in

Σε αντίθεση με ό,τι νομίζετε, εκτός από τους «μεσαίους», υπάρχει και η εργατική τάξη

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Αλμπέρτο Προυνέτι, 108 μέτρα. The New Working Class Hero (μτφρ.: Βαγγέλης  Ζήκος), Εκδόσεις Απρόβλεπτες 2020, σσ. 143

Υπήρξε μια εποχή στην Ιταλία που οι εργάτες (εντάξει: οι εργάτες της τάξης του ’77), παρατούσαν τα σχέδια της «Εργατικής Εξουσίας» (Potere Operaio) και ξεφύλλιζαν το περιοδικό συνταγών Εργατική Απόλαυση (Godere Operaio). Ήταν η κορύφωση –ή αρχή του τέλους;– για ένα εργατικό κίνημα που το ζήλευε όλη η Ευρώπη.

Αυτά ο Προυνέτι τα ξέρει από διαβάσματα και ιστορίες: τότε ήταν μόνο τεσσάρων. Στα μέσα του ’90, όταν θα έπαιρνε το αεροπλάνο από την Πίζα, για να βρει δουλειά στο Μπρίστολ, αυτά ήταν πια παλιές ιστορίες:

Οι εργάτες σαν τον μπαμπά μου ηττήθηκαν δέκα χρόνια πριν. Οι σκουπιδιάρηδες είναι τώρα περιβαλλοντικοί λειτουργοί, και οι νοσοκόμοι λειτουργοί υγείας. Εξαφανίζονται τα αφεντικά και ξεφυτρώνουν οι επιχειρηματίες […] το πανεπιστήμιο βράζει αλλά δεν αλληλεπιδρά με την κοινωνία […] Πλέον οι περισσότεροι το κρασί δεν το παίρνουν χύμα, μόνο εμφιαλωμένο. Και το πίνουν στο κολονάτο, όχι σε καμιά κούπα. Και το κολονάτο το γυρνάνε γύρω-γύρω και ούτε που πίνουν, το οσμίζονται. Και μετά το ρουφάνε και κάνουν γαργάρες λες και είναι άρρωστοι (σ. 59).

Και οι μάγειροι; Και οι λατζέρηδες; Βοηθοί κουζίνας: kitchen assistants!

Στο Στόουνμπριτζ, οι κίτσεν ασίσταντς σαν τον Αλμπέρτο συμμετέχουν στη Skank, τη Βρωμερή Επιτροπή Βοηθών Κουζίνας της περιοχής. Τα μέλη της είναι όλοι είκοσι με τριάντα, φτάνουν απ’ όλη την Ευρώπη, ορισμένοι αγαπούν τον Σαίξπηρ – και όλοι τους είναι «μπαλάκι μεταξύ κοινωνικών υπηρεσιών [,] επιδομάτων και άλλων προγραμμάτων στήριξης των ανέργων» (σ. 14).

Χρειάζεται να το πούμε; Η προοπτική του ταξιδιού από την Ιταλία ήταν κάπως πιο αισιόδοξη. Όχι, ο άνθρωπός μας δεν ήταν καμιά ιδιοφυΐα. Αλλά το ’80 βρίσκονταν ακόμα στη Μαρέμα οι παιδαγωγοί που εκπαιδεύτηκαν με την «παιδαγωγική του καταπιεσμένου», του Πάουλο Φρέιρε – κι αυτοί τους έστελναν στις γειτονιές για εργατικές έρευνες και για να βγάζουν εφημεριδάκια. (σ. 39). Όταν ο Αλμπέρτο τέλειωνε το πανεπιστήμιο, ήταν η εποχή της «κοινωνίας της γνώσης»:

Μας είχαν πει ότι η εργασία θα ήταν άυλη, ότι δεν θα ιδρώναμε άλλο, ότι δεν θα χρησιμοποιούσαμε πια τα χέρια (σ. 37).

