Jonathan Rabb, Ρόζα, Πόλις, σελ. 564 (μετάφραση: Ρηγούλα Γεωργιάδου)
Η κόκκινη Ρόζα χάθηκε κι αυτή, κανείς δεν ξέρει πού το κορμί της παραχώσαν.
Έλεγε την αλήθεια στους φτωχούς. Γι’ αυτό κι οι πλούσιοι τη σκοτώσαν.
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ
Η σημερινή βιβλιοπαρουσίαση έχει ως αφορμή την προγραμματισμένη για αύριο, Σάββατο 29 Μαρτίου 2019, εκδήλωση της Συνάντησης για μια Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά με τίτλο «Επιστρέφοντας στη Γερμανική Επανάσταση, Επιστρέφοντας στη Ρόζα» (1). Εκδήλωση, που μας δίνει τη δυνατότητα να σκεφτούμε και να συζητήσουμε πάνω σε ζητήματα διεθνισμού, δημοκρατίας και επαναστατικής στρατηγικής με βάση το υλικό, που προσφέρει η ιστορία της Γερμανικής Επανάστασης.
***
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε από επώνυμα ακροδεξιά καθάρματα με την πλήρη στήριξη του κυβερνητικού SPD, όπως τεκμαίρεται από την πρωτοσέλιδη χαρά της κομματικής σοσιαλδημοκρατικής εφημερίδας Vorwarts με το που έγινε γνωστός ο θάνατός της.
Αυτό υπήρξε, άλλωστε, το καθοριστικό γεγονός, εξαιτίας του οποίου μια άβυσσος αίματος διαχώρισε ιστορικά το Κομμουνιστικό από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Κι επειδή πολλά λέχτηκαν έκτοτε, το βασικό δίκιο ήταν στην πλευρά των κομμουνιστών του Σπάρτακου.
Την ίδια μέρα, στις 15 Ιανουαρίου 1919, δολοφονήθηκε και ο Καρλ Λήμπκνεχτ, ενώ τον Μάρτιο ήταν η σειρά του Λέο Γιόγκισες, του βασικού οργανωτικού νου των σπαρτακιστών. Εν τω μεταξύ, πέθανε και ο Φραντς Μέρινγκ, μέσα στην απελπισία των φοβερών εκείνων ημερών. Ένα μεγάλο τμήμα των επαναστατών ηγετών της γερμανικής εργατικής τάξης εξολοθρεύτηκε με μανία. Πράγμα που θα έπαιζε μεγάλο ρόλο σε αυτό το πεδίο της διεθνούς ταξικής πάλης, που, από τους επαναστάτες όλου του κόσμου θεωρούταν το πιο καθοριστικό για τις συνολικές εξελίξεις –οι μπολσεβίκοι την δική τους μεγάλη Ρωσική Επανάσταση την έβλεπαν, στην πραγματικότητα, ως το αδύναμο προοίμιο της επερχόμενης Γερμανικής. Η ήττα της τελευταίας προσδιόρισε καταδικαστικά τις εξελίξεις στον κόσμο για πολλές δεκαετίες –έως και σήμερα.
Στις 15 Ιανουαρίου του 1919, λίγες ώρες πριν από τη δολοφονία της, η Rote Fahne (Κόκκινη Σημαία), εφημερίδα του KPD, δημοσίευσε το τελευταίο δια χειρός Ρόζας κύριο άρθρο της, που τελείωνε με τα εξής λόγια:
«”Η τάξη επικρατεί στο Βερολίνο”. Ηλίθιοι λακέδες! Η τάξη σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο. Η επανάσταση, αύριο ήδη, “και πάλι θ’ ανορθωθεί μέσα σε κλαγγές” και μες στον τρόμο σας θα την ακούσετε σαλπίζοντας να διακηρύσσει: “Υπήρξα, υπάρχω, θα υπάρξω”».
Αυτά ήταν, λοιπόν, τα τελευταία της δημόσια λόγια λίγο πριν “οι πλούσιοι την σκοτώσουν”, όπως έγραψε ο Μπρεχτ.
