Dan Hind, Ποιος απειλεί το Διαφωτισμό;, εκδόσεις Θύραθεν, σελ. 236
Το πιο επαναστατικό πράγμα, που μπορείς να κάνεις, είναι πάντοτε να λες με δυνατή φωνή αυτό που συμβαίνει
ΡΟΖΑ ΛΟΥΞΕΜΠΟΥΡΓΚ
«Τόλμα να γνωρίζεις», είναι η μετάφραση του λατινικού τίτλου, που προηγείται. Φράση διάσημη στην ιστορία της φιλοσοφίας, μετά την χρήση της από τον Καντ στο περίφημο δοκίμιό του Τι είναι ο Διαφωτισμός;
Φράση, με την οποία συμφωνεί, όπως φαίνεται και η Λούξεμπουργκ, μ’ όλο που δύσκολα φανταζόμαστε να ταιριάζουν τα φιλοσοφικά της χνώτα με αυτά του πατέρα του «υποκειμενικού ιδεαλισμού», όπως μαθαίναμε στα σοβιετικής κοπής αλφαβητάρια του μαρξισμού. Για την ίδια, μάλιστα, το «να γνωρίζεις» και να το λες είναι το πιο επαναστατικό πράγμα στον κόσμο.
Να λέμε την αλήθεια, λοιπόν, αφού την γνωρίσουμε. Και πριν από αυτό, να τολμάμε να γνωρίζουμε, να έχουμε το θάρρος και την αποφασιστικότητα να χρησιμοποιούμε τον δικό μας νου: σε αυτό συνίσταται η πεμπτουσία του Διαφωτισμού, αυτό είναι το έμβλημά του. Με τα λόγια του Καντ:
«Μια επανάσταση μπορεί, ίσως, να ανατρέψει τον δεσποτισμό και να καταργήσει την καταπίεση κάποιων τυράννων άπληστων για εξουσία και κέρδη –ποτέ, όμως, δεν αναμορφώνει στ’ αλήθεια τον τρόπο σκέψης. Νέες προκαταλήψεις –ακριβώς, όπως και οι παλιές- θα χρησιμοποιηθούν, για να χαλιναγωγηθούν οι μεγάλες αστόχαστες μάζες».
Είναι προφανές πως η εκτίμηση αυτή έχει δικαιωθεί ιστορικά στο ακέραιο. Σήμερα δε, βρισκόμαστε ίσως στο απώγειο των επιπτώσεων αυτού του γεγονότος. Γιατί, όπως το θέτει ο Dan Hind, «οι θεσμοί που ισχυρίζονται ότι ενσαρκώνουν το πνεύμα του Διαφωτισμού (πάνω απ’ όλα το κράτος και οι μεγάλες εταιρείες) απειλούν σοβαρότερα από όλους την ορθολογική κατανόηση της εποχής μας». Πράγμα που αποτελεί μια μείζονα απειλή για τους περισσότερους, αν εξαιρέσουμε τα κράτη και τις εταιρείες.
