«σκάνδαλο: αναστάτωση ή ανωμαλία που προκαλείται από λόγια, πράξεις, συμπεριφορά ή γεγονότα που έρχονται σε σύγκρουση με τους νόμους της ηθικής, της ευπρέπειας, της αιδούς»
λήμμα από το Λεξικό της Κοινής Ελληνικής.
Πολύ κουβέντα γίνεται αυτό τον καιρό με την ευκαιρία του «σκανδάλου της γνωστής φαρμακευτικής εταιρείας». Οι αποσπασματικές αποκαλύψεις για διαφθορά και πολυεπίπεδη διαπλοκή, με σκοπό την εξυπηρέτηση (με το αζημίωτο φυσικά) των συμφερόντων της εταιρείας, αναδεικνύουν και μερικά δομικά ερωτήματα.
Είναι όντως σκάνδαλο –με την έννοια του έκτακτου γεγονότος που αντίκειται στους ισχύοντες κανόνες και «νόμους ηθικής»; Ή μήπως πρόκειται για θεσμική διαφθορά, αυτονόητη και απαραίτητη για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής;
Το βασικό ιδεολόγημα στο οποίο στηρίζει διεθνώς η φαρμακοβιομηχανία τον ρόλο της είναι ότι με την ερευνητική της δραστηριότητα ανακαλύπτει νέα φάρμακα και σώζει ζωές. Με βάση αυτό ακριβώς το ιδεολόγημα χρηματοδοτεί και επηρεάζει επιστημονικές εταιρείες και οργανώσεις ασθενών, οι οποίες, σε συνεργασία με αντίστοιχα διαπλεκόμενα ΜΜΕ, πολλαπλασιάζουν τις πολιτικές πιέσεις για προστασία και διευκολύνσεις στην «καλή» φαρμακοβιομηχανία που «μας σώζει».
Από την άλλη μεριά δεν ανακαλύφθηκαν όντως νέα φάρμακα που άλλαξαν την πορεία διαφόρων νοσημάτων; Ποιές είναι τελικά οι πραγματικές διαστάσεις αυτού του φαινομένου;
Κερδοφορία ή απάντηση σε πραγματικές ανάγκες;
Την πρώτη μεταπολεμική περίοδο του «υγιούς» καπιταλιστικού ανταγωνισμού η φαρμακοβιομηχανία αναπτύχθηκε με σημαία την έρευνα για την ανακάλυψη νέων φαρμάκων, εμβολίων, κλπ. Παράλληλη ανάπτυξη, με αντίστοιχα αποτελέσματα, εμφάνισε και ο αδελφός, επιστημολογικά, αλλά και οικονομικά, κλάδος της βιο-ιατρικής τεχνολογίας.
Νέα φάρμακα λοιπόν, αλλά και νέα μηχανήματα, μέρος των οποίων συμβάλλει όντως στη διαγνωστική προσέγγιση και τη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου.
Προφανώς όμως ο στόχος της βιομηχανίας δεν είναι η βελτίωση της υγείας του πληθυσμού, ως αυτοσκοπός, αλλά η διεύρυνση του κέρδους της. Η ίδια, λοιπόν, ακολουθεί την σύγχρονη εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία έχει διογκώσει την κερδοφορία των εικονικών προϊόντων και διαδικασιών εις βάρος της παραδοσιακής παραγωγικής διαδικασίας.
Σήμερα λοιπόν μόνο το 1,3% των εξόδων της φαρμακοβιομηχανίας πηγαίνει στη βασική έρευνα για την ανακάλυψη νέων φαρμάκων, ενώ συνολικά η φαρμακοβιομηχανία ξοδεύει περισσότερο για την προώθηση των προϊόντων της παρά για την έρευνα και ανάπτυξη.[1]
Αλλά και τα περισσότερα από τα νέα φάρμακα που προωθούνται στην αγορά δεν έχουν συνήθως τίποτε το νέο να προσφέρουν. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, η φαρμακοβιομηχανία εισήγαγε στην αγορά 1032 νέα ή ανανεωμένα παλιά φάρμακα από το 2005 έως το 2014. Από αυτά, μόνο 66 είχαν σημαντική δράση, περισσότερο από τα μισά δεν προσέφεραν τίποτε το νέο και 177 κρίθηκαν ως απαράδεκτα καθότι προκαλούσαν σοβαρές παρενέργειες.