Όπως σημειώνει ο Βικτόρ Σερζ, «[σ]ε ολόκληρη τη σύγχρονη ιστορία, από την οποία δεν λείπουν οι πάσης φύσεως φρικαλεότητες, υπάρχουν ελάχιστες σκηνές τόσο εξοργιστικές όσο η σκηνή αυτού του αστικού όχλου, του αποφασισμένου να λυντσάρει έναν κρατούμενο, μια ασπρομάλλα γυναίκα [ασπρομάλλα λόγω της τετραετούς φυλάκισής της στη διάρκεια του Πολέμου, ως εξαιρετικά επικίνδυνης αντιπατριώτισσας, Χ.Λ.], που είχε χάσει τις αισθήσεις της […] Θα πρέπει να ανατρέξουμε στην παρισινή Κομμούνα, για να βρούμε κάτι συγκρίσιμο. Οι κυρίες των Βερσαλλιών χρησιμοποιούσαν τη μύτη της ομπρέλας τους –με μια μικρή δόση αηδίας αναμφίβολα- για να αγγίζουν τα νεκρά σώματα των απαίσιων Communards. Οι Βερολινέζοι του 1919 έσυραν στο πλακόστρωτο το σώμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ, που τρανταζόταν ακόμα με τους σπασμούς της ζωής, μέχρι το κανάλι» (2).
Το απόσπασμα του Σερζ είναι γραμμένο το 1923 –και οι συνθήκες του θανάτου της Ρόζας δεν ήταν ακόμη διευκρινισμένες. Όταν την σκότωσαν δεν είχε κανένα δικό της γύρω, ήταν εντελώς μόνη με τα καθάρματα. Γι’ αυτό και η πιο έγκυρη σχετική πληροφορία προέρχεται από τα ίδια τα καθάρματα, όταν, περηφανευόμενοι στη αστυνομία, αποκαλύφτηκαν. Το ονόματά τους, των άμεσων αυτουργών, ήταν Βόγκελ και Ρούνγκε –«τιμωρήθηκαν» από το δικαστήριο της Βαϊμάρης αργότερα με διετείς ποινές για πταίσματα τύπου «παράνομη ρίψη σώματος εν ώρα υπηρεσίας» και «υποβολή ψευδούς αναφοράς»…
Η Ρόζα, λοιπόν, ήταν κατάμονη όταν την κατακρεούργησαν. Όπως μόνη ήταν και στο ξενοδοχείο Eden, όπου την προφυλάκισαν μετά από τη σύλληψή της στο τελευταίο από τα κρυσφήγετα, που τη φιλοξένησαν τις τελευταίες μέρες της μετά από τον πνιγμό της Επανάστασης. Κανείς δεν μπορεί πια να μεταφέρει τις εμπειρίες της. Άλλωστε, το νεκρό της σώμα θα βρεθεί ριγμένο σε κανάλι μήνες μετά, στις 31 Μαΐου του 1919, χωρίς κανείς να ξέρει τι μεσολάβησε.
Συνήθως, η αναφορά σε αυτά τα γεγονότα γίνεται αποστασιοποιημένα. Θεωρείται, μάλιστα, γνωστικό πλεονέκτημα η αποστασιοποίηση. Νομίζω, πως πρόκειται για τεράστιο σφάλμα. Υποχρέωση, ακόμη και για λόγους γνωστικής αποτελεσματικότητας, είναι η προσπάθεια για ενσυναίσθηση. Η προσπάθεια, δηλαδή, να νιώσουμε τι σήμαιναν αυτά τα «γεγονότα» για την ίδια τη Ρόζα, πώς τα βίωσε η ίδια, τον τρόμο, τη μοναξιά τότε και πριν, τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Γίνεται; Ναι, αν η φαντασία έχει τη βούληση να συνδράμει. Ή αν η λογοτεχνία βοηθήσει.
***
Η «Ρόζα» του Jonathan Rabb είναι ένα εξαιρετικό βοήθημα. Πρόκειται για αριστουργηματικό μυθιστόρημα, νουάρ και ιστορικό μαζί -με καταπληκτική αποτύπωση χαρακτήρων, μοναδική μεταφορά στην ατμόσφαιρα των ημερών του Ιανουαρίου του 1919 στο Βερολίνο.
Νιώθεις το χιόνι, το κρύο, ακόμη και την καπνίλα στο καφέ Γιόστι. Νιώθεις την αποφορά των εγκαταλελειμμένων στοών του υπογείου, την φοβερή οσμή του νεκροτομείου. Αισθάνεσαι τον άνεμο στην λεωφόρο Ούντεν ντερ Λίντεν, όπως και την άπνοια στην Ρόζενπλατς. Νιώθεις στο έπακρο το ζόφο της σκοτεινής εκείνης εποχής.
Η Ρόζα είναι η Λούξεμπουργκ. Για την ακρίβεια είναι το νεκρό της σώμα. Γύρω από το οποίο θα στηθεί μια περίτεχνη πλοκή. Ο κεντρικός ήρωας, κλασικός, αλλά όχι ακριβώς, ντετέκτιβ του νουάρ, Νικολάι Χόφνερ, με -όχι τυχαία- ρωσικές και εβραϊκές ρίζες, δυσλειτουργική προσωπική ζωή και μεγάλη εμπειρία στη δίωξη ανθρωποκτονιών, με βοηθό τον κλασικά λίγο «υστερούντα» Χανς Φίχτε –βαρύ φιλοσοφικό όνομα- προσπαθώντας να εξιχνιάσει μια σειρά δολοφονιών γυναικών, των οποίων τα πτώματα βρίσκονται μέσα στα ορύγματα του υπογείου, θα πέσει πάνω στο νεκρό σώμα της Ρόζας. Οι δολοφονίες έχουν κάποιο είδος τελετουργικού χαρακτήρα –όλες οι γυναίκες είναι χαραγμένες βαθειά στην πλάτη με σχέδια δαντελωτών γραμμών. Το σώμα της Ρόζας, όμως, θα εξαφανιστεί γρήγορα και έτσι θα ξεκινήσει μια σειρά επεισοδίων, στα οποία θα εμπλακούν από τον Γιόγκισες μέχρι τον Αϊνστάιν και από την Κάτε Κόλβιτς μέχρι τον Ντίτριχ Έκαρτ, ιδρυτή της «Εταιρείας της Θούλης» και μέντορα του Χίτλερ, μεταξύ άλλων.
Αποκρυφιστές, φασίστες, αστυνομικοί και απλοί πολίτες θα επιδοθούν σε μια ασύλληπτη περιπέτεια, με έντονο το πολιτικό στοιχείο, θα βρεθούν στη Μπριζ και στο Μόναχο, θα κινηθούν σε όλων των ειδών τα στενά και τα καταγώγια. Τίποτε δεν θα είναι δεδομένο, τίποτε αναμενόμενο δεν συμβαίνει. Η αγωνία είναι διαρκής, μαζί και –ξανά- ο ζόφος.
Και μέσα σε όλα αυτά, ο Χόφνερ θα γνωρίζει την επαναστάτρια, αλλά και τη γυναίκα, Λούξεμπουργκ μέσα από τα γράμματά της, τα επίσημα, τα φιλικά και τα ερωτικά, μέσα από τα ρούχα της και τα έπιπλά της, αυτά που διάλεγε η ίδια, και θα μας δώσει τη δυνατότητα της ενσυναίσθησης, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως. Φαντασιακή, βεβαίως, αλλά πώς αλλιώς; Η ενσυναίσθηση είναι πάντα φαντασιακή, πράγμα που δεν τη μειώνει καθόλου ως υποχρέωση.
Ο Jonathan Rabb μας προσφέρει –να το ξαναπώ- ένα αληθινό αριστούργημα.
1. Στέκι Μεταναστών και Προσφύγων, Ερμού 23, στις 19.30 με εισηγητές του Νίκο Γιαννόπουλο, Κώστα Γούση και Δημοσθένη Παπαδάτο –Αναγνωστόπουλο.
2. Βικτόρ Σερζ, Μαρτυρίες από τη Γερμανική Επανάσταση, εκδόσεις redmarks (μετάφραση: Φοίβος Αρβανίτης)