George Steiner, Η απόσυρση από τη λέξη (μτφρ.: Στέφανος Ροζάνης, επίμετρο: Βασίλης Αλεξίου), Έρασμος 2021, σσ. 59
«Το θέμα δεν είναι η κουλτούρα ως αξία, όπως νομίζουν οι κριτικοί του πολιτισμού Χάξλεϋ, Γιάσπερς, Ορτέγα υ Γασέτ και άλλοι, αλλά ότι ο διαφωτισμός πρέπει να αυτοστοχασθεί για να μην προδοθούν τελείως οι άνθρωποι. Το ζητούμενο δεν μπορεί να είναι η συντήρηση του παρελθόντος, αλλά η εκπλήρωση της παλαιάς ελπίδας. Σήμερα όμως το παρελθόν συνεχίζεται ως καταστροφή του παρελθόντος».
Τέοντορ Αντόρνο & Μαξ Χορκχάιμερ, Η διαλεκτική του Διαφωτισμού, 1944/1947
Ενώ ο «Σπούτνικ» είναι ακόμα ο πρώτος τεχνητός δορυφόρος στο διάστημα, οι Εργατικοί του Χάρολντ Ουίλσον, που έχουν κερδίσει τις εκλογές του 1964, συστήνουν για πρώτη φορά στη Βρετανία Υπουργείο Τεχνολογίας. «Νούμερο δύο» στο νεοσύστατο υπουργείο χρίζεται ο Τσαρλς Σνόου (C.P. Snow), άνθρωπος με ερευνητική καριέρα στη μοριακή φυσική και αναγνωρισμένος μυθιστοριογράφος. Ο Σνόου είναι ένας εκσυγχρονιστής: Το 1956 εξηγεί σε άρθρο του ότι οι επιστήμονες υπερέχουν ηθικά έναντι των λόγιων διανοουμένων της εποχής, γιατί οι μεν επιστήμονες ασχολούνται με το μέλλον της ανθρωπότητας – οι δε λόγιοι είναι προσκολλημένοι στην παράδοση και τις θεωρίες τους. Σε μια διάλεξη γι’ αυτές τις «δύο κουλτούρες», ο ίδιος εκλεπτύνει λίγο αργότερα το επιχείρημα: η εκβιομηχάνιση, λέει, απαιτεί βούληση να εκπαιδεύσεις επιστήμονες, μηχανικούς και τεχνικούς – και μόνο έτσι οι πλούσιες χώρες θα τραβήξουν την ανθρωπότητα στο δρόμο της προόδου. Για την ώρα –συνεχίζει ο Σνόου το 1959–, ρωτάς ανθρώπους υψηλής μόρφωσης αν γνωρίζουν τον Δεύτερο Νόμο της Θερμοδυναμικής, και σε κοιτάνε ψυχρά, απαντώντας αρνητικά, πράγμα που δεν θα διανοούνταν αν ρώταγες το ισοδύναμο: «Έχετε διαβάσει κάποιο έργο του Σαίξπηρ»; (C. P. Snow, The two cultures, Cambridge University Press 1998· Οι δυο κουλτούρες, μτφρ. Μαριάννας Τζιαντζή, Ελληνικά Γράμματα 1995).
Ο Σνόου ανησυχεί για την ασυνεννοησία των δύο «βασιλείων» –της λόγιας μόρφωσης και της επιστήμης–, που απομονώνονται, καθένα στη δική του αυτάρκεια. Δύο χρόνια μετά, το 1961, ο φίλος του, Τζορτζ Στάινερ, ένας πολυμεταφρασμένος και στ’ αλήθεια συναρπαστικός λόγιος (που, παρεμπιπτόντως, γνωρίζει φυσική…), προειδοποιεί προς την αντίθετη κατεύθυνση: αυτό που συμβαίνει ήδη από τον 17ο αιώνα, λέει, είναι ότι «εγκαταλείπεται η λέξη υπέρ του αριθμού […] Το χάσμα στη λεκτική και μαθηματική γλώσσα γίνεται όλο και περισσότερο πιο ευρύ [και] στα άκρα του χάσματος βρίσκονται άνθρωποι οι οποίοι είναι, ο ένας σε σχέση με τον άλλο, αγράμματοι» (σ. 14). Ο Στάινερ το βλέπει πρώτα στα μαθηματικά:
[Α]κόμα και τα μαθηματικά ήταν μια στενογραφία λεκτικών προτάσεων που είχαν εφαρμογή και νόημα εντός του πλαισίου της λεκτικής περιγραφής […] Με την ανάπτυξη της αναλυτικής γεωμετρίας από τον Νεύτωνα και τον Λάιμπνιτς του μαθηματικού λογισμού, τα μαθηματικά έπαψαν να είναι μία εξαρτημένη σημειογραφία, ένα εμπειρικό εργαλείο. Έγιναν μια εξαιρετικά πλούσια, πολυσύνθετη και δυναμική γλώσσα. Και η ιστορία αυτής της γλώσσας είναι μία ιστορία μη μεταφρασιμότητας (σ. 10-11).
Ανάλογα, όμως, συμβαίνουν και στη φιλοσοφία:
Και πάλι, το σημείο καμπής επισυμβαίνει κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα, με την απόλυτη ταύτιση αλήθειας και μαθηματικής απόδειξης στην οποία πιστεύει ο Καρτέσιος, και πάνω απ’ όλα, ο Σπινόζα. Η Ηθική του Σπινόζα αντιπροσωπεύει την εξαιρετική επίδραση των νέων μαθηματικών πάνω στο φιλοσοφικό πνεύμα. Στα μαθηματικά, ο Σπινόζα συνέλαβε την αυστηρότητα του επιχειρήματος [και] με μια υπέροχη naiveté [αφέλεια] επεδίωξε να δημιουργήσει από τη γλώσσα της φιλοσοφίας λεκτικά μαθηματικά. Από αυτό επίσης προκύπτει το υπερήφανο q. e. d. [σ.σ.: quod errata demonstrandum: η ευκλείδεια φράση ὅπερ ἔδει δεῖξαι] (σ. 20).
