Στη φωτογραφία “Ο ηγέτης της ρουμανικής Σιδηράς Φρουράς Κοντρεάνου”
Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη
Η σύλληψη βουλευτών και μελών της Χρυσής Αυγής μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα αποτελεί σίγουρα θετικό γεγονός για τη δημοκρατία και τις ελευθερίες στην Ελλάδα. Όχι μόνο γιατί μπορεί να τιμωρηθούν κάποιοι τραμπούκοι και δολοφόνοι αλλά και γιατί ανέδειξε την ορθότητα των θέσεων του αντιφασιστικού και αντιρατσιστικού κινήματος, η όποια ανάπτυξη του τελευταίου –άλλωστε– συνέβαλε σ’ αυτή την εξέλιξη (μαζί με άλλους παράγοντες, κυρίως τις διεθνείς πιέσεις). Αλλά και γιατί είναι πλέον κοινώς αποδεκτό ότι οι χρυσαυγίτες είναι τζάμπα μάγκες, που δρουν κι αναπτύσσονται μόνο με την ανοχή και τη βοήθεια της αστυνομίας (πέρα από τις αποκαλύψεις για τόσους συγκεκριμένους αστυνομικούς υπάρχει και το γεγονός –που δεν έχει τονιστεί αρκετά– ότι τα γραφεία της οργάνωσης έχουν την τάση να βρίσκονται δίπλα ή πολύ κοντά στις κατά τόπους αστυνομικές διευθύνσεις), ενώ είναι κι εντελώς γελοίοι καθώς κυκλοφορούν με σβάστικες, χαιρετούν φασιστικά κι… αποκηρύσσουν τον ναζισμό (μπροστά στους ανακριτές).
Ενώ, λοιπόν, είναι τελείως αλλοπρόσαλλο να καταφεύγουμε σε θεωρίες συνομωσίας είναι και εντελώς λανθασμένο να εφησυχάζουμε. Μια δημοσκοπική κάμψη της Χρυσής Αυγής δεν σημαίνει ότι θα εξαφανιστεί από το κεντρικό πολιτικό σκηνικό τόσο ξαφνικά όσο εμφανίστηκε, αλλά κυρίως δεν σημαίνει ότι θα σταματήσουν έτσι απλά οι καθημερινές ρατσιστικές και φασιστικές επιθέσεις εναντίον μεταναστών και αντιφρονούντων. Επίσης, δεν έπιασαν ξαφνικά δημοκρατικές ευαισθησίες την πιο δεξιά κυβέρνηση στην ιστορία της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας και πολύ περισσότερο την ακροδεξιά ομάδα Σαμαρά που κυριαρχεί στη Νέα Δημοκρατία. Πολλά κείμενα έχουν υποστηρίξει, σε γενικές γραμμές, πως ο πρωθυπουργός επιδιώκει να κερδίσει, ή για την ακρίβεια να επαναφέρει, τους ψηφοφόρους (κι ίσως όχι μόνο τους ψηφοφόρους) της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης στις αγκάλες της καθωσπρέπει Δεξιάς. Το κόλπο αυτό που χαρακτηρίζεται από τη διπλή προσπάθεια ρήξης κι ενσωμάτωσης δεν είναι πρωτότυπο όπως θα προσπαθήσω να δείξω εν συντομία.
