Στο 24,8% εκτοξεύθηκε το ποσοστό ανεργίας στη χώρα μας κατά το γ’ τρίμηνο του 2012, με τους ανέργους να φτάνουν στους 1.230.918, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ.
Αναλυτικά, το ποσοστό ανεργίας για το συγκεκριμένο διάστημα ήταν 24,8%, έναντι 23,6% του προηγούμενου τριμήνου και 17,7% του αντίστοιχου τριμήνου 2011. Παράλληλα, ο αριθμός των απασχολούμενων ανήλθε σε 3.739.018 άτομα και των ανέργων σε 1.230.918.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η απασχόληση μειώθηκε κατά 1,4% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 8,3% σε σχέση με το γ΄ τρίμηνο του 2011. Ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 5,3% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 40,2% σε σχέση με το γ΄ τρίμηνο του 2011.
Χαρακτηριστικά της ανεργίας
Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (28,9%) είναι σημαντικά υψηλότερο από των ανδρών (21,7%).
Επίσης, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους ηλικίας 15-24 ετών (56,6%), το οποίο στις νέες γυναίκες φθάνει στο 65,4%.
Η κατανομή της ανεργίας, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο εκπαίδευσης, έχει ως εξής: το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται σε όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (41,0%) ενώ ακολουθούν τα άτομα με πτυχία Ανώτερης Τεχνολογικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (28,0%). Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (12,6%) και στους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (17,2%).
Από το σύνολο των ανέργων που αναζητούν μισθωτή απασχόληση, το 43,9% αναζητά αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 48,2% αναζητά πλήρη αλλά στην ανάγκη είναι διατεθειμένο να εργαστεί και με μερική απασχόληση. Τέλος, το 7,8% αναζητά μερική απασχόληση ή δεν ενδιαφέρεται αν θα βρει μερική ή πλήρη απασχόληση.
Ένα ποσοστό ανέργων (5,2%) απέρριψε, κατά τη διάρκεια του Γ’ τριμήνου του 2012, κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή:
α) δεν εξυπηρετούσε το ωράριο (25,7%),
β) δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (24,2%),
γ) δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (24,0%).
Το ποσοστό των «νέων ανέργων», δηλαδή όσων εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, ανέρχεται στο 24,7% του συνόλου των ανέργων ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν από 12 μήνες και άνω εργασία, ανεξάρτητα αν είναι «νέοι» ή «παλαιοί» άνεργοι), αποτελούν αντίστοιχα το 62,6%.
Το ποσοστό ανεργίας των ατόμων με ξένη υπηκοότητα, είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων υπηκόων (33,1% έναντι 24,0%). Επίσης, το 72,3% των ξένων υπηκόων είναι οικονομικά ενεργό, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων το οποίο είναι 51,7%.
Σε επίπεδο Περιφέρειας το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στη Δυτική Μακεδονία με 31,0% και στη Στερεά Ελλάδα με 29,6%. Στον αντίποδα, το μικρότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στις Ιόνιους Νήσους με 11,4% και στο Νότιο Αιγαίο με 13,3% και (Πίνακας 3).
Xαρακτηριστικά της απασχόλησης
Κατά το γ’ τρίμηνο του 2012, βρήκαν απασχόληση 95.355 άτομα, τα οποία ήταν άνεργα πριν από ένα έτος. Παράλληλα, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, 36.844 άτομα μετακινήθηκαν από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό σε θέσεις απασχόλησης. Αντίθετα, 207.924 άτομα, τα οποία ένα χρόνο πριν ήταν απασχολούμενα, σήμερα είναι άνεργα και άλλα 93.198 άτομα που ήταν απασχολούμενα, είναι πλέον οικονομικά μη ενεργά. Επιπλέον, 130.114 άτομα, που πριν ένα έτος ανήκαν στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, αλλά είναι άνεργα.
Εξετάζοντας την εξέλιξη του αριθμού των απασχολουμένων, ανά τομέα της οικονομίας, σε όλους τους τομείς παρατηρείται μείωση στον αριθμό των απασχολούμενων σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο. Στον πρωτογενή τομέα η μείωση ανέρχεται σε 2,5%, στο δευτερογενή 13,8% και στο τριτογενή 8,0%.
Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης ανέρχεται στο 7,9% του συνόλου των απασχολουμένων. Από το υποσύνολο αυτό των εργαζομένων το 62,0% έκανε αυτή την επιλογή διότι δεν μπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση, το 8,7% για άλλους προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους, το 5,0% διότι φροντίζει μικρά παιδιά ή εξαρτώμενους ενήλικες και το 24,3% για διάφορους άλλους λόγους.
Tο ποσοστό των μισθωτών, το οποίο εκτιμάται σε 63,1%, εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 80% του συνόλου των απασχολουμένων.
Δείτε αναλυτικά την έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ εδώ