Αλλά στην πράξη αποδείχτηκε πιο πολύπλοκο:

Το κτίριο μέσα στο οποίο έπρεπε να περνάω τη μέρα ήταν χωρισμένο σε διάφορα δωμάτια: την αποθήκη και την κουζίνα, το Καθαρτήριο όπου έπρεπε να υπομείνεις τη δυστυχία και τα εγκαύματα δεύτερου βαθμού· τη σάλα για το πηγαινέλα των σερβιτόρων και το στρογγυλοκάθισμα των πελατών […] τον φούρνο, κολλητά στην κουζίνα: αυτός ήταν ο τόπος του εγκλεισμού μου, μόλις τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων, με μέση καταγεγραμμένη θερμοκρασία 400 βαθμούς Κελσίου […] Αξιοπρεπής μισθός σε σχέση με τον ιταλικό, αλλά με τις κρατήσεις μυστηριωδών εξόδων για φαΐ, στέγη και νομικά ζητήματα που δεν ήταν ποτέ σαφή, δεν έφτανε τον κατώτατο μισθό του Ηνωμένου Βασιλείου (σ. 18).

Το εργατικό δαιμόνιο υπονομεύει την κατάσταση όσο καλύτερα μπορεί. Καταρχάς, λουφάρει σα να μην υπάρχει αύριο. Ακόμα χειρότερα,

Όταν δεν ήμασταν αναγκασμένοι να ιδρωκοπάμε γύρω από τον φούρνο και τα φουρνάκια, ασχολούμασταν με το να βγάζουμε βρώμες για τη φήμη του μαγαζιού μεταξύ των πολλών Ιταλών που ζούσαν σε αυτή τη γειτονιά του Μπρίστολ […] το σύνθημα εκείνων των ημερών ήταν: «Open Mouth, Ανοικτό Στόμα – είχαμε κουραστεί να είμαστε στη μούγκα (σ. 28-29).

Το να είσαι προλετάριος –πρώτα λατζέρης σε «ιταλική» πιτσαρία, μετά καθαριστής σε εμπορικό– δεν είναι μόνο κούραση και λίγα λεφτά. Είναι και άλλα ακόμα, που τους δίνεις σημασία μόνο αν τα υφίστασαι:

Τα ρήματα ήταν μόνο στην προστακτική αλλά τα μεταχειριζόταν μόνο το μπος. Από μεριάς μας αρκούσε ένα συγκαταβατικό νεύμα και να κουνάμε χέρια και πόδια. Ήταν ταπεινωτικό (σ. 67).

Το να είσαι προλετάριος δεν αφορά μόνο τις ώρες της δουλειάς. Είναι και το βίωμα του ξένου με όσους «περνούν τη βραδιά ανταλλάσσοντας πολύ κουλ εμπειρίες για εισιτήρια της British Airways και Πιλάφια του Κασμίρ και Κοτόπουλο Τίκα Μασάλα που έφαγαν στην Γκόα» (σ. 87). Πώς να μην είναι ξένος

ένας επαρχιώτης που δεν είχε ιδέα από τον κόσμο. Μια πολλά υποσχόμενη αποτυχία του ποδοσφαίρου δεύτερης κατηγορίας και της μαρεμάνικης-λιβορνέζικης εργατικής τάξης. Ένας τιτάνας που σήκωσε κεφάλι, αλλά πόνταρε τα ρέστα του σε λάθος άλογο: στο πτυχίο. Ένα παιδί της εργατιάς που φόρεσε διανοουμενίστικα φτερά από κερί, κερί που έλιωνε όταν πλησίαζε τον ήλιο που λούζει τους πλούσιους […] (σ. 38)

Ξένος δεν θα πει χωρίς αποσκευές. Κι αν το αφήγημα του Προυνέτι είναι εργατική λογοτεχνία από αυτές που δεν έχουμε σε περίσσεμα, είναι γιατί η ιστορία του έχει βαθιές ρίζες σε αυτό που ήταν, και που είναι σήμερα, η εργατική τάξη (όχι μόνο) στην Ιταλία:

Κάποτε ήμουν εξαιρετικό δεξί μπακ, μετά στόπερ και τελικά λίμπερο. Θα πήγαινα στην Τεχνική Σχολή. Οι δοξασμένες χαλυβουργίες με περίμεναν με ανοιχτές υψικάμινους. Αλλά μια καλή μέρα, ποιος κακός άνεμος μπήκε στο σπίτι και με ξέβρασε στο λύκειο. Και να τα αποτελέσματα μπροστά στα μάτια όλων: σταματάω να πηγαίνω προπόνηση, δεν τραμπουκίζω τα παιδάκια στο δρόμο, τώρα με είδαν να πηγαίνω στο κατηχητικό για τα παιδιά των εργατών της ενορίας. Μετά στη βιβλιοθήκη […] Ποιος; Ο γιος του Ρενάτο; Η αμυντικάρα, ο πολλά υποσχόμενος του ερασιτεχνικού ποδσφαίρου […] Ρενάτο, πήγαινε το παιδί σου σε κάνα γιατρό, να το δει μην έχει κάτι (σ. 55-56).

Οι ρίζες αυτές αντισταθμίζουν κάπως το βίωμα του ξένου – όχι του ξενόφερτου, αλλά του αταίριαστου στην κοινωνικότητα της «μεσαίας τάξης»:

Listen, τους έλεγα, το Ολντ Τράφορντ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, για να συνεννοούμαστε, είναι ένα γήπεδο-κόσμημα, έτσι; Ένα από τα εφτά θαύματα του κόσμου, μαζί με τις πυραμίδες και τη Σαμάνθα Φοξ, είμαστε όλοι σύμφωνοι; Ε λοιπόν, το χορτάρι του Ολντ Τράφορντ σταματάει στα 105 μέτρα. Εγώ είμαι από ένα μέρος που φτιάχνει 108 μέτρα ατσάλι (σ. 98)

Ο Προυνέτι δεν έχει περιουσία άλλη απ’ τα χέρια και το μυαλό του. Αν κάτι αντισταθμίζει αυτό το αίσθημα της ξενότητας, είναι η πατρική κληρονομιά – οι δέκα κανόνες του Ρενάτο, που λένε κάτι και για τα δικά μας, μπροστά στο τέλος της απεργίας και του οχταώρου:

Να βοηθάς τους συναδέλφους. Να απεργείς. Να μη γλείφεις τον κώλο του αφεντικού. Να μην είσαι απεργοσπάστης. Μην το παρακάνεις όταν πρέπει να τις παίξεις. Μην τα παίρνεις με τους Πιζάνους. Μην εμπιστεύεσαι τους φραγκάτους. Αν κάποιος σε αποκαλέσει κύριο, να πηγαίνεις τοίχο-τοίχο (σ. 45-46).

 

***

Υπάρχουν βιβλία που τα διαλέγουμε για τον μεταφραστή τους – κι ας διαβάζονται ήδη σε τέσσερις ή πέντε γλώσσες, όπως αυτά του Προυνέτι. Μετά το Όλτρετορέντε, του Πίνο Κακούτσι, βιβλίο επίσης των Απρόβλεπτων Εκδόσεων, ο Βαγγέλης Ζήκος έκανε κι εδώ πραγματικά ωραία δουλειά. Τα 108 μέτρα, βιβλίο που το χαίρεσαι απ’ την αρχή ως το τέλος (μεταξύ άλλων και γιατί δεν είναι διδακτικό), είναι το πρώτο της εργατικής τριλογίας του Προυνέτι. Χάρη στην προσήλωση του Ζήκου στην «ατζέντα» Ιταλία-εργατική τάξη-αντιφασισμός, σύντομα θα έχουμε στα ελληνικά και το δεύτερο βιβλίο.

 

Leave a Reply

One Ping

  1. Pingback:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

«Ούτε κάψιμο, ούτε θάψιμο»-Διαμαρτυρία στη Θεσσαλονίκη ενάντια στην καύση σκουπιδιών

Το αποτύπωμα του νεοφιλελευθερισμού στον χώρο