Στον Μεσοπόλεμο, λοιπόν, που συχνά πυκνά τον πιάνουμε στο στόμα μας τα τελευταία χρόνια (κι όχι χωρίς λόγο), δεν υπήρξε απλά η κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ή η άνοδος του ιταλικού φασιστικού κόμματος στην εξουσία, αλλά και πολλά άλλα πράγματα που σχετίζονται με το φασιστικό φαινόμενο σε άλλες χώρες. Στη μεσοπολεμική Ευρώπη, κι ιδιαίτερα στη δεκαετία του ’30, σε πολλές χώρες είχαν επικρατήσει αυταρχικά καθεστώτα με κάποια ημικοινοβουλευτική μορφή, όπου οι εκλογές (εκτός από τον αποκλεισμό κομμουνιστών κι ακόμη και σοσιαλιστών) ήταν εξ ορισμού νόθες, οι πολιτικές, κοινωνικές, συνδικαλιστικές και πνευματικές ελευθερίες εξαιρετικά περιορισμένες έως ανύπαρκτες, οι μειονότητες υπό περιορισμό κι ο αντισημιτισμός κρατική πολιτική. Σ’ αυτές τις χώρες, οι ηγεσίες των οποίων έτσι κι αλλιώς εξέφραζαν τον θαυμασμό τους για τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, αναπτύχθηκαν πιο «αυθεντικά» φασιστικά κινήματα τα οποία ενίσχυαν, μεν, τα καθεστώτα αλλά τους δημιουργούσαν και προβλήματα με τις υπερβολές τους. Έτσι, οι ελίτ που κυβερνούσαν ανέπτυξαν απέναντι σ’ αυτούς τους «ταραξίες» μια πολιτική ρήξης κι ενσωμάτωσης. Παρόμοιες πολιτικές ακολούθησαν, βέβαια, οι αντίστοιχες ελίτ και στην Ιταλία και τη Γερμανία, αλλά εκεί πήραν το πάνω χέρι οι φασίστες κι οι ναζί.
Στην Πορτογαλία η στρατιωτική δικτατορία η οποία επιβλήθηκε το 1926, δυο χρόνια αργότερα διόρισε υπουργό Οικονομικών τον, καθηγητή του Πανεπιστημίου της Κοΐμπρα, Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ που το 1932 έγινε πρωθυπουργός κι ουσιαστικά απόλυτος κυρίαρχος της χώρας και δημιούργησε την Εθνική Ένωση που κέρδιζε τις, ελεγχόμενες, εκλογές. Το 1932, εμφανίστηκε ο Πορτογαλικός Εθνικός Συνδικαλισμός υπό τον Ρολάο Πρέτο. Τα μέλη της οργάνωσης φορούσαν μπλε πουκάμισα με αποτέλεσμα να γίνουν γνωστοί ως Κυανοχίτωνες και δημιούργησαν και μικρές «brigadas de choque (ταξιαρχίες κρούσεως)». Η ανάπτυξη της οργάνωσης ήταν αλματώδης και σύντομα έφτασε μέχρι και τα 25.000 μέλη, ενώ η κυβερνητική Εθνική Ένωση είχε περίπου 20.000. Ο Σαλαζάρ το 1933 από τη μια πίεζε τους Κυανοχίτωνες (έκλεισε την εφημερίδα τους, απέλυσε από τις δημόσιες θέσεις που κατείχαν κάποιους από τους ηγέτες τους, λογόκρινε τις δραστηριότητές τους) αλλά από την άλλη, τον Νοέμβριο, έδωσε την άδεια να διοργανώσουν μια εθνική συνδιάσκεψη αφήνοντας παράλληλα να διαφανεί η θέλησή του να τους αφομοιώσει αν μετρίαζαν τις θέσεις τους. Επίσης, διοργάνωσε μια κυβερνητική φοιτητική οργάνωση (Accão Escolar Vanguarda – Φοιτητική Πρωτοποριακή Δράση), μιας και μεγάλο μέρος των Εθνικών Συνδικαλιστών ήταν φοιτητές. Στους πρώτους μήνες του 1934 το καθεστώς κατάφερε να διασπάσει τους Κυανοχίτωνες, με πολλούς από τους αποσχισθέντες να εντάσσονται στο κυβερνητικό κόμμα, και στη συνέχεια (29.7.1934) ανακοίνωσε τη διάλυση της οργάνωσης. Δυο μήνες μετά ο Πρέτο οργάνωσε ένα αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα κατά του Σαλαζάρ (10.9.1934) που σηματοδότησε και το οριστικό τέλος του Εθνικού Συνδικαλισμού. Με το ξέσπασμα του Εμφυλίου στη γειτονική Ισπανία το πορτογαλικό Estado Novo (Νέο Κράτος) στράφηκε περισσότερο προς τον φασισμό δημιουργώντας τη Mocidade Portuguesa (Πορτογαλική Νεολαία) και την παραστρατιωτική Legião Portuguesa (Πορτογαλική Λεγεώνα), η οποία το 1939 έφθασε τα 53.000 μέλη. Και οι δύο οργανώσεις χρησιμοποίησαν τον φασιστικό χαιρετισμό.
