που φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με την έκρηξη της επανάστασης. Άλλωστε, το ντοκιμαντέρ ερμηνεύει την Επανάσταση δίνοντας έμφαση στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και συνακόλουθα στην επιρροή των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, υποβαθμίζοντας τη σημασία της παράλληλης εμπορικής ανάπτυξης και της σχέσης της με την εμφάνιση των διαφωτιστικών ιδεών. Από αυτήν την άποψη ακολουθεί περισσότερο το ερμηνευτικό μοντέλο του Κ.Θ. Δημαρά, τηρώντας αποστάσεις από τη μαρξιστική ερμηνεία του Ν. Σβορώνου που δίνει έμφαση στην οικονομία.
Εκδοχές του έθνους και της επανάστασης
Αναφορικά με το ζήτημα της συγκρότησης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, το ντοκιμαντέρ φαίνεται να ακολουθεί τη σύγχρονη θεωρία του εθνοτικού εθνικισμού του Άντονυ Σμιθ. Ωστόσο, ορισμένες από τις παρεμβάσεις των ιστορικών συμβούλων της σειράς στις τηλεοπτικές συζητήσεις συσκοτίζουν τη θεώρηση της έννοιας και της ιστορίας του ελληνικού έθνους, όπως π.χ. οι αποστροφές των Θ. Βερέμη και Ι. Μιχαηλίδη στην πρώτη συζήτηση ότι οι επαναστάτες «όλοι αισθάνονταν Έλληνες διότι η έννοια Έλληνας είναι μια τεράστια πολιτισμική παράδοση» και διότι «όλοι μιλούσαν και ελληνικά και ήταν ορθόδοξοι», καθώς και ότι αυτό που έγινε στην περί το 1821 περίοδο ήταν μια «αναμόρφωση και ανακαίνιση της εθνικής συνείδησης», βασικά στοιχεία της οποίας είναι «η γλώσσα και η παράδοση κυρίως». Μη ορίζοντας σαφώς την έννοια του έθνους και της εθνικής ταυτότητας, φαίνεται να συμπεριλαμβάνουν στην τελευταία την ορθόδοξη θρησκευτική ταυτότητα που κυριαρχούσε στην πλειονότητα των χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επομένως, θεωρούν ότι η εθνική συνείδηση προϋπήρχε του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αντίληψη στην οποία λανθάνει η έννοια της εθνικής συνέχειας.
Το κυριότερο πρόβλημα, όμως, που εκβάλλει και στην εννοιολόγηση του όρου «επανάσταση», σχετίζεται με την προσέγγιση των εμφυλίων αντιπαραθέσεων στην Επανάσταση, συμπεριλαμβανομένης της καποδιστριακής περιόδου. Ορθώς το ντοκιμαντέρ επισημαίνει ότι κατά τη διάρκεια του αγώνα διεξήχθη μια πάλη για τη μορφή του νέου πολιτικού σχηματισμού ανάμεσα στους φορείς των παραδοσιακών ιδεών και σε αυτούς των νέων ευρωπαϊκών φιλελεύθερων ιδεών. Επισημαίνει επίσης ότι οι θεσμοί που δημιουργήθηκαν ήταν θεσμοί ενός μοντέρνου ευρωπαϊκού κράτους. Ωστόσο στην παρουσίαση των εμφύλιων συγκρούσεων οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε αντίπαλους τοπικισμούς και ιδιοτελή συμφέροντα εξομοιώνονται αφηγηματικά με τις ιδεολογικές συγκρούσεις και δεν αρθρώνονται οργανικά με τα κύρια διακυβεύματα της Επανάστασης. Σύμφωνα με τη σειρά, η σχετική ομόνοια των αρχών του Αγώνα εκφυλίζεται γρήγορα σε πολλαπλές διαμάχες τοπικών, οικονομικών και πολιτικών ανταγωνισμών για την κατάληψη της εξουσίας, μια πολυδιάσπαση που οφείλεται στην «κατακερματισμένη κοινωνία» και οδηγεί την Επανάσταση στο χείλος της καταστροφής. Νικητές στον εμφύλιο πόλεμο βγαίνουν οι νησιώτες, και όχι ένας συνασπισμός δυνάμεων στον οποίο κυριαρχεί η επιδίωξη συγκρότησης μοντέρνου συγκεντρωτικού κράτους. Οι φιλελεύθεροι θεσμοί που εγκαθιδρύονται αποτελούν ένα «εξωτερικό ένδυμα» ενώ από μέσα μένει αλώβητος ο «φουστανελάς». Στο επεισόδιο για τον Καποδίστρια, το πιο αδύναμο της σειράς, η συντηρητική αυταρχική ιδεολογία και ο συνακόλουθος τρόπος άσκησης της εξουσίας του κυβερνήτη υποβαθμίζονται, ενώ η συγκρότηση της αντιπολίτευσης οφείλεται αποκλειστικά στην επιδίωξη διατήρησης των προνομίων των παραδοσιακών ελίτ. Ουδεμία νύξη για τις φωνές του Κοραή, του Μαυροκορδάτου και των άλλων φιλελευθέρων που αντιδρούν στην εν πολλοίς δεσποτική διακυβέρνηση του Καποδίστρια.
