Δεδομένου πως είναι γενικά παραδεκτό πλέον πως η πιθανότητα να έχουμε σύντομα κυβέρνηση της Αριστεράς στη χώρα μας είναι πολύ αυξημένη, θα είχε αξία να θυμηθούμε με ποιές μορφές εμφανίσθηκε στο παρελθόν η ίδια προοπτική.
Σχηματοποιώντας, νομίζω πως η θεματική της κυβέρνησης της Αριστεράς αντιμετωπίστηκε ιστορικά σε δύο παραλλαγές, εξαιρετικά αποκλίνουσες μεταξύ τους:
Η πρώτη, η οποία επιχειρήθηκε να υλοποιηθεί στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, είχε στο πυρήνα της την ιδέα πως μια αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσε να αποτελέσει το άμεσο προανάκρουσμα μιας επαναστατικής στρατηγικής για την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Η κομμουνιστική Διεθνής, λοιπόν, βάσει της εκτίμησης πως στη Γερμανία διαμορφώνονταν με γρήγορους ρυθμούς μια επαναστατική κατάσταση, παρώθησε στα 1923 το KPD να συμμετάσχει στη δημιουργία αριστερών κυβερνήσεων στη Σαξονία και τη Θουριγγία. Η εξασφάλιση πρόσβασης του μελλοντικώς επαναστατημένου λαού σε οπλισμό υπήρξε ένα από τα βασικά επιχειρήματα αυτής της επιλογής. Η παταγώδης, ωστόσο, αποτυχία του εγχειρήματος, η οποία απέκτησε και παρωδιακά χαρακτηριστικά από μια στιγμή κι έπειτα, έκανε τη συγκεκριμένη εμπειρία και τη συζήτηση που είχε αναπτυχθεί σχετικά να απωθηθεί στα έγκατα του αριστερού ασυνειδήτου. Στο μέτρο, μάλιστα, που ήρθε δυό μόλις χρόνια μετά από την πραξικοπηματική ανοησία της «Δράσης του Μαρτίου» του 1921, όταν είχε επιχειρηθεί η παρωθούμενη μέσω «παραδειγματικών ενεργειών» πρόκληση της επανάστασης, συνιστούσε πλέον υπόδειγμα πολιτικής ασυναρτησίας, πολύ δύσκολα εκλογικεύσιμο. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας κόντεψε να διαλυθεί σχεδόν με την ίδρυσή του. Το γεγονός πως δεν συνέβη κάτι τέτοιο κάνει τον τυχοδιωκτισμό ακόμη επαχθέστερο, γιατί δείχνει πως μια άλλη πολιτική πράξη θα μπορούσε να ανοίξει πραγματικά δρόμους για τον τόσο αναμενόμενο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της Γερμανίας.
Η δεύτερη εκδοχή αριστερών κυβερνήσεων είναι αυτές που προέκυψαν στη βάση ενός προγράμματος «αντιμονοπωλιακής προοδευτικής αλλαγής», που θα κάλυπτε ένα στάδιο πριν από τη σοσιαλιστική μεταβολή. Η χαρακτηριστική έκφραση περί «προωθημένης δημοκρατίας» του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας υποδήλωνε, αν έσκυβε κανείς στις επεξεργασίες του, μια τέτοια αντίληψη. Η αριστερή κυβέρνηση είχε ως αποστολή να ανοίξει αυτό το πρώτο στάδιο. Υλοποιώντας ένα πρόγραμμα εθνικοποίησης των «μονοπωλίων», κρατικοποιώντας ένα σημαντικό μέρος της οικονομικής δραστηριότητας και ασκώντας μια εν πολλοίς κεϋνσιανή πολιτική, θα διαμόρφωνε μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία, η οποία θα επέτρεπε στο μέλλον το «πέρασμα» στο επόμενο στάδιο. Η επίσης παταγώδης αποτυχία ιδίως των σχετικών εγχειρημάτων της δεκαετίας του ’70 στην Ευρώπη έκανε και αυτήν την εκδοχή αναξιόπιστη. Τα χαρακτηριστικά τους, βέβαια, ο κυβερνητισμός, ο κρατισμός, ο λαϊκομετωπισμός και η αναγωγή του εθνικού πλαισίου ως προνομιακού, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ατυχή έκβαση – συχνά με ένα φύσημα του ανέμου, με μια επίθεση των χρηματαγορών π.χ. στο νόμισμα. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί αυτό: στην περίπτωση αυτών των εγχειρημάτων δεν απαιτήθηκε κάποια σημαντική αντεπαναστατική δράση των κυρίαρχων τάξεων. Οι αριστερές κυβερνήσεις κατέρρευσαν γρήγορα και χωρίς πολλά πολλά.