Στην Ουγγαρία από το 1919 είχε επικρατήσει το αντεπαναστατικό καθεστώς του ναυάρχου Μίκλος Χόρτυ, χάρη στην επέμβαση των ξένων στρατευμάτων (ρουμανικών, τσεχοσλοβακικών και γιουγκοσλαβικών) που κατέπνιξαν το σοβιετικό καθεστώς, που με επικεφαλής τον Μπέλα Κουν, είχε κυριαρχήσει για λίγους μήνες στη χώρα. Επί του ισόβιου αντιβασιλέα Χόρτυ, ο οποίος έμεινε στην εξουσία ως το 1944, γινόταν κάποιου είδους εκλογές από τις οποίες έβγαινε πάντοτε νικήτρια η Εθνική Ένωση, όπως λεγόταν κι εδώ το κυβερνητικό κόμμα. Δεξιότερα του αντιδραστικού αυτού κόμματος εμφανίστηκε ο μεγαλύτερος αριθμός φασιστικών κομμάτων κι ομάδων που υπήρξε στην Ευρώπη. Πρώτος ηγέτης των φασιστών ήταν ο αξιωματικός Γκιούλα Γκόμπος, που ήδη από το 1919 χαρακτήριζε τον εαυτό του «εθνικοσοσιαλιστή» και δημιούργησε το Κόμμα της Φυλετικής Άμυνας. Το 1929, όμως, διέλυσε το κόμμα του όταν του προσφέρθηκε η θέση του υπουργού Άμυνας ενώ τρία χρόνια αργότερα ο Χόρτυ τον διόρισε πρωθυπουργό. Ο νέος πρωθυπουργός δημιούργησε μια νέα οργάνωση νεολαίας αλλά κι ένα είδος πολιτοφυλακής, του Προωθημένους Φρουρούς, με περίπου 60.000 μέλη. Εντούτοις, η πιο σημαντική φασιστική οργάνωση στην Ουγγαρία ήταν το Ουγγρικό Κίνημα, με ηγέτη τον Φέρεντς Ζάλασι, του οποίου τα μέλη φορούσαν πράσινα πουκάμισα κι έμεινε γνωστό στην ιστορία με το σύμβολό του, το Σταυρό-Βέλος. Κι ενώ το κίνημα του Ζάλασι ισχυροποιούνταν (και με την προσχώρηση σ’ αυτό μικρότερων φασιστικών οργανώσεων), οι διάδοχοι του Γκόμπος (που πέθανε το 1936) προσπάθησαν να το προσεταιριστούν με μυστικές διαπραγματεύσεις αλλά και την υιοθέτηση (το 1937) αντισημιτικών μέτρων που απηχούσαν τις θέσεις του Σταυρού-Βέλους. Από την άλλη, όμως, ο Ζάλασι και 72 οπαδοί του συνελήφθησαν τον Φεβρουάριο του 1938, αλλά σύντομα απελευθερώθηκαν. Όταν, λίγο αργότερα, ένα φυλλάδιο της οργάνωσης υπαινίχθηκε ότι η σύζυγος του Χόρτυ ήταν μισή Εβραία, ο Ζάλασι καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών. Ταυτόχρονα προς το τέλος του έτους η κυβέρνηση πέρασε ακόμη πιο σκληρά αντιεβραϊκά μέτρα. Τον Φεβρουάριο του 1939 ο Σταυρός-Βέλος διαλύθηκε τυπικά από την κυβέρνηση, αλλά συμμετείχε στις εκλογές του Μαΐου του ίδιου έτους με τη μορφή ενός εθνικοσοσιαλιστικού συνασπισμού αποσπώντας (επίσημα) το 25% των ψήφων και 49 έδρες έναντι 179 του κυβερνητικού κόμματος. Η παράταση της φυλάκισής του Ζάλασι δημιουργούσε διασπαστικές τάσεις στο κόμμα, αλλά μετά την έναρξη του πολέμου και τις νίκες των χιτλερικών το καθεστώς Χόρτυ απελευθέρωσε τον ηγέτη του Σταυρού-Βέλους, ενώ πήρε και νέα αντισοβιετικά και αντισημιτικά μέτρα, ώσπου προσχώρησε στον Άξονα και συμμετείχε στη ναζιστική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Στο εσωτερικό εξελίχθηκαν διάφορες ενοποιήσεις και διασπάσεις των εθνικοσοσιαλιστικών κομμάτων και προς το τέλος του πολέμου, στις 15.10.1944, η Βέρμαχτ –που είχε στο μεταξύ καταλάβει τη χώρα– ανέτρεψε τον ναύαρχο αντιβασιλιά και εγκατέστησε πρωθυπουργό και αρχηγό του κράτους τον Ζάλασι. Το καθεστώς Ζάλασι διατηρήθηκε μέχρι τον Μάρτιο του 1945, όταν ο Κόκκινος Στρατός έδιωξε εντελώς τα χιτλερικά στρατεύματα από την Ουγγαρία. Λίγο αργότερα ο ηγέτης του Σταυρού-Βέλους συνελήφθη και εκτελέστηκε ως εγκληματίας πολέμου.
Στη γειτονική Ρουμανία κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού ήταν ο βασιλιάς Κάρολος ενώ τα βασικά κόμματα ήταν το Φιλελεύθερο (που συνήθως κυβερνούσε) και το Αγροτικό Κόμμα. Το 1927 ο Κορνέλιου Ζέλεα Κοντρεάνου, με 15 ακόμη άτομα, ίδρυσε τη Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ η οποία τρία χρόνια αργότερα απέκτησε και την πολιτοφυλακή της, τη Σιδηρά Φρουρά, με το όνομα της οποίας έμεινε γνωστή στην ιστορία η οργάνωση, στην οποία ανήκαν οι μονάδες άμεσης δράσης με το όνομα «echipa mortjii (αποσπάσματα θανάτου)». Αυτή ήταν η πιο στενά συνδεδεμένη με τον θρησκευτικό κλήρο φασιστική οργάνωση της Ευρώπης ενώ ανέπτυξε στο έπακρο τη λατρεία του αίματος, καθώς οι μεγάλες συγκεντρώσεις της ξεκινούσαν πάντα με τη θεία λειτουργία, ενώ η ένταξη απαιτούσε μια μακάβρια τελετουργία όπου τα νέα μέλη ρουφούσαν το αίμα από τα μαστιγωμένα χέρια άλλων μελών, κατόπιν υπέγραφαν όρκους πίστης με το δικό τους αίμα και στο τέλος έχυναν όλοι μαζί το αίμα τους σ’ ένα ποτήρι και τόπιναν (σαν θεία κοινωνία), ε μάλλον δεν είναι τυχαίο που ο κόμης Δράκουλας ήταν Ρουμάνος! Στις αρχές του 1931 η κυβέρνηση διέλυσε επισήμως τη Λεγεώνα (και την πολιτοφυλακή της). Αυτή όμως παρέμεινε ενεργή και με άλλα ονόματα συμμετείχε στις εθνικές εκλογές εκείνου και του επόμενου έτους, αποσπώντας 1,05% και 2,37% των ψήφων αντίστοιχα. Στην οργάνωση επετράπη η νόμιμη δράση το 1933 αλλά τα μέλη της ενεπλάκησαν σε αρκετούς φόνους με αποτέλεσμα να απαγορευτεί ξανά στις 9.12.1933, οπότε και συνελήφθησαν 1.700 λεγεωνάριοι. Όμως στις (νόθες) εκλογές που έγιναν στις 20.12 και οι οποίες έδωσαν την απόλυτη πλειοψηφία στο Φιλελεύθερο Κόμμα, η Λεγεώνα –μ’ άλλο όνομα– απέσπασε 200.000 ψήφους καθιστάμενη έτσι το τρίτο πολιτικό κόμμα της χώρας. Εννιά μέρες αργότερα μέλος των αποσπασμάτων θανάτου