Έτσι όμως, οι πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις νοούνται ως μια «αυτοκαταστροφική», παράπλευρη, εσωτερική διάσταση του απελευθερωτικού αγώνα του έθνους απέναντι στον ξένο κατακτητή, ως άτυχα συμβάντα, ως συνέπειες της διχόνοιας, και όχι ως συστατικά στοιχεία της επαναστατικής διαδικασίας. Διότι το Εικοσιένα, με κεντρικό διακύβευμα την απόσειση της «τυραννίας», σύμφωνα με την ορολογία της εποχής, ανήκει στη χορεία των φιλελεύθερων επαναστάσεων που ακολούθησαν τη Γαλλική Επανάσταση. Το έθνος ήταν δημιούργημα αυτής της φιλελεύθερης ιδεολογίας και όχημα εγκαθίδρυσης των νέων συνταγματικών και κοινοβουλευτικών θεσμών. Συνεπώς, το Εικοσιένα δεν μοιάζει με την σέρβικη εξέγερση ή το αποσχιστικό κίνημα του Αλή πασά απέναντι στην Πύλη, δεν συνιστά επανάσταση επειδή αποσπά ένα κομμάτι από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και διώχνει τους μουσουλμάνους, αλλά επειδή διά της ένοπλης σύγκρουσης αντικαθιστά τους παραδοσιακούς θεσμούς και εγκαθιδρύει μορφές εξουσίας στο όνομα και προς όφελος του έθνους, δηλαδή της κοινότητας των ελλήνων πολιτών. Από αυτήν την άποψη, το έθνος και η επανάσταση δεν εννοιολογείται ομοιοτρόπως από τις αντίπαλες κοινωνικές ομάδες που μετείχαν στο Εικοσιένα.
Εικοσιένα και ιστορικός αναγωγισμός
Παρά τις διακηρυγμένες προθέσεις των συντελεστών, το ντοκιμαντέρ αλλά κυρίως η κατεύθυνση που επιδιώκεται να πάρουν οι συζητήσεις χαρακτηρίζονται έντονα από αναγωγές στο σήμερα και, συνακόλουθα, από ιστορικό αναχρονισμό. Ο παραλληλισμός της αντιπαράθεσης μεταξύ εκσυγχρονιστικών και παραδοσιακών πολιτικών μερίδων ή μεταξύ Καποδίστρια και αντιπολίτευσης με σημερινές πολιτικές αντιπαραθέσεις, ή η θεώρηση της ανομίας ως στοιχείου που διατρέχει την κοινωνικοπολιτική ζωή, από την Επανάσταση μέχρι σήμερα, συνιστούν προβολές που παρακάμπτουν τις μεγάλες αλλαγές στις ιδεολογίες και τους πολιτικούς σχηματισμούς στο άνυσμα του χρόνου. Δεν μπορούν να στοιχειοθετηθούν αναλογίες μεταξύ των φιλελεύθερων του Εικοσιένα ή του Καποδίστρια και των σημερινών εκδοχών του εκσυγχρονισμού. Πόσο μάλλον ανάμεσα στους αντιπάλους τους: τις παραδοσιακές προεπαναστατικές ελίτ και τη σημερινή Αριστερά. Ούτε οι αυθαίρετες πρακτικές των τοπικών παραδοσιακών ελίτ ή η βία των ενόπλων του Εικοσιένα, που εντάσσονται στις προνεωτερικές προσλήψεις των δομών εξουσίας, μπορούν να παραλληλιστούν με τις σύγχρονες πελατειακές εξαρτήσεις, τις πρακτικές φοροδιαφυγής ή, από την άλλη πλευρά, με τα κινήματα διαμαρτυρίας, που όλα λειτουργούν σε ένα πλαίσιο σύγχρονων ιεραρχημένων θεσμών και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Με αυτή την έννοια, η όλη προσπάθεια του ΣΚΑΪ φαίνεται να υπόκειται σε ένα πολιτικό πρόσημο: συνιστά μια εκδοχή ανάγνωσης της ιστορίας από την πλευρά της σημερινής, εκσυγχρονιστικής, νεοφιλελεύθερης κεντροδεξιάς. Παράλληλα, με βάση την ανάγνωση του Εικοσιένα, μοιάζει να διατυπώνει, αν και όχι ρητά, ένα πολιτικό πρόταγμα: την ανάγκη διατήρησης της εθνικής και κοινωνικής συνοχής υπό μια εκσυγχρονιστική ηγεσία ως το μόνο δρόμο υπέρβασης της δύσκολης σύγχρονης συγκυρίας.

*Ο Παναγιώτης Στάθης είναι ιστορικός

Αναδημοσίευση από ΑΥΓΗ, «ΕΝΘΕΜΑΤΑ», 13 Μαρτίου 2011
 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Παρέμβαση ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και πρωτοβάθμιων σωματείων στην παρέλαση

Με λευκή απεργία απειλούν οι δικαστές