Μια άλλη μέθοδος αύξησης της κερδοφορίας είναι η προώθηση στην αγορά παλαιών επιτυχημένων φαρμάκων με νέα συσκευασία, νέο όνομα και πολλαπλάσια τιμή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, από την αγορά των ΗΠΑ, το αναλγητικό φάρμακο Vimovo που συνδυάζει τη δράση της αναλγητικής ναπροξένης και της γαστροπροστατευτικής εσομεπραζόλης. Με βάση αυτό το πλεονέκτημά του, η τιμή του στις ΗΠΑ έφτασε στα 55$ την ημέρα. Η αγορά όμως των δύο αυτών ουσιών σε δύο ξεχωριστές συσκευασίες γενοσήμων κοστίζει την ίδια περίοδο 0,80$ την ημέρα! Η εταιρεία βέβαια που παράγει το Vimovo έκανε μια συνολική δωρεά 101.000$ στην Αμερικανική Γαστρεντερολογική Εταιρεία…
Επίσης, η βιομηχανία ισχυρίζεται ότι η ανάπτυξη νέων φαρμάκων είναι μια επικίνδυνη οικονομικά διαδικασία, καθότι τα πιθανά έξοδα έρευνας μπορεί να μην επιφέρουν αντίστοιχα αποτελέσματα. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι από το 1980 μέχρι σήμερα τα κέρδη της φαρμακοβιομηχανίας αυξάνουν σταθερά χωρίς να αναφέρεται καμία πτώχευση εταιρείας. [2]
Οι στρατηγικές των φαρμακευτικών εταιρειών με στόχο την ικανοποίηση των μετόχων τους και γενικά την προσέλκυση του ενδιαφέροντος της χρηματιστηριακής αγοράς, στόχευαν, μέχρι πρόσφατα, στην «πελατεία» των συχνότερων χρόνιων προβλημάτων της Δύσης (διαβήτης, καρδιοπάθειες), και αγνοούσαν τα νοσήματα του υπόλοιπου κόσμου, αφού αυτός δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει. Από το 2000 ως το 2011, και από τα 850 νέα προϊόντα, μόνο τα 37 (4%) αφορούσαν νοσήματα του φτωχού κόσμου.[3]
Μετά τον σχετικό κορεσμό αυτής της αγοράς, η φαρμακοβιομηχανία μεταφέρει το ενδιαφέρον της σε μικρές εξειδικευμένες αγορές με υψηλό τίμημα. Έτσι π.χ. τα φάρμακα τροποποίησης της πολλαπλής σκλήρυνσης στις ΗΠΑ, από έναν μέσο όρο 8-11.000 δολαρίων το χρόνο για καθε άρρωστο, τη δεκαετία 1990 έφτασαν στα 60.000 δολάρια σήμερα.
Τα σύγχρονα φάρμακα για τις ρευματοπάθειες, το 2015 αποτελούσαν μόλις το 1% των συνταγών στις ΗΠΑ, ενώ αντιπροσώπευαν το 28% της φαρμακευτικής δαπάνης.[4]
Με ποικίλες επιστημονικές και δημοσιογραφικές παρεμβάσεις που στηρίζονται στην προσέγγιση του ότι «όσο πιο απελπισμένοι γίνονται οι άρρωστοι, τόσο περισσότερα είναι έτοιμοι να πληρώσουν», αναπτύσσονται κατά καιρούς καμπάνιες τρομοκρατίας και εκφοβισμού, που χρησιμοποιούνται με τη σειρά τους από τους πολιτικούς υπεύθυνους για να κατοχυρώσουν την κυκλοφορία και την υψηλή τιμή αυτών των σκευασμάτων.
Η κυρίαρχη λοιπόν στοχοθεσία για κερδοφορία ποσώς ενδιαφέρεται για την κάλυψη πραγματικών αναγκών. Είναι όμως ιδιαίτερα αποτελεσματική, όπως και στην περίπτωση της βιοτεχνολογίας, στην προκλητή ζήτηση υπηρεσιών και φαρμάκων.
