όπως είναι αυτή στην οποία βρισκόμαστε, χρειάζεται το θάρρος να υποστηρίξουμε ακραίες υποθέσεις
«…με πόσο πείσμα καταφέρνουν οι άνθρωποι να αρνούνται το προφανές/τις αποδείξεις/τα γεγονότα, ακόμη και όταν διακυβεύεται η ελευθερία τους ή η ίδια η ζωή τους» (Octavia Butler: The Parable of the Sower)
Il ne faut pas désespérer Billancourt?
(Δεν πρέπει να κάνουμε το Billancourt να χάσει τις ελπίδες του;)
Λέγεται ότι το 1968, σε μια δημόσια συζήτηση για τον καταπιεστικό χαρακτήρα της Σοβιετικής Ένωσης, ο Ζαν Πολ Σαρτρ είπε μια φράση που έμεινε διάσημη: «Il ne faut pas désespérer Billancourt…».
Το Μπιγιανκούρ ήταν τότε η μεγαλύτερη βιομηχανική ζώνη στη Γαλλία και ο Σαρτρ εννοούσε ότι δεν έπρεπε να γίνει ή να ειπωθεί τίποτα που θα προκαλούσε απόγνωση στους εργάτες.
Μακριά από εμένα η πρόθεση να δυσφημίσω τον φιλόσοφο. Δυστυχώς, όμως, σήμερα, επειδή δεν τους είπαν ποτέ την αλήθεια, οι Γάλλοι εργάτες ψηφίζουν υπέρ του Εθνικού Μετώπου της Λεπέν. Και η Σοβιετική Ένωση έγινε το προπύργιο του πουτινικού αντιδραστικού εθνικισμού.
Στο ενδιαφέρον άρθρο που πρότεινα πριν από λίγες μέρες, η Lidia Ferrari γράφει: «Δεδομένου ότι είμαστε κυριευμένοι από τη γλώσσα, οι αφηγήσεις δημιουργούν πραγματικότητα. Οι αποκαλυπτικές αφηγήσεις καταγγέλλουν ορισμένες πτυχές της πραγματικότητας, αλλά δίνουν και ορατότητα στο τέλος. Οι δυστοπικές αφηγήσεις μάς έχουν οδηγήσει σε ένα είδος προσκόλλησης στη δυστοπία.
Έχουμε ανάγκη από αφηγήσεις που δημιουργούνται από τον Έρωτα γιατί η πολιτιστική μάχη διεξάγεται, κυρίως, με τις αφηγήσεις. Αν κατακλυζόμαστε από ιστορίες που προβλέπουν το χειρότερο, καταλήγουμε να δημιουργούμε το χειρότερο…. Η επιμονή στην αφήγηση του κακού κάνει το αποκαλυπτικό τέρας να μεγαλώνει. Ο Έρωτας έχει εγκαταλειφθεί ακόμα και στις ιστορίες, σε αυτά που έχουμε να πούμε μεταξύ μας, σε αυτά που μπορούμε να κάνουμε μαζί. Ίσως δεν είναι μόνο θέμα ελπίδας, όπως λέει ο Φρόιντ, αλλά και αγώνας για τον Έρωτα».
Δυστυχώς ο Eros δεν είναι σαν τον βαρόνο Μυνχάουζεν, ο οποίος, έχοντας καταλήξει σε ένα χαντάκι, μπόρεσε να σηκωθεί αφού έπιασε την αλογοουρά του και τράβηξε τον εαυτό του προς τα πάνω. Η κατάθλιψη δεν νικιέται με τις αφηγήσεις, γιατί είναι το αποτέλεσμα των κοινωνικών, τεχνολογικών, ψυχικών και επικοινωνιακών συνθηκών που δεν εξαφανίζονται με την καλή θέληση.
Ο φίλος μου ο Andrea (χωρίς τη συμβουλή του οποίου δεν θα ξεκινούσα ποτέ αυτό το blog) μου έγραψε ότι σκέφτεται το ίδιο με τη Lidia Ferrari και ότι γι αυτόν, όπως κι αν έχει, είναι πάντα αναγκαίο να υποκινούμε την εξέγερση ενάντια στο φασισμό.
