Στα μέσα του 1941, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν είχαν εισέλθει ακόμη στις πολεμικές επιχειρήσεις, ο Ρούσβελτ παρακολουθούσε τις κυλιόμενες δημοσκοπήσεις, οι οποίες έδειχναν ότι οι αμερικανοί πολίτες δεν ήθελαν να βάλουν τα χακί ενώ η Μεγάλη Βρετανία δυσκολευόταν ήδη στον εφοδιασμό της και οι πρώτες γερμανικές βόμβες έπεφταν στο Λονδίνο. Τέσσερις μήνες μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας ο Ουίνστον Τσώρτσιλ απευθύνεται στους συμμάχους πέρα από τον ωκεανό και ζητάει δάνειο. Επειδή οι βρετανοί είχαν ήδη κάποιες ανεξόφλητες υποχρεώσεις, το υπουργείο οικονομικών των ΗΠΑ απαντά ότι προτίθεται μεν να δώσει τα λεφτά αλλά με ταυτόχρονη εκποίηση βρετανικών περιουσιακών στοιχείων. Ούτε λίγο ούτε πολύ για μια πίστωση 1 δις δολαρίων οι αμερικανοί θέλουν να βάλλουν στο χέρι βρετανικά περιουσιακά στοιχεία ύψους 13 δις.
Ο Τσώρτσιλ, συμπυκνώνοντας όλο το βρετανικό φλέγμα έλεγε ότι «οι αμερικανοί είναι ιδιαίτερα καλοί στο να επευφημούν τις γενναίες πράξεις άλλων» ενώ ο σύμβουλός του Λίντερμαν, σημείωνε πως «οι καρποί της νίκης τους οποίους μας προσφέρει ο Ρούσβελτ, φαίνεται να παρέχουν ασφάλεια στην Αμερική και να είναι πραγματική λιμοκτονία για εμάς». Δεν είχαν κι άδικο. Ο Ρούσβελτ, ζητούσε επιπλέον, να αποσταλεί στην Αμερική με πλοίο ως εγγύηση, βρετανικός χρυσός 30 εκατομμυρίων χρυσών λιρών από την Αφρική. Ο Τσώρτσιλ ετοίμασε τότε μήνυμα, στο οποίο παρομοίαζε τους αμερικανούς με «σερίφη που συγκεντρώνει τα περιουσιακά στοιχεία ενός αβοήθητου οφειλέτη». Παρά ταύτα, αμερικανοί γερουσιαστές επέμειναν ότι η ιδέα της βοήθειας δεν ήταν προς το συμφέρον της χώρας τους γιατί, έλεγαν, έτσι θα μειωνόταν οι αμερικανικές εξαγωγές και, το αποκορύφωμα αυτής της λογικής, ήταν η δήλωση του γερουσιαστή Βάντερμπλιτ που αναφωνούσε «πόσο αφελείς μας κάνουν τα συναισθήματά μας». Εννοείται ότι όλα τα προηγούμενα τα αποδέχθηκαν οι βρετανοί, και είπανε και ευχαριστώ, διότι, όπως διαπίστωνε κυνικά μελετητής της διπλωματικής ιστορίας μετά το τέλος του Β Παγκόσμιου Πολέμου «οι επαίτες δεν επιτρεπόταν να έχουν επιλογή».
Θυμήθηκα αυτό το περιστατικό με αφορμή τις καταστροφικές συνέπειες που καλούνται να πληρώσουν οι έλληνες αγρότες, εξαίτιας του εμπάργκο που αποφάσισαν οι Ρώσοι στη συμμαχία των προθύμων, για τις κυρώσεις που επέβαλλαν ΗΠΑ και Ε.Ε. με αφορμή τα γεγονότα στην Ουκρανία. Χιλιάδες νταλίκες φορτωμένες φρούτα γυρνάνε ήδη πίσω και η ελληνική κυβέρνηση με ψοφοδεή συμπεριφορά αρκείται σε ψελλίσματα στο εσωτερικό και σιωπή προς το εξωτερικό. Όταν η κυβέρνηση αποφάσιζε να συμμετέχει στις κυρώσεις είχε σκεφτεί τις συνέπειες; Μάλλον όχι και, αν τις είχε σκεφτεί, τι άραγε είχε προϋπολογίσει; Ότι οι «σύμμαχοι» θα πλήρωναν τις ζημιές υποχρεώνοντας τους πολίτες των χωρών τους να τρώνε ροδάκινα, νεκταρίνια και ακτινίδια πρωί μεσημέρι βράδυ κι εναλλάξ για να ξεχρεώσουν την υποχρέωση; Αφήνω δε κατά μέρος τις συνέπειες για ολόκληρη την χώρα, αν τα προβλήματα επεκταθούν και στο φυσικό αέριο. Ποιά η στάση της ελληνικής κυβέρνησης; Του επαίτη, στον οποίο δεν επιτρέπεται επιλογή. Ούτε κιχ δεν έβγαλε το σεβάσμιο υπουργείο και ο σεβασμιότατος υπουργός των εξωτερικών μας, ομιλητικότατος και ρητορικότατος κατά τα άλλα.