Σε αυτό το πλαίσιο, αυτό που έχει καταχωριστεί ως αριστερός ευρωκομμουνισμός, η αριστερή επεξεργασία της στρατηγικής του Δημοκρατικού Δρόμου, όπως παρουσιάστηκε μεταξύ άλλων από τον Πουλαντζά, τον Κλαουντίν και τον Ινγκράο, επιχείρησε να αντιμετωπίσει το ζήτημα. Χωρίς αμφιβολία, νομίζω, υπήρξε η πιο παραγωγική σε αυτήν την κατεύθυνση. Πράγμα, ωστόσο, που κάθε άλλο παρά σημαίνει πως μας έδωσε κάτι περισσότερο από σημαντικούς οδοδείκτες.
Θέλω να πω, το τι σημαίνει αριστερή κυβέρνηση, το τι κάνει μια αριστερή κυβέρνηση και το τι κάνει μια κυβέρνηση να είναι αριστερή είναι ανοιχτά ερωτήματα προς απάντηση. Οι συνθήκες της νεοφιλελεύθερης-ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης και της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης θέτουν και ειδικότερες επερωτήσεις.
Εδώ, λοιπόν, είμαστε. Χωρίς «θεωρία» για την αριστερή κυβέρνηση και με ιστορικά παραδείγματα το λιγότερο προβληματικά. Και, παρ’ όλα αυτά, μπροστά στην προοπτική της αριστερής κυβέρνησης και, ακόμη περισσότερο, μπροστά στην επιτακτική ανάγκη να υπάρξει αριστερή κυβέρνηση.
Θα κινηθούμε, συνεπώς, σε αχαρτογράφητη περιοχή και αυτό που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία και από τη «γνώση» μας είναι να μην είμαστε ανυποψίαστοι. Πράγμα καθόλου βέβαιο, δεδομένου πως ένα σημαντικό τμήμα της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ ελάχιστα προβληματίζεται σχετικά, ενώ ένα ακόμη μεγαλύτερο κομμάτι της μειοψηφίας θεωρεί περίπου πως αρκεί να βγούμε «εκτός» κι όλα τ’ άλλα θα έρθουν. Την ώρα που το πρώτο ψάχνει την κατάλληλη «αναπτυξιακή πολιτική», το δεύτερο βαφτίζει αντικαπιταλιστικό το 1/4 του προγράμματος της γαλλικής Αριστεράς του ’70 επιμένοντας στη μεγάλη ώθηση που σημαίνει η «νομισματική αυτονομία».
Κατά τη γνώμη μου, και οι δύο αυτές τοποθετήσεις είναι έωλες κι αντιπαραγωγικές. Διότι, τελικά, είτε αγνοούν τα «ζητήματα του σοσιαλισμού» είτε τα αντιλαμβάνονται ως υλικό για διακηρυκτική διεκπεραίωση. Νομίζω, δηλαδή, πως χωρίς μια ιδέα σχετικά με τη στρατηγική σύνδεση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό το σχέδιο δεν θα μακροημερεύσει. Σημαίνει αυτό πως η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι για την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού»; Επειδή πολύ έχουμε καεί από τις «οικοδομήσεις», ας το θέσω σαφέστερα.