Τα ίδια και στην κοινωνιολογία, που «κινείται μέσα σε μια ιδιόλεκτο με όχημα την ασάφεια»: επηρεασμένη από τις απαιτήσεις «της αυστηρής οικονομικής επιστήμης», ακόμα και εκεί που πρέπει να παραμείνει λεκτική, αντικαθιστά τη λέξη με «στατιστικούς πίνακες, καμπύλες και γραφήματα» (σ. 18-19). Κι ανάλογα στη λογοτεχνία: σε αντίθεση με τα χρόνια του Σαίξπηρ, ο σημερινός συγγραφέας χρησιμοποιεί πολύ λιγότερες και απλούστερες λέξεις: «Το ύφος του Χεμινγουαίη και των χιλιάδων μιμητών του είναι μια λαμπρή ανταπόκριση στην ελαχιστοποίηση των γλωσσικών δυνατοτήτων» (σ. 29 και 37): αντίρροπη τάση είναι, λέει ο Στάινερ, κυρίως οι Τζόις, Φώκνερ και Γουάλας Στήβενς.
Ενώ η νέα εγγραμματοσύνη είναι «περισότερο μουσική παρά λεκτική» (σ. 36), ενώ δηλαδή ευκολότερα ακούς ή συναντιέσαι να ακούσεις –και, σήμερα, μάλλον για να δεις–, παρά διαβάζεις, «ακόμα και μέσα στη μουσική υπήρξε ένα διακεκριμένο κίνημα μακριά από την εμβέλεια της λέξης» (σ. 25).
Η ασυνεννοησία δεν περιορίζεται μόνο μεταξύ επιστημόνων και λογίων· τη συναντά κανείς και ανάμεσα στους επιστήμονες:
Οι φυσικοί και οι μαθηματικοί έχουν φθάσει σε μεγάλο βαθμό να μη κατανοούν οι μεν τους δε. Οι βιολόγοι και οι αστρονόμοι αντιμετωπίζουν τις εργασίες των μεν και των δε μέσα από ένα χάσμα σιωπής. Παντού, η γνώση θραύεται μέσα σε μια έντονη εξειδίκευση, περιχαρακωμένη σε τεχνικές γλώσσες πολύ λίγες από τις οποίες μπορούν να γίνουν κατανοητές από τους ανθρώπους (σ. 43).
***
Ό,τι ο Στάινερ ονομάζει «κρίση της ανθρώπινης εγγραμματοσύνης» (και άλλοι, πριν από αυτόν, «νέα αγραμματοσύνη»), μπορεί να ακούγεται σήμερα, εξήντα χρόνια μετά, παλιομοδίτικη κινδυνολογία κάποιων λόγιων (ή «λογοκεντρικών Δυτικών») ελιτιστών: τέτοιες κρίσεις, εξάλλου, για το «επίπεδο που πέφτει», αποδείχτηκαν συχνά, είτε πρόλογοι συντηρητικών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων – είτε, πιο πεζά, παράπονα μιας πνευματικής ελίτ, που αυτοσυστηνόταν θεραπεύτρια της πολιτιστικής «παρακμής» που επινοούσε η ίδια, τη στιγμή που συνειδητοποιούσε πως η «μπογιά» της δεν περνούσε πια.
Πριν, όμως, από τον Στάινερ, ήταν ο Σαρτρ που έγραφε για «κρίση της γλώσσας». Κι ακόμα νωρίτερα, στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού, ήταν οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ που προειδοποιούσαν πως η επιστημονική πρακτική διέλυε τη θεωρητική μόρφωση, στερώντας από τις κοινωνίες της προόδου τα εργαλεία για την αυτοκριτική τους: η διάλυση αυτή, έλεγαν, δεν αφορούσε μόνο τον τρόπο άσκησης της επιστήμης, αλλά και το ίδιο το νόημά της. Αρκετά αργότερα, ο Τζέιμσον έδειχνε ότι η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού –το «μεταμοντέρνο»– πριμοδοτούσε την οπτικοποίηση: ούτε να διαβάζεις, ούτε να ακούς – αλλά κυρίως να βλέπεις, πράγμα που «γίνεται» (δηλαδή παράγεται και καταναλώνεται) γρηγορότερα.
Κι αυτά να μην υπήρχαν, όμως: ποιος νιώθει άνετα κοιτάζοντας την αναγνωσιμότητα εφημερίδων, περιοδικών και μη ειδησεογραφικών ιστοσελίδων, όπου το κείμενο συρρικνώνεται δραστικά (αρκεί να συγκρίνει κανείς με μια σελίδα καθημερινής εφημερίδας των αρχών του ’90); Ποιος, όταν η «εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ» ή οι εκθέσεις του ΙΟΒΕ υπαγορεύουν προτεραιότητες για το σχολείο, όπου δεν χωρούν οι κοινωνικές επιστήμες; Και ποιος δεν άκουσε τους επιστήμονες, «κοινωνικούς» και μη, να λένε πάνω από ένα χρόνο τώρα, για την πανδημία, «δεν μπορούμε να λέμε πως δεν είχαμε προειδοποιηθεί»;
One Ping
Pingback:ΣΙΩΠΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ, ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ – Bouquiniste