Ας μετέλθω τώρα για λίγο την μέθοδο και την σύνταξη του Θουκυδίδη για την ανάπτυξη των επιβαλλόμενων επιχειρημάτων.
Θα αντιτείνει o καλοπροαίρετος και μετριοπαθής πολίτης: «ναι αλλά οι σύμμαχοι, των δυτικών δυνάμεων, έχουν κι αυτοί τον τρόπο τους και, ήδη τους χρωστάμε, δεν είχαμε επιλογές, πάλι χαμένοι θα ήμασταν, ενώ, τώρα, είμαστε χαμένοι μεν αλλά μαζί τους δε, ενώ αν δεν πηγαίναμε μαζί τους, θα ήμασταν ωφελημένοι μεν προσωρινά, μακροπρόθεσμα όμως χαμένοι και, με τους Ρώσους καμιά σιγουριά δεν είχαμε, μεγάλοι είναι αυτοί αλλά όχι και τόσο σε σχέση με τους υπόλοιπους, κάπως θα την ισοφαρίσουμε την χασούρα».
Κι ενώ γραφόταν αυτές οι αράδες η κυβερνητική εκπρόσωπος τους έδωσε νέα ώθηση «ξεκαθαρίζοντας» τη θέση της κυβέρνησης. «Μία υπεύθυνη πολιτεία» δήλωσε πρωί πρωί, που αλλού, στο Μέγκα, «δεν καθορίζει την εξωτερική πολιτική με βάση κάποια φορτία ροδάκινου», και τόνισε ότι «υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο να λυθεί το πρόβλημα των αγροτών και να αλλάξουμε συμμάχους». Σημείωσε δε πως θα ήταν «γελοίο» από την πλευρά της Αθήνας να προβεί σε «μονομερείς ενέργειες» έναντι της Ρωσίας, τη στιγμή μάλιστα που οι ευρωπαίοι εταίροι «είναι και αυτοί που έχουν τα δάνειά μας και αυτό το ξέρουν οι Ρώσοι».
Εάν όμως ισχύει αυτή η λογική, του μικρού δηλαδή, που καλείται να αποφασίσει με ποιον μεγαλύτερο θα συνταχθεί, τότε, φαίνεται πως, έτσι κι αλλιώς, αφού μικροί θα παραμείνουμε και μετά από αυτή την καταστροφή και διόλου δεν θα μεγαλώσουμε συναναστρεφόμενοι με τον μεγαλύτερο, κι αφού, αν μέναμε απ’ έξω από τη σύγκρουση θα είχαμε σίγουρα μεσοπρόθεσμο όφελος ενώ το μακροπρόθεσμο διόλου σίγουρο δεν είναι, κι ενώ σαν επαίτες χωρίς δικαιώματα μας συμπεριφέρονται, τότε καλύτερα θα ήταν να το παίζαμε κι εμείς, πλήρως, το διπλωματικό παιχνίδι, ας κάναμε ένα «λάθος» για το συμφέρο μας, αφού και οι άλλοι, οι μεγάλοι, τα συμφέροντα τους μόνο κοιτάνε, για να τους δείχναμε τουλάχιστον ότι ένα μέρος από το συμφέρον τους καλό θα ήταν να το μοιραστούν μαζί μας, διότι, ανάμεσα στα άλλα μεγάλοι δεν είμαστε και άρα πολλά δεν θα μας δίναν για να πάμε μαζί τους. Τώρα όμως και τους Ρώσους χάσαμε και, κύριος οίδε, πότε θα ξανακερδίσουμε τις αγορές τους και από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. δεν έχουμε τίποτα να περιμένουμε διότι ήδη τους χρωστάμε».
Κι αν κάτι τέτοια τους φαίνονται και τους ακούγονται «ψιλά γράμματα» να τους θυμήσουμε πως «ότι χάνεται στη ζωή δεν πιάνεται στον ύπνο».