Το ζήτημα που κατεξοχήν τίθεται για μια κυβέρνηση της Αριστεράς είναι πώς θα πορευτεί εξαρχής έτσι ώστε κάθε της βήμα να είναι βήμα ενδυνάμωσης των κατώτερων τάξεων, βήμα ενίσχυσης του κοινωνικού συσχετισμού που τις ευνοεί. Το ζήτημα είναι ποιο μεταβατικό πρόγραμμα, οσοδήποτε ελάχιστο, μπορεί να μεταβάλλει άμεσα τη μοίρα των φτωχών και εκμεταλλευόμενων, ώστε να εμπλακούν με τον πιο ενεργητικό τρόπο στην υπόθεση. Το ζήτημα, επιπλέον, είναι πώς ο ταξικός χαρακτήρας του «μικρού» προγράμματος θα είναι σαφής, ώστε να γίνεται αντιληπτός από όλους στην Ευρώπη και τον κόσμο, των οποίων η αλληλεγγύη και η συστράτευση μας ενδιαφέρει.
Ισχυρίζομαι πως αυτά είναι πολύ περισσότερο σοσιαλισμός από ό,τι οι εθνικοποιήσεις. Επειδή, για να ξαναθυμηθούμε το Μαρξ, ο κομμουνισμός είναι το κίνημα που καταργεί καθημερινά την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, οι πρακτικές που το κάνουν με τη πλειοψηφική συμμετοχή των ανθρώπων είναι αυτό που πρέπει να μας απασχολεί περισσότερο από όλα.
Οι αλληλέγγυες πρακτικές τώρα, οι προσπάθειες για την επέκταση του χώρου της κοινωνικής οικονομίας, τα εγχειρήματα μείωσης της επικράτειας του εμπορεύματος και του θεάματος μέρα τη μέρα, η ενίσχυση αυτοδιαχειριζόμενων μονάδων παραγωγής από την πρώτη στιγμή, η επέκταση του χώρου των αμεσοδημοκρατικών πρακτικών μαζί με το «μικρό» σαφές πρόγραμμα και τη μόνιμη διεθνιστική έγνοια, κάνουν την κυβέρνηση της Αριστεράς πρώτη πράξη ενός ριζικότατου κοινωνικού μετασχηματισμού. Με αυτήν την έννοια, η αριστερή κυβέρνηση μπορεί να είναι μια κυβέρνηση για το σοσιαλισμό – αλλιώς δεν θα καταφέρει και πολλά. Πράγμα, όμως, που δεν σημαίνει μαξιμαλιστικές κορώνες , αλλά έμπρακτη δέσμευση υπέρ των συμφερόντων της εργατικής τάξης.
Γι’ αυτό έχει δίκιο ο Τσακαλώτος, όταν μονότονα επαναλαμβάνει πως θα πρέπει να αξιοποιήσουμε όλες τις θεσμικές και οικονομικές μορφές, που είναι πρόσφορες, προκειμένου να υπηρετήσουμε το στόχο. Χωρίς καμιά εμμονή στο τόσο προσφιλή στην ιστορική Αριστερά κρατισμό. Χωρίς κανένα δογματισμό σχετικά με κάποιες δήθεν εγγενώς προνομιακές μορφές ιδιοκτησίας –κρατικές και πάλι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και έχει δίκιο, επιπλέον, όταν επισημαίνει πως αυτή η «πλουραλιστική» διάθεση είναι προφανές πλεονέκτημα απέναντι στη μονοκαλλιέργεια των αγοραίων πρακτικών, που είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, του ύστερου, όλο και καθαρότερου, καπιταλισμού –και μαζί ένδειξη αδυναμίας.
Αυτές, νομίζω, είναι οι θεματικές που ανοίγονται αναγκαστικά μπροστά μας. Και, προς το παρόν, πολύ λίγο μας απασχολούν.
Πηγή: Rednotebook