Φοβάμαι τη χυδαιότητα στο βλέμμα των ανθρώπων όταν κοιτούν το διαφορετικό.
Γράφει η Λουκία Αργυριάδου
Φοβάμαι τους νοικοκυραίους, τους μαγαζάτορες, τους ηθικούς, τους Ιαβέρηδες. Αυτούς που θα σε καταδικάσουν σε θάνατο για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτούς που θα αυτοδικήσουν για να σε αποτελειώσουν. Αυτούς που θα παρασυρθούν από τον όχλο. Αυτούς που κρύβονται μες την ασφάλεια του πλήθους. Στο σκοτάδι.
Σιχαίνομαι τους αδιάφορους, τους απαθείς, τους σιωπηλούς, τους άψυχους, τους Πόντιους Πιλάτους. Αυτούς που θα στρέψουν το βλέμμα. Αυτούς που θα προσπεράσουν. Αυτούς που θα κοιτάξουν τη δουλειά τους.
Σιχαίνομαι την κοινωνία όπου ο σωφρονισμός ισούται με λιντσάρισμα. Το δίκαιο με το θάνατο. Το διαφορετικό με αντικοινωνικό.
Απεχθάνομαι την κοινωνία όπου η αυτοδικία είναι μαγκιά. Η μαγκιά είναι αξίωμα. Η ματσίλα είναι κανονικότητα. Ο άνθρωπος αναλώσιμο είδος προς χρήση και συμμόρφωση.
Απεχθάνομαι τους μικροαστούς. Τους τύπους που δίνουν άλλοθι στον θύτη. Τους «καλά να πάθει». Αυτούς που δεν ξέρουν αλλά καταδικάζουν. Αυτούς που ενστικτωδώς στέκονται υπέρ του δυνατού γιατί φοβούνται να υπερασπιστούν τον αδύναμο.
Αυτούς που σκοτώνουν κάθε μέρα με τη στάση τους. Αυτούς που δεν έχουν πάθη. Αυτούς που τα πάθη τους τα κρύβουν στις ντουλάπες.
Φοβάμαι τον κόσμο. Τον κόσμο που κάθε μέρα βυθίζεται. Τον κόσμο που πιάνεται απ’ όπου μπορεί. Τον κόσμο που θα πάει στην εκκλησία κάθε Κυριακή αλλά θα λοιδορήσει τα χέρια που ζητούν βοήθεια.
Τον κόσμο όπου ο Παύλος δολοφονήθηκε για οπαδικά. Ο Αλέξης από αδέσποτη σφαίρα. Ο Ζακ από τζαμαρία. Τον κόσμο όπου η Ηριάννα θα έπρεπε να προσέχει με ποιον τα φτιάχνει και εμείς να ζούμε όπως μας θέλουν οι άλλοι.
Φοβάμαι τον θάνατο αυτής της κοινωνίας. Και το πώς θα ζήσουμε τώρα πεθαμένοι.