Τα τελευταία πενήντα χρόνια (από τότε που τον γνώρισα σε μια συνάντηση του Radio Alice στη via Mascarella) δεν πιστεύω ότι έχω κάνει ποτέ κάτι που ο Andrea δεν ενέκρινε. Αυτό με έκανε να σκεφτώ ότι πρέπει να βρω πιο πειστικά επιχειρήματα για να εξηγήσω τι σημαίνει η «λιποταξία».
Η Clara Urbano Molina, από την πλευρά της, στο ρεπορτάζ της συνάντησης στην Casa Victoria (Lavapiès, Μαδρίτη), λέει ότι αν έχουν χαθεί όλα, ακόμη και η λιποταξία είναι αδύνατη.
Μπορεί να έχει δίκιο, αλλά σε αυτή την περίπτωση την έχουμε γαμήσει, τουλάχιστον μέχρι να μας πει η Clara τι άλλο μπορούμε να κάνουμε.
Πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια συμμετείχα στο κίνημα Occupy, παρεμβαίνοντας σε διάφορες καταστάσεις (από τη Μπολόνια μέχρι το Μιλάνο, από τη Νέα Υόρκη στη Βηρυτό). Ήταν η τελευταία εμπειρία ενός μαζικού κινήματος στο οποίο μπόρεσα να συμμετάσχω.
Στη συνέχεια, η καταστροφική αποτυχία της Αραβικής Άνοιξης και μετά η καταστροφική κατάληξη του ελληνικού καλοκαιριού το 2015, με ανάγκασαν να προβληματιστώ σχετικά με την κρίση των αντικαπιταλιστικών κοινωνικών κινημάτων. Προβληματίστηκα, κυρίως, με δύο αποφασιστικούς μετασχηματισμούς που στον νέο αιώνα παρέλυσαν τη μαζική κοινωνική αυτονομία και έδωσαν στην εξουσία του κεφαλαίου έναν χαρακτήρα τελείως διαφορετικό από αυτόν που τους δύο προηγούμενους αιώνες έκανε δυνατή την αυτονομία της κοινωνίας.
Ο πρώτος μετασχηματισμός αφορά τη μορφή της υπερ-αποικιοκρατικής εξουσίας: η έδρα αυτής της εξουσίας δεν είναι πλέον το κράτος και το υποκείμενο αυτής της εξουσίας δεν είναι πλέον η πολιτική βούληση της αστικής τάξης (η οποία στο μεταξύ έχει εξαφανιστεί και έχει παραχωρήσει τη θέση της σε μια αποεδαφοποιημένη παρασιτική λούμπεν-μπουρζουαζία).
Η δύναμη του κεφαλαίου βρίσκεται πλέον στις παγκόσμιες τεχνικές υποδομές (πλατφόρμες) που είναι πανταχού παρούσες στην κοινωνία, την παραγωγή και την κατανάλωση.
Extra-state-Kraft είναι ο όρος με τον οποίο ο Keller Easterling ορίζει αυτές τις υποδομές χωρίς τις οποίες είναι αδύνατη η κοινωνική δραστηριότητα. Το επικοινωνιακό δίκτυο, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, η ενεργειακή υποδομή και τέλος η συγχώνευση της τεχνολογίας του ελέγχου με το στρατιωτικό σύστημα. Αυτές οι υποδομές έχουν διεισδύσει στο κοινωνικό σώμα εισάγοντας αυτοματισμούς από τους οποίους είναι αδύνατο να ξεφύγουμε, γιατί έχουν καταστεί απαραίτητες για την παραγωγή, την κατανάλωση, την επικοινωνία.
Η υπερ-φιλελεύθερη δράση του αντιδραστικού κινήματος Τραμπ-Μασκ στοχεύει στην καταστροφή του κράτους και συγκλίνει με την δημιουργία ενός συστήματος ολοένα και πιο γενικευμένων τεχνικών αυτοματισμών.
Ο δεύτερος μετασχηματισμός, όχι λιγότερο αποφασιστικός, αφορά την υποκειμενικότητα. Η αναδιαμόρφωση της νοητικής δραστηριότητας εξαιτίας της ψηφιακής μορφοποίησης παράγει μια πραγματική γνωστική μετάλλαξη.
Η κοινωνική αλληλεγγύη, όπως τα συναισθήματα και ο ερωτισμός δεν είναι φυσικές συνθήκες, αλλά τρόποι συλλογικής ύπαρξης που απαιτούν μια γνωστική ικανότητα η οποία διαμορφώνεται μέσω της επαφής με τη μητέρα και αναπτύσσεται στη σχέση εγγύτητας με το σώμα και τη φωνή φίλων, συναδέλφων και εραστών. Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, η γλωσσική μηχανή έχει αντικαταστήσει τη φωνή της μητέρας και έχει κλείσει τα άτομα σε έναν εικονικό χώρο από τον οποίο έχει εξοβελιστεί το σώμα.
Οι φίλοι και οι εραστές σπανίζουν και τους συναδέλφους τους βλέπουμε μόνο στην οθόνη του υπολογιστή.
Η καλωδιωμένη γενιά πλήττεται από μια γνωστική μετάλλαξη που εκδηλώνεται με τη μορφή επιδημικών παθολογιών, ελλειμματικής προσοχής, ψυχικής κατάθλιψης, αυτιστικού συνδρόμου και ούτω καθεξής. Αυτή η γενιά αναπτύσσει, ίσως, εξαιρετικά εκλεπτυσμένες διανοητικές ικανότητες, αλλά βυθίζεται σε μια κατάσταση από-κοινωνικοποίησης και θλίψης που καθιστά αδιανόητο τον οργανωμένο αγώνα. Οι ξαφνικές εκρήξεις θυμού καταλαγιάζουν γρήγορα, τις καταπίνει η καταθλιπτική μοναξιά.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς θα εξελιχθεί η υποκειμενικότητα στο εγγύς μέλλον, αλλά γνωρίζουμε ότι οι συνθήκες διαβίωσης επιδεινώνονται ραγδαία: η κλιματική κατάρρευση καθιστά μη βιώσιμες ολοένα και μεγαλύτερες περιοχές του πλανήτη, οι μεγάλης κλίμακας μεταναστεύσεις τροφοδοτούν τη ρατσιστική επιθετικότητα, η εργασία είναι όλο και πιο επισφαλής, η υπερ-αποικιακή δουλεία εξαπλώνεται.
Και τέλος, οι στρατιωτικές δαπάνες αυξάνονται παντού, καθιστώντας τον πόλεμο τον κύριο παραγωγικό τομέα και την γενοκτονία την πολιτική γραμμή της παγκόσμιας Κου Κλουξ Κλαν.
Ο εθνικισμός γκρέμισε την Ευρωπαϊκή Ένωση που ενεπλάκη σε έναν πόλεμο ο οποίος προκλήθηκε από την κυβέρνηση Μπάιντεν και η συνέπεια του οποίου είναι ο στραγγαλισμός της Ευρώπης από το ζεύγος Τραμπ-Πούτιν.
Δημιούργησα αυτό το ιστολόγιο για να περιγράψω αυτές τις τάσεις – οι οποίες έχουν γίνει πλέον εξώφθαλμη πραγματικότητα.
Αλλά το δημιούργησα πάνω απ’ όλα για να αναζητήσω μια οδό διαφυγής από την παγίδα του θανάτου στην οποία έχουμε καταλήξει: την λιποταξία.
Το να καλούμε σε εξέγερση γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχουν οι ψυχοκοινωνικές συνθήκες για την αλληλεγγύη και ότι δεν υπάρχουν όπλα για να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας από έναν ολοένα και πιο βίαιο εχθρό είναι θλιβερός ρομαντισμός.
Είμαι υλιστής και δεν νομίζω ότι χρειάζεται να απολογηθώ γι’ αυτό. Και επίσης δεν μου αρέσει να εμφανίζομαι ως ιεροκήρυκας της συμφοράς:
η χειρότερη συμφορά είναι η επιστροφή του ναζισμού με φιλελεύθερο και σιωνιστικό προσωπείο.
Μέχρι χθες ήταν απειλή. Σήμερα είναι ο ορίζοντας που κανείς δεν μπορεί να μην τον βλέπει.
Σε ακραίες καταστάσεις, όπως αυτή που βρισκόμαστε, χρειαζόμαστε το θάρρος να υποστηρίξουμε ακραίες υποθέσεις. Η δική μου ακραία υπόθεση είναι ότι πρέπει να σκεφτούμε την λιποταξία από την ιστορική σφαίρα ακόμα κι αν δεν ξέρουμε ακόμη πώς.