Αποτελεσματική διαπλοκή και επιρροή στους ελεγκτικούς μηχανισμούς
Η βιομηχανία επηρεάζει τους ελεγκτικούς φορείς και τις κυβερνήσεις με λόμπι, πληρωμές-δωρεές, και με την παρουσία αντιπροσώπων της στις διάφορες επιτροπές που χαράσσουν πολιτική, με στόχο την προσαρμογή του θεσμικού πλαισίου στα συμφέροντά της (δομή και ρόλος των ελεγκτικών μηχανισμών, διαδικασία και κριτήρια ποιοτικού ελέγχου, κοκ.).
Ξεκάθαρη απόδειξη της επίδρασης των επιχειρηματικών συμφερόντων στη διαδικασία έγκρισης και ποιοτικής αξιολόγησης των φαρμάκων είναι η συμμετοχή της βιομηχανίας στη χρηματοδότηση λειτουργίας των υπεύθυνων φορέων.
Στις ΗΠΑ, λόγου χάρη, μετά από χρόνια υποχρηματοδότηση της US Food and Drug Administration (διεθνώς γνωστή ως FDA) από το Κογκρέσο, δημιουργήθηκε έντονο πρόβλημα στη διαδικασία ελέγχου και αδειοδότησης των φαρμακων. Με περικοπές προσωπικού αναγκαστικά οι διαδικασίες έγιναν ιδιαίτερα χρονοβόρες. Για την επιτάχυνση λοιπόν των διαδικασιών νομοθετήθηκε το 1992 η δυνατότητα οι ίδιες οι εταιρείες να χρηματοδοτούν το προσωπικό που θα αξιολογήσει το προϊόν τους με αυστηρά χρονικά περιθώρια, ώστε να βγαίνουν στην αγορά το ταχύτερο δυνατό τα φάρμακα, και να εκμεταλλευτούν έτσι για μεγαλύτερο χρόνο τα δικαιώματα της πατέντας.
Στη Βρετανία, με βάση τη θατσερική αρχή ότι «η επιστήμη πρέπει να απαντά στις ανάγκες της βιομηχανίας», από το 1989 η χρηματοδότηση του σχετικού οργανισμού ( UK Medicines and Health Care Products Regulatory Agency) βασίζεται 100% στην πληρωμή των ίδιων των ενδιαφερόμενων εταιρειών.
Σε κάθε περίπτωση, η σύμβαση χρηματοδότησης έχει σαφώς καθορισμένο χρόνο λήξης, η παραβίαση του οποίου από τον οργανισμό ελέγχου ακυρώνει τη χρηματοδότησή του. Άρα ο οργανισμός έχει άμεσο συμφέρον να επιταχύνει τη διαδικασία ελέγχου και να χαλαρώσει τα κριτήριά του. Για τον λόγο αυτό τα φάρμακα που εγκρίθηκαν από την FDA με γρήγορες διαδικασίες παρουσίασαν πενταπλάσια πιθανότητα εκ των υστέρων απόσυρσης για λόγους ανεπιθύμητων δράσεων.
Το ισχύον λοιπόν θεσμικό πλαίσιο τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην ΕΕ, εξαρτά τη χρηματοδότηση των οργανισμών ελέγχου από τις εταιρείες. Οι ίδιες οι εταιρείες, δηλαδή, χρηματοδοτούν τον έλεγχο των προϊόντων τους και κατά συνέπεια καθορίζουν τα κριτήρια και τους κανόνες αξιολόγησής τους.
Η διαπλοκή και η διαφθορά δηλαδή καθορίζονται από το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο
Ακόμη όμως και αυτό το πλαίσιο παραβιάζεται συχνά από τη φαρμακοβιομηχανία, η οποία δεν μοιάζει να κάμπτεται ιδιαίτερα από υπέρογκα πρόστιμα που καλείται να πληρώσει.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα από τις ΗΠΑ:
Η Johnson & Johnson το 2013 πλήρωσε πρόστιμο 2,2 δις δολαρίων για παράνομη συνταγογράφηση των φαρμάκων Risperdal, Invega and Natrecor.
