O Στεφάν Μπριζέ επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη και μαζί του έχει τον Βενσάν Λιντόν για τέταρτη φορά. Μετά τον “Νόμο της Αγοράς” αυτή η ταινία μπορεί να πει κάποιος πως έρχεται σαν συνέχεια. Σε μία εποχή παραίτησης κι αποδοχής της μοίρας από την πλειοψηφία του κόσμου, αυτό το είδος κινηματογράφου είναι απαραίτητο και το λατρεύουμε. Ο Γάλλος σκηνοθέτης ακουμπάει στα βήματα του Κέν Λόουτς και μαζί με το “Κλέφτες Καταστημάτων” του Χιροκάζου Κόρε-Έντα δίνουν μία γροθιά στο κατεστημένο μέσα από το έργο τους. Κοινωνικό και πολιτικό σινεμά πιο αναγκαίο από ποτέ.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Βρισκόμαστε στην περιοχή Ανζέ της Γαλλίας. Εκεί η εταιρεία Περέν γερμανικών συμφερόντων αποφασίζει πως πρέπει να κλείσει το εργοστάσιό της. 1100 άτομα στην ανεργία, 4000 μαζί με τις οικογένειές τους στο χείλος της καταστροφής. Τα συνδικάτα ξεσηκώνονται και διεκδικούν τα δικαιώματά τους, καθώς μιλάμε για μία πέρα για πέρα άδικη ηθικά απόφαση. Οι εργαζόμενοι προκειμένου να κρατήσουν τις δουλειές τους στα χρόνια της κρίσης ακούγεται να λένε πως έχουν χαρίσει στην εταιρεία 14.000.000 ευρώ κι όμως αυτή κρίνει πως πλέον είναι περιττοί, κάτι που δε συνάδει με τα οικονομικά νούμερα.
Απλοί άνθρωποι επιδίδονται σε έναν αγώνα επιβίωσης για δικαίωση, καθώς οι ευκαιρίες για εργασία δεν είναι πολλές στη συγκεκριμένη περιοχή. Αυτή είναι όμως η κυνική πραγματικότητα του καπιταλισμού. Ο νόμος (των επιχειρήσεων και συμφερόντων) είναι νόμος. Το γεγονός ότι πέραν του Λιντόν οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές είναι στην πλειοψηφία τους ερασιτέχνες και μάλιστα εργάτες προσδίδει αξιοσημείωτη παραστατικότητα και ζωντάνια στα γεγονότα. Είναι στιγμές που πιστεύεις πως παρακολουθείς ένα ντοκιμάντερ με τον τρόπο που παρεμβαίνει η κάμερα στα συμβούλια των συνδικαλιστών, στις συναντήσεις τους με τις κρατικές αρχές, σε ολόκληρη τη διαδρομή.
Ο σκηνοθέτης συνθέτει ένα παζλ της σημερινής Ευρώπης. Το κέρδος δεν είναι ποτέ αρκετό για τους μετόχους. Ζούμε σε έναν κόσμο που έχει δομηθεί για τους πλουσίους. Το μόνο που θέλουμε είναι μία αξιοπρεπή ζωή. Να μπορούμε να χαρούμε τα απλά της καθημερινότητας που μας έμειναν και πιθανώς έχουν και την μεγαλύτερη αξία. Διότι αυτά τα απλά κι ειδικότερα οι σχέσεις με τους ανθρώπους σου δίνουν δύναμη να συνεχίσεις. Από την άλλη η ηγεσία, κάθε μορφής, στοχεύει στο να σπείρει συνεχώς διχόνοια, να αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη με διάφορα τεχνάσματα, για να ελέγχει τους πολλούς με τα λίγα, τα ελάχιστα. Στρατευμένα Μέσα και εκάστοτε Κρατική Ασφάλεια βοηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Τα μηνύματα που φτάνουν από όλο τον κόσμο δείχνουν πως το φαινόμενο είναι καθολικό. “Είμαστε όλοι Περέν” και συνειρμικά ταξιδεύουμε στο “Je suis Daniel Blake”. Είναι άραγε η δικαιοσύνη δίκαιη κι αν ναι με τι κριτήρια έχουν δομηθεί οι κανόνες; Μοναδικός τρόπος να επιζήσουμε σε μία εποχή πολέμου (μόνο τυχαίος δεν είναι ο τίτλος), η αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Είναι άλλωστε κοινό μυστικό πως οι επιχειρήσεις είναι πλέον περισσότερο δυνατές από την κρατική εξουσία. Τα χρήματα όμως δε φέρνουν σε κάθε περίπτωση την ευτυχία.
Το φινάλε συγκινητικό. O Λοράν έχει τη συνείδησή του απόλυτα καθαρή. Μέχρι την τελευταία στιγμή σκέφτεται τις επόμενες γενιές και τι θα ζήσουν. Μεταφέρει το μήνυμα της αέναης προσπάθειας στο πέρασμα των χρόνων μέσα από τη γέννηση του εγγονού του. Είναι πλέον γεμάτος κι αυτός ο κόσμος δε τον χωράει. Από ανθρώπους σαν αυτούς προέκυψε και το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων. Δεν άντεχαν πια να παραμένουν παθητικοί. “Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει. Αυτός που δεν αγωνίζεται έχει ήδη χάσει”.