δολοφόνησε τον πρωθυπουργό Ντούκα. Συνελήφθησαν μέλη της Λεγεώνας καθώς κι ο Κοντρεάνου, αλλά στη δίκη τον Απρίλιο του 1934 ο μεν ηγέτης απαλλάχθηκε, τα δε μέλη της ομάδας των δολοφόνων δικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης. Η επιείκεια του δικαστηρίου οφείλονταν στο γεγονός ότι τόσο ο βασιλιάς, όσο κι ο νέος πρωθυπουργός Ταταρέσκου έλπιζαν ότι θα δάμαζαν και θα εκμεταλλεύονταν την οργάνωση. Μάλιστα η κυβέρνηση δημιούργησε μια παραστρατιωτική οργάνωση νεολαίας, τη Straja Ţarii (Φρουροί της Πατρώας Γης). Παράλληλα, την επόμενη χρονιά δεξιά αυταρχικά κόμματα συνενώθηκαν για να συγκροτήσουν το Εθνικό Χριστιανικό Κόμμα που υιοθέτησε ως σύμβολο τη σβάστικα, τα μέλη του φορούσαν μπλε πουκάμισα και συγκρότησε πολιτοφυλακή –τους Lancieri (Λογχοφόρους)– με μαύρες στολές που συναγωνίζονταν τη Σιδηρά Φρουρά σε αντισημιτικά πογκρόμ. Στις τελευταίες προπολεμικές εκλογές, τον Δεκέμβριο του 1937, το κόμμα Όλα για την Πατρώα Γη (εκλογική ονομασία της Λεγεώνας) κέρδισε επίσημα το 15,58% των ψήφων (μάλλον είχε πάρει αρκετά περισσότερες ψήφους) και το Εθνικό Χριστιανικό Κόμμα (με το οποίο συγκρούονταν στους δρόμους) το 9,15%. Τον αρχηγό αυτού του τελευταίου κόμματος επέλεξε για πρωθυπουργό κυβέρνησης μειοψηφίας ο βασιλιάς (με ψήφους και αποσχισθέντων αγροτικών βουλευτών και υπουργό Πολέμου τον στρατηγό Ίον Αντονέσκου). Η κυβέρνηση αυτή αποδείχτηκε εξαιρετικά βραχύβια και το μόνο που κατάφερε είναι να εισάγει μια καινούργια αυστηρή αντισημιτική νομοθεσία. Στις 10.2.1938 ο Κάρολος προχώρησε σε βασιλικό πραξικόπημα με πρωθυπουργό τον πατριάρχη Βουκουρεστίου Μύρωνα Κριστέα που κυβερνούσε με διατάγματα. Ο βασιλιάς ταλαντευόταν μεταξύ των προσπαθειών συνεργασίας με τον Κοντρεάνου και των σχεδίων δολοφονίας του. Τελικά έγινε το δεύτερο, καθώς ο ηγέτης της Λεγεώνας και χιλιάδες οπαδοί του φυλακίστηκαν τον Απρίλιο του 1938, ενώ στις 30.11 («νύχτα των βρικολάκων» κατά τη ρουμανική παράδοση) αστυνομικοί πήραν τον Κοντρεάνου και δεκατρία υψηλόβαθμα στελέχη της Σιδηράς Φρουράς από τη φυλακή και τους στραγγάλισαν με καλώδια. Ο διάδοχός του στην ηγεσία της Λεγεώνας, Χόρια Σίμα, κι εκατοντάδες στελέχη της κατέφυγαν στο εξωτερικό (κυρίως στη Γερμανία), απ’ όπου άρχισαν να επιστρέφουν μετά την κατάρρευση της Γαλλίας τον Ιούνιο του 1940. Στις 3.9.1940 οργάνωσαν ένα αποτυχημένο πραξικόπημα, αλλά ο Κάρολος ήταν πλέον εντελώς αποδυναμωμένος (εξαιτίας και των τεράστιων απωλειών εδαφών που είχε επιβάλλει στη Ρουμανία υπέρ της Ουγγαρίας η ναζιστική Γερμανία) κι έτσι παρέδωσε την εξουσία στον στρατηγό Αντονέσκου. Ο νέος δικτάτορας υποχρέωσε τον βασιλιά σε παραίτηση υπέρ του γιου του Μιχαήλ (6.9) και κατέστησε τη Λεγεώνα του Αγίου Μιχαήλ το μοναδικό νόμιμο κόμμα της Ρουμανίας ανακοινώνοντας στις 15.9 τη δημιουργία του Εθνικού Λεγεωναρικού Κράτους. Ο Σίμα έγινε αναπληρωτής πρωθυπουργός κι ο Αντονέσκου επίτιμος ηγέτης της Λεγεώνας. Η Σιδηρά Φρουρά, σε συνεργασία με την αστυνομία, εξαπόλυσε ένα κύμα τρομοκρατίας εναντίον των Εβραίων και των πολιτικών της αντιπάλων και τα «case verzi (πράσινα σπίτια)», όπως λέγονταν τα κομματικά της γραφεία, έγιναν τόποι ανάκρισης και βασανιστηρίων. Παράλληλα, διορίστηκαν σε όλη τη χώρα «επίτροποι για τη ρουμανοποίηση» με ευρείες οικονομικές εξουσίες. Αυτή η συγκυβέρνηση στρατού και φασιστών κράτησε μερικούς μήνες καθώς ο δικτάτορας, με την άδεια του Χίτλερ (απαραίτητη μετά την προσχώρηση της Ρουμανίας στον Άξονα και την είσοδο 170.000 στρατιωτών της Βέρμαχτ στη χώρα), αποφάσισε να ξεφορτωθεί τη Λεγεώνα. Τον Ιανουάριο του 1941 διέταξε την κατάργηση των επιτρόπων ρουμανοποίησης και αντικατέστησε τους λεγεωνάριους τοπικούς κυβερνήτες. Η Σιδηρά Φρουρά απάντησε στις 21.1.1941 καταλαμβάνοντας πολλές τοπικές διοικήσεις και τηλεπικοινωνιακά κέντρα, ενώ εξαπέλυσε αιματηρό πογκρόμ εναντίον της κύριας εβραϊκής συνοικίας του Βουκουρεστίου. Δυο μέρες αργότερα ο στρατός αντεπιτέθηκε και διέλυσε σχετικά εύκολα τη φασιστική πολιτοφυλακή, με αποτέλεσμα να συλληφθούν 9.000 λεγεωνάριοι (μεταξύ τους και 218 ιερείς). Κατόπιν ο Αντονέσκου συμμετείχε στη χιτλερική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, οπότε και αποδείχθηκε πόσο ο αντισημιτισμός είχε ποτίσει τη ρουμανική κοινωνία: στις κατεχόμενες περιοχές ο ρουμανικός στρατός προχώρησε στην εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων (ο αριθμός των θυμάτων ήταν ο μεγαλύτερος που προκλήθηκε από μη γερμανικές δυνάμεις).
Ακόμα και στη μεσοπολεμική Ελλάδα ο Μεταξάς, που έγινε δικτάτορας χάρη στην υποστήριξη του βασιλιά χωρίς την ύπαρξη ενός ισχυρού φασιστικού κινήματος, αφού κατήργησε όλες τις πολιτικές οργανώσεις απορρόφησε τους τραμπούκους της Εθνικής Ενώσεως «Ελλάς» (που είχαν οργανώσει το αντισημιτικό πογκρόμ του Κάμπελ και δολοφονίες κομμουνιστών εργατών) στις φάλαγγες της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας. Στη Θεσσαλονίκη, μάλιστα, η ΕΟΝ βρέθηκε να χρησιμοποιεί τα γραφεία της ΕΕΕ, δημιουργώντας μια κανονική συνέχεια της οργάνωσης. Τα στελέχη αυτά, βέβαια, «διέπρεψαν» στη διάρκεια της Κατοχής ