Βασισμένος στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Shusaku Endo, ο Martin Scorsese εκπληρώνει με τη «Σιωπή» το καλλιτεχνικό έργο που οραματιζόταν τα τελευταία 27 χρόνια. Η ιστορία δύο Πορτογάλων ιεραπόστολων που φτάνουν στην Ιαπωνία-την περίοδο των βίαιων διωγμών των χριστιανών- με σκοπό να αναζητήσουν απαντήσεις γύρω από τις φήμες περί αποστασίας ενός μοναχού, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το μεγάλο σκηνοθέτη, ο οποίος περίμενε με στωικότητα- όπως ακριβώς και οι ήρωες του- την κατάλληλη στιγμή για να γυρίσει το φιλμικό αυτό έπος.
Γράφει ο Γιώργος Τσιρακίδης
Όντως, τα 161 λεπτά της «Σιωπής» αποτελούν ένα κινηματογραφικό επίτευγμα. Ο Scorsese αφηγείται την ιστορία του λιτά, απογυμνώνοντας την από τα κινηματογραφικά τρικ και τους φρενήρεις ρυθμούς που χαρακτηρίζουν την υπόλοιπη φιλμογραφία του. Σχεδόν μινιμαλιστικά, εξιστορεί την βίαιη διαδρομή του ήρωα στην αφιλόξενη γη της Ιαπωνίας, ανάμεσα σε καυτές πηγές, απέραντα βουνά, χωριά στα όρια της εξαθλίωσης και πολυτελείς πόλεις. Ο τρόπος που ο Scorsese τοποθετεί την κάμερα του μέσα στα χωράφια που κρύβονται οι χριστιανοί, στις μικρές καλύβες και στις στενές φυλακές απορροφά τον θεατή μέσα σε ένα κόσμο τόσο διαφορετικό από τον σημερινό αλλά παράλληλα απελπιστικά όμοιο. Χωρίς μουσική, με μοναδική συντροφιά το voice over του πρωταγωνιστή, αναπόφευκτα ο Scorsese καταφέρνει να βυθίσει τον θεατή στο βασανιστήριο της σιωπής, που πληγώνει τον ήρωα του περισσότερο και από την κτηνωδία που αντικρίζει. Η σιωπή επιστρέφει συνεχώς, κάθε φορά που ο ιεραπόστολος αμφισβητεί την πίστη και τον εαυτό του, σαν μία σθεναρή επιβεβαίωση της μοναξιάς του και της αμφισημίας που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη πίστη.
Και ακόμα και αν οι σκέψεις που τριγυρνάνε στο μυαλό του θεατή τα πρώτα λεπτά της «Σιωπής» είναι πως η επιλογή της δημιουργίας ενός φιλμ με θέμα τη θυσία του ανθρώπου στον βωμό της πίστης, σε μία εποχή που ο θρησκευτικός εξτρεμισμός χρησιμοποιείται ως πρόφαση μαζικών δολοφονιών, φαντάζει το λιγότερο προκλητική, αρκεί λίγη υπομονή για να καταλάβει πως δεν παρακολουθεί μία προπαγανδιστική ταινία για τον χριστιανισμό. Ο Scorsese μιλάει για την ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει σε ένα ιδανικό για να μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε συνθήκη της καθημερινότητάς του. Μέσα σε αυτό το ιδανικό, δεν κρύβεται τίποτα άλλο όμως, πέρα από τον ίδιο τον εαυτό του. Η πίστη, στην περίπτωση της «Σιωπής», οδηγεί τον ήρωα στην αποδοχή της φύσης του. Στην αποδοχή της θνητότητας και της ασημαντότητας της ύπαρξης του. Και είναι αυτή η φύση του ανθρώπου που όπως χαρακτηριστικά διατυπώνει ο Liam Neeson στο τελευταίο μέρος του φιλμ, «παραμένει αμετακίνητη» ενώ ο υπόλοιπος κόσμος κινείται διαρκώς. Η αδυναμία του ανθρώπου να δεχτεί το διαφορετικό, να αμφισβητήσει την κουλτούρα και την πίστη του και να μπορέσει να συνυπάρχει με έναν άνθρωπο που απλά δίνει στα ιδανικά του διαφορετική ονομασία.
Η «Σιωπή» θα μπορούσε να είναι το κύκνειο άσμα ενός μεγάλου σκηνοθέτη. Ενός δημιουργού που αγαπάει να αφηγείται ανθρωποκεντρικές ιστορίες και να αποτυπώνει την άνοδο και την πτώση των ηρώων του με τον ίδιο ενθουσιασμό, γοητευμένος με τις διαφορετικές όψεις της ανθρώπινης φύσης. Το φιλμ/όραμα του συμπυκνώνει τη φιλοσοφία του σε ένα πνευματικό ταξίδι αναζήτησης του μεγαλείου αυτής της θνητής και επίκαιρης ανθρώπινης δύναμης.