Το βιβλίο του Hind γράφτηκε λίγο πριν από το ξέσπασμα της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης του 2008 και το αντικείμενο του είναι το «κόμμα της νεοτερικότητας», που επικράτησε τις δυο δεκαετίες μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, το οποίο, επικαλούμενο, διαρκώς και στεντορείως, τον ορθό λόγο –την «κοινή λογική»- ανέλαβε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς με τους ανορθολογικούς όλου του κόσμου είτε επρόκειτο για τους τζιχαντιστές και τους «φανατικούς» γενικότερα είτε για τους μεταμοντέρνους και τους εναλλακτικούς θεραπευτές, τους νέο-εποχίτες ή τους αντιπαγκοσμιοποιητικούς και αντιπολεμικούς διαδηλωτές. Όλους αυτούς, μαζί και ταυτοχρόνως, τους αντιμετώπισε ως τους κατεξοχήν εχθρούς «της προόδου και της ελευθερίας» απέναντι στους οποίους ήταν υποχρέωση να οικοδομηθεί ένα ισχυρότατο «μέτωπο της λογικής». Οι συγκεκριμένοι –ομοιοπαθητικοί ή οικοτρομοκράτες, αντικαπιταλιστές ή ταλιμπάν, μεταξύ άλλων- αποτελούσαν τον μέγιστο κίνδυνο, στο μέτρο, ακριβώς, που αρνούταν τον ορθό λόγο, το αυτονόητο αγαθό. Στο μέτωπο αυτό, εκείνη την εποχή, άλλωστε, είχαν προσχωρήσει ρητά πολλοί και ιδιαίτερα επιδραστικοί αριστεροί διανοούμενοι, πράγμα που του έδινε πολύ μεγάλη ισχύ. Η φιλοπόλεμη αριστερά τότε υποστήριζε, με κάθε άνεση, πως, μετά την 11η Σεπτεμβρίου και τις τρομοκρατικές επιθέσεις στην καρδιά της Ευρώπης πρωτο μέλημα θα πρέπει να είναι ο πόλεμος ενάντια στον ένοπλο –και όχι μόνο- ανορθολογισμό. Ο σπουδαίος Norman Geras ή ο Christopher Hitchens, μεταξύ πολλών άλλων, εξηγούσαν πως η θεμελιακή σύγκρουση στον 21ο αιώνα θα ήταν «η μάχη υπέρ και κατά των δημοκρατικών καθεστώτων, υπέρ και κατά της πλουραλιστικής κουλτούρας του Διαφωτισμού, που διεξάγεται σε ολόκληρο τον κόσμο σήμερα». Μα, με τον Μπους και τον Τσένι; -τους αντέτασσαν οι παλιοί τους σύντροφοι. Ναι, και με αυτούς αν το επίδικο είναι η προστασία του Διαφωτισμού και του ορθού λόγου!
Το «διαφωτισμένο» αυτό δια-πολιτικό μέτωπο του ορθολογισμού επιχείρησε να επιβάλλει τις επιλογές του συντριπτικά –και μαζί να πετύχει την περιθωριοποίηση, εν πολλοίς, της κύριας δύναμης αντισυστημικής αμφισβήτησης και κινητοποίησης των αρχών τους 21ου αιώνα. Όπως πολύ καλά τέθηκε από το κύριο άρθρο της Wall Street Journal, με τίτλο «Αντίο Σηάτλ;», στις 24 Σεπτεμβρίου του 2001: «Θυμάστε τις διαδηλώσεις κατά του ελευθέρου εμπορίου; Ήταν το κύριο θέμα στις ειδήσεις, προτού οι τρομοκράτες επιτεθούν στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου. Τώρα έχουν χαθεί κι αυτές στα τάρταρα, όπου έχουμε καταχωνιάσει όλα όσα έμοιαζαν σημαντικά τότε». Ευτυχώς, τα πράγματα δεν πήγαν ακριβώς έτσι –η επιδίωξη, ωστόσο, ήταν δεδομένη και ρητή.
Η επιστροφή σε αυτά τα θέματα κάθε άλλο παρά ιστορική μόνο σημασία έχει. Και σήμερα, το «μέτωπο της λογικής» υφίσταται και κυριαρχεί –ακόμη περισσότερο από ό,τι τότε. Τώρα ο κύριος εχθρός είναι ο «λαϊκισμός», ο,τιδήποτε, δηλαδή, αμφισβητεί την ΤΙΝΑ. Ο συσπειρωμένος «ορθός λόγος» δίνει αυτήν τη μάχη, στρατεύοντας έλλογους συντηρητικούς, φιλελεύθερους λάτρεις των επενδύσεων και προοδευτικές συμμαχίες αντάμα. Στην Ευρώπη, ειδικά, το προστατευόμενο μείζον αγαθό είναι ο «ευρωπαϊσμός», στον οποίο, ως αποτέλεσμα καλής χρήσης του «ορθού λόγου», της «μετριοπάθειας» και του υγιούς «μεταρρυθμισμού», στρατεύονται η Μέρκελ και ο Μακρόν, ο Τσίπρας, η Σκα και ο Φερχόφσταντ.
Το βιβλίο του Hind είναι πραγματικά πολύτιμο. Αποδομεί τους καταστατικούς μύθους των «νέων διαφωτιστών», κάνει φύλλο και φτερό την εργαλειακά κατασκευασμένη ιστορία τους και δείχνει, με μεγάλη ενάργεια και περιεκτικότητα, πόσο περισσότερο επικίνδυνοι είναι από αυτούς τους οποίους παρουσιάζουν ως τη μεγαλύτερη απειλή για την ανθρωπότητα: «Καθώς θα αντιστεκόμαστε στη θρησκεία και τους νεοεποχίτες, θα υποδυόμαστε τον Βολτέρο, αλλά, από την άλλη μεριά, θα δίνουμε πίστη σε ό,τι μας σερβίρουν οι κατέχοντες την πραγματική εξουσία [διαρκώς και περισσότερο συγκεντρωμένη και ανεξέλεγκτη…] Θα διαπράττονται φοβερά εγκλήματα από τους ηγέτες μας, με τα χρήματά μας, κι εμείς θα επαγρυπνούμε μήπως εμφανιστεί ο κίνδυνος μιας αναγεννημένης Ιεράς Εξέτασης ή ενός νεκραναστημένου Αδόλφου Χίτλερ». Θα αγχωνόμαστε με την πιθανότητα να μας ταΐζουν οι κομπογιαννίτες placebo ψευδοφάρμακα, που δεν είναι παρά νεράκι του Θεού, την ίδια στιγμή που ξοδεύουμε απείρως περισσότερα σε φάρμακα κάθε άλλο παρά ασφαλή από τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες, οι οποίες αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για την ελεύθερη έρευνα παγκοσμίως. Θα θεωρούμε πρότυπο ορθολογικής δράσης την ανώνυμη εταιρεία και θα αποδεχόμαστε ως αυτονόητη την «προσωπικότητά» της –αυτήν που ο πιο εύλογος χαρακτηρισμός είναι πως πρόκειται για ψυχοπαθή: πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα πράγμα που ούτε ζει ούτε γερνά και που δεν μπορεί παρά μόνο να μεταχειρίζεται τους άλλους ως αναλώσιμους πόρους; Θα παραπέμπουμε στην αυθεντία των μεγάλων Διαφωτιστών –του Σπινόζα, του Χιούμ, του Βολτέρου ή του Σμιθ- αγνοώντας πως όλοι τους κυνηγήθηκαν από την «κοινή λογική» της εποχής τους και διαστρέφοντας την αληθινή τους στάση, ξεχνώντας π.χ., πως ο πολύ «φιλοεπιχειρηματικός» Άνταμ Σμιθ έγραψε: «Σπανίως συναντώνται μεταξύ τους άνθρωποι του ιδίου επαγγέλματος, έστω και για να γιορτάσουν ή να διασκεδάσουν, χωρίς η συζήτηση να καταλήγει σε μια συνωμοσία εναντίον του κοινού ή σε κάποιο τέχνασμα για να υψώσουν τις τιμές».
Θα απορρίπτουμε τη συνωμοσιολογία, δικαίως, αλλά μαζί θα ξεχνάμε πως διαπράττονται συνεχώς συνωμοσίες. Θα απορρίπτουμε την ανορθολογική πίστη και θα μας διαφεύγει πως πίσω από κάθε πεποίθηση, οσοδήποτε ορθολογική, υπάρχει πάντοτε ένας βαθμός πίστης: η ιδέα, άλλωστε, πως θα μπορούσαμε να κινητοποιηθούμε αποκλειστικά από τον ορθό λόγο, για να υπερασπιστούμε τον ορθό λόγο, είναι ασυνάρτητη.
O Hind αποκαλύπτει πώς το «μέτωπο της λογικής» στήνει έναν ισχυρότατο ιστό γύρω από ο,τιδήποτε αμφισβητεί το καθεστώς, «μπερδεύοντας» πράγματα και καταστάσεις, όχι απλώς ασύμβατα, αλλά κατεξοχήν αντίπαλα –τους αντικαπιταλιστές με τους τζιχαντιστές ή τους παλαβούς ευαγγελιστές με τους ριζικούς σχετικιστές του μεταμοντερνισμού.
Πρόκειται για πραγματικά εξαιρετικό έργο.