Η GlaxoSmithKline συμφώνησε το 2012 να πληρώσει πρόστιμο 3 δις δολαρίων, αποδεχόμενη ότι προωθούσε το σκεύασμα Plaxil για θεραπεία της κατάθλιψης σε αρρώστους κάτω των 18 ετών, ενώ δεν είχε εγκριθεί η χορήγησή του γι’ αυτή την ηλικιακή ομάδα.
Η Merck το 2011 πλήρωσε 950 εκατ. δολάρια για την παράνομη προώθηση του αναλγητικού Vioxx, το οποίο αποσύρθηκε από την αγορά το 2004 όταν σειρά μελετών απέδειξε ότι αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακών ανακοπών.
Η εταιρεία Eli Lilly καταδικάστηκε το 2009 από δικαστήριο στις ΗΠΑ να πληρώσει πρόστιμο 1,42 δις δολάρια γιατί προωθούσε, χωρίς καμία τεκμηρίωση, ένα αντιψυχωτικό φάρμακο και ως αγωγή για την γεροντική άνοια. Οι πωλήσεις της το 2013 έφτασαν τα 15,3 δις δολάρια (βλ. IMS Health).
Γενικά, τα δραματικά μειούμενα κατά την διετία Τραμπ, πρόστιμα αποτελούν μια ελάχιστη ενόχληση για τις εταιρείες όταν συγκριθούν με τα κέρδη τους. Από το 1991 ως το 2017 πληρώθηκαν 38,6 δις δολάρια σε πρόστιμα, που αντιστοιχούν στο 5% των 711 δις δολ. καθαρών κερδών των 11 μεγαλύτερων πολυεθνικών εταιρειών για 10 μόνο χρόνια (από το 2003-2012).[5]
Πολιτικές προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων και της πατέντας
Η στήριξη και διεύρυνση των πνευματικών δικαιωμάτων/πατεντών αποτελεί στρατηγικό στόχο της φαρμακοβιομηχανίας, καθώς όσο πιο αυστηρά και για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα προστατεύονται, τόσο μεγαλύτερη είναι και η κερδοφορία της.
Μια πρώτη ιστορική σύγκρουση στο πεδίο αυτό έγινε τη δεκαετία του 1980 με την επίθεση των ΗΠΑ στον Καναδά που έδινε άδειες ασχέτως πατέντας και είχε καταφέρει να μειώσει έτσι τη φαρμακευτική δαπάνη κατά 15%. Η διαδικασία αυτή οδήγησε στην υπογραφή της γνωστής συνθήκης NAFTA (North American Free Trade Agreement) το 1994.
Παράλληλα, η φαρμακοβιομηχανία με έντονη παρασκηνιακή δραστηριότητα παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία και τους στόχους του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου καθώς και τη συμφωνία TRIPS (Trade-Related Aspects International Property Rights). Με τη συμφωνία αυτή καθιερώνεται η εικοσαετής ισχύς της πατέντας και περιορίζεται/επιβραδύνεται η δυνατότητα ανάπτυξης γενοσήμων.
Την ίδια περίοδο εξαπλώνεται ιδιαίτερα στην υποσαχάρια Αφρική η λοίμωξη HIV. Η ανάπτυξη ικανής, αλλά πανάκριβης, θεραπείας σταθεροποίησης της νόσου δημιουργεί εκρηκτικές καταστάσεις και ένα δυναμικό κίνημα με κύριο σύνθημα την πρόσβαση όλων σε αυτή τη θεραπεία. Η κυβέρνηση της Ν. Αφρικής με σχετικό νόμο το 1990 δίνει τη δυνατότητα εισαγωγής και παραγωγής γενοσήμων χωρίς την έγκριση των ιδιοκτητών των πνευματικών δικαιωμάτων. 39 πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες με τη στήριξη της κυβέρνησης Κλίντον και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μήνυσαν την κυβέρνηση της Ν. Αφρικής για παραβίαση της συμφωνίας TRIPS. Το μαζικό διεθνές κίνημα για το δικαίωμα όλων στη θεραπεία, τους ανάγκασε τελικά να αποσύρουν τις μηνύσεις τους.[6]
Η ολοκλήρωση των επιμέρους συμφωνιών, όπως το Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (Αμερική – Ασία) [Trans-Pacific Partnership (TPP)] και η Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων [Transatlantic Trade and Investment Partnership (TTIP)] μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την υγεία του πληθυσμού. Στο Βιετνάμ, λόγου χάρη, με την ισχύουσα νομοθεσία για τις πατέντες το 68% του πληθυσμού με HIV παίρνει αντιρετροϊκή αγωγή· μετά την έγκριση της TPP, πρόσβαση στη θεραπεία θα έχει μόνον το 30% των αρρώστων.
