H πλατφόρμα Cinobo μου έδωσε την ευκαιρία να θυμηθώ μία από τις ταινίες σταθμό του Φατίχ Ακίν. Ειδικά για εμάς τους Έλληνες θεωρώ πως είναι αναγκαία σε μία εποχή που το μίσος κυριαρχεί και το κλίμα είναι τεταμένο. Ένας Τούρκος σκηνοθέτης υπογράφει το σενάριο με τον Έλληνα Αδάμ Μπουσδούκο κι η τέχνη θυμίζει πως υπάρχει για να ενώνει και να αμβλύνει κάθε είδους χάσμα. Μεγάλωσαν κι οι δύο στη Γερμανία κι αυτά που τους ενώνουν είναι πολύ λιγότερα απ’ αυτά που τους χωρίζουν. Ο λόγος για το “Soul Kitchen” που κέρδισε τα βλέμματα στη Βενετία το 2009.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Μεταφερόμαστε νοερά στο Αμβούργο και παρακολουθούμε τη διαδρομή του Ζήνου Καζαντζάκη. Ένας Έλληνας μετανάστης που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του κόντρα στις αντιξοότητες και τις αντικειμενικές δυσκολίες (δισκοκήλη) που βιώνει καθημερινά. Η ταβέρνα του βαδίζει από το κακό στο χειρότερο, τα χρέη τον πνίγουν και σα να μη φτάνουν όλα αυτά η αγαπημένη του Ναντίν αναχωρεί για τη Σανγκάη της Κίνας ως οικονομική μετανάστης. Του ζητάει επίμονα να την ακολουθήσει (μέσω skype!), ο εγωισμός του όμως δεν τον αφήνει να εγκαταλείψει το μικρό εστιατόριο που με κόπο και αγώνα οικοδόμησε. Μένει, επιμένει κι ελπίζει σε καλύτερες ημέρες.
Η Γερμανία αποτέλεσε κι αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα ανθρώπινο μωσαϊκό. Μία χώρα υποδοχής φτηνού εργατικού δυναμικού με την ικανότητα να το αφομοιώνει. Ένας “κρύος” λαός που φιλοξενεί ζεστούς ανθρώπους. Ξενύχτι, μουσική, σφηνάκια, παρέες. “Ο χορός ανακουφίζει τον πόνο”. Η μουσική είναι η τροφή της ψυχής. Όσο αφιλόξενη κι αν είναι τα πρωινά η ξενιτιά, μόλις βραδιάζει κι ο οίνος ρέει τόσο πιο κοντά έρχονται οι άνθρωποι και μοιράζονται εμπειρίες, συναισθήματα, στιγμές. Όλες αυτές τις πτυχές τις καθημερινότητας ο δημιουργός τις αποδίδει με μία νότα χιούμορ. “Ξέρουμε μόνο ότι δε ξέρουμε τίποτα”.
Κι όταν ο αδύναμος πάει να σηκώσει κεφάλι, βγάζει το στοιχειώδες μεροκάματο και φαντασιώνεται την μεγάλη ζωή, ξεκινάει ο υπόγειος πόλεμος των καρχαριών. Το μικρό ψάρι καλείται να επιβιώσει κάνοντας συνεχείς ελιγμούς. Παλινωδίες, up and down, από ζενίθ στο ναδίρ. Και μίας ανέφερα το “Μικρό ψάρι” (έκανε πρεμιέρα στο Βερολίνο) δεν μπορώ να παραλείψω τη σχέση του Ακίν με τον Γιάννη Οικονομίδη, ο οποίος μάλιστα έπαιξε στο “In the Fade” υποδυόμενος τον “Χρυσαυγίτη”. Αναπόσπαστο στοιχείο του Πολιτισμού είναι αυτός ο ιδιότυπος διάλογος, η ανταλλαγή κουλτούρας και φιλοσοφίας μεταξύ των λαών. Γι΄αυτό ακριβώς τον λόγο είναι σημαντικά τα διεθνή Φεστιβάλ.
Ανέφερα λίγο πιο πάνω τη μουσική. Διαδραματίζει κομβικό ρόλο όσο ξετυλίγεται η πλοκή. Οι επιλογές του Κλάους Μεκ είναι άψογες (to the point). Στο κομμάτι των ερμηνειών ο νεαρός Μπουσδούκος ενσαρκώνει το χάος των διαδοχικών αναμετρήσεων της ζωής (με τον εαυτό του, με την κοινωνία, με τη σύντροφό του, με τον αδελφό του). Τον τελευταίο υποδύεται υποδειγματικά ο Μόριτς Μπλάιμπτροϊ (Ηλίας). Κοντά τους ο τρελο-σεφ Μπιρόλ Ουνέλ που έφυγε από τη ζωή νωρίς κι άδικα στις 3 Σεπτέμβρη του 2020. “Ο ταξιδευτής δεν έφτασε ακόμα στον προορισμό του”.
Μετά τα “Head on” και “Τhe Εdge of Heaven” μία εξαιρετική δραματική κωμωδία ή ένα κωμικό δράμα. Αφήνει στον θεατή να επιλέξει. Ο Φατίχ Ακίν δημιούργησε και στην Ελλάδα το δικό του φανατικό κοινό. Είναι ένας φίλος του Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Παρακολούθησα στις αίθουσές του τα επόμενα χρόνια την “Μαχαιριά”, το “Βερολίνο Αντίο” (ίσως η πιο ευαίσθητη ταινία του), το “In the Fade” και πριν από περίπου ενάμισι χρόνο το “Golden Glove”, με το οποίο επέστρεψε στη Γερμανία και δίχασε τους κριτικούς όσο σε καμιά άλλη του ταινία. Αυτός είναι και γι΄αυτό τον λατρεύουμε…