Έλεγχος γνώσης, μεθοδολογίας, αξιολόγησης και εκπαίδευσης
Ένα οποιοδήποτε προϊόν για να γίνει επικερδές χρειάζεται μια καλά σχεδιασμένη στρατηγική για την προώθησή του στην αγορά και τη θετική αποδοχή του από το καταναλωτικό κοινό. Στην περίπτωση των φαρμάκων, κλειδί για την επιτυχία ενός φαρμάκου στην αγορά είναι η αντίδραση και συμπεριφορά των γιατρών λόγω του κομβικού τους ρόλου στην επιλογή συνταγογράφησης. Για το σκοπό αυτό μεγάλη αναλογία πόρων επενδύεται στις μελέτες προώθησης των φαρμάκων. Κύριο πρόσχημα είναι η, όντως αναγκαία, φάση της κλινικής δοκιμής κάθε νέου φαρμάκου, στόχος της οποίας είναι η ανίχνευση τόσο της αποτελεσματικότητας, όσο και της ασφάλειας του (ότι δηλαδή δεν προκαλεί ανεπιθύμητες βλάβες). Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της διαδικασίας, το οποίο και καθορίζει τις επιμέρους σχέσεις διαπλοκής, είναι ότι αυτές τις μελέτες προώθησης τις σχεδιάζουν, τις στηρίζουν χρηματοδοτικά και τις αξιολογούν οι ίδιες οι εταιρείες παρασκευής των φαρμάκων. Ο σχεδιασμός, η ερευνητική μεθοδολογία και η αξιολόγηση του προϊόντος γίνονται δηλαδή με βάση τα κριτήρια της κερδοσκοπίας του παραγωγού του.
Η αποδοχή αυτής της διαδικασίας ως αυτονόητης και νόμιμης οδηγεί σε σειρά διαπλεκόμενων λειτουργιών, από την αλλοίωση της επιστημονικής βιβλιογραφίας, την απόκρυψη πιθανών παρενεργειών και την ατεκμηρίωτη παρουσίαση νέων φαρμάκων, μέχρι την ανάπτυξη πολλαπλών δραστηριοτήτων που στοχεύουν στην επίδραση των συνταγογραφούντων γιατρών (συνέδρια, διακοπές, άμεσα κέρδη τύπου προμήθειας κλπ.) καθώς και των ασφαλιστικών – χρηματοδοτικών οργανισμών (ένταξη σε λίστα αναγνωρισμένων, άρα, μερικώς έστω, καλυπτόμενων από τον ασφαλιστικό φορέα, κατευθυνόμενη παραγγελία εμβολίων κοκ.). Ιδιαίτερης σημασίας χρήζει και η «αναγκαία» (;) διαπλοκή με κίνητρο την επιστημονική προβολή και τον εμπλουτισμό των βιογραφικών των ερευνητών. Η συνεργασία με τη βιομηχανία για την προβολή ενός νέου φαρμάκου/προϊόντος διασφαλίζει τη διεύρυνση του δημοσιευμένου έργου του ερευνητή, ο οποίος κάποιες φορές μπορεί απλώς να υπογράφει μια επιστημονική δημοσίευση που έχει γραφεί άμεσα από την ενδιαφερόμενη εταιρεία (φαινόμενο γνωστό ως ghostwriting [συγγραφή από φάντασμα]).[7]
Παράλληλα, ως επιλογή και αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας, οι υπηρεσίες υγείας έχουν οδηγηθεί σε οικονομικό στραγγαλισμό και αποψίλωση από ανθρώπινο δυναμικό. Η οξύτατη και ανελαστική ανάγκη να διασφαλιστεί η συνέχεια στη λειτουργία κλινικών του ΕΣΥ και του Πανεπιστημίου, αποτελεί το θεμέλιο συνεχούς εκβιασμού από τις φαρμακοβιομηχανίες που παρέχουν τεχνολογικό εξοπλισμό, αλλά και προσωπικό (με επισφαλείς συμβάσεις εργασίας), και επιτυγχάνουν έτσι την απόλυτη νομιμοποίηση αυτών των συνεργασιών.
Το μεγαλύτερο όμως όπλο για τη διασφάλιση και διεύρυνση της κερδοσκοπίας της φαρμακοβιομηχανίας είναι η συνεχιζόμενη κυριαρχία του μηχανιστικού παραδείγματος για την υγεία στην έρευνα, την εκπαίδευση και την καθημερινή άσκηση της ιατρικής. Η κυριαρχία δηλαδή της αντίληψης ότι η υγεία του ανθρώπου είναι η συνισταμένη επιμέρους λειτουργιών, στην καθεμιά από τις οποίες μπορεί να παρεμβαίνει η σύγχρονη βιοϊατρική τεχνολογία. Με άλλα λόγια «για κάθε πρόβλημα υπάρχει και το χάπι του», από το σάκχαρο και το διαβήτη μέχρι τη σεξουαλική δραστηριότητα και διάθεση. Ο αέναος αυτός φαύλος κύκλος, που αυτοτροφοδοτείται, στηρίζεται στην ανάδειξη νέων προβλημάτων (σπάνια υπαρκτών, όλο και συχνότερα προκλητών) για τα οποία εισάγονται στην αγορά νέα φάρμακα που συχνά προκαλούν ανεπιθύμητες ενέργειες για τις οποίες χρειάζονται άλλα νέα φάρμακα.
Η στρατηγική που προωθεί την εξάρτηση από τα φάρμακα εκφράζεται μαζικά το τελευταίο διάστημα με σειρά διαφημίσεων που προσπαθούν να μας πείσουν ότι με ένα χάπι φτιάχνει το κέφι μας, για παράδειγμα, ή ότι σώζεται η σχέση μας.
Με βάση τα παραπάνω, η διαπλοκή της βιομηχανίας με τους πολιτικούς και κρατικούς μηχανισμούς και η συνεπαγόμενη διαφθορά πολιτικών και διοικητικών υπευθύνων δεν είναι κάτι το έκτακτο και περίεργο. Είναι μόνιμο χαρακτηριστικό στρατηγικής σημασίας για την αύξηση της κερδοφορίας και την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Όπως μόνιμο χαρακτηριστικό στρατηγικής σημασίας είναι η απόλυτη κυριαρχία των αξιών και στόχων της φαρμακοβιομηχανίας στην προπτυχιακή, μεταπτυχιακή και συνεχιζόμενη εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας
Αντίθετα όμως με το πλειοψηφικό ρεύμα του «δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση», οι ξεκάθαρες διαστρεβλώσεις του κυρίαρχου παραδείγματος δείχνουν και το δρόμο της ανατροπής τους.
Η βιοψυχοκοινωνική προσέγγιση της υγείας επικεντρώνει στην κοινωνικο-οικονομική και περιβαλλοντική διαδικασία που προσδιορίζει το επίπεδο υγείας ενός πληθυσμού αναδεικνύοντας έτσι τα πεδία παρεμβάσεων για την προαγωγή της υγείας και την πρόληψη της νόσου. Με την προσέγγιση αυτή η φαρμακευτική θεραπεία απομακρύνεται από το φαύλο κύκλο διαφήμισης – κατανάλωσης – κερδοφορίας και εντάσσεται στο πλαίσιο της επιστημονικά τεκμηριωμένης απαραίτητης θεραπείας που στηρίζεται στην έρευνα των πραγματικών αναγκών.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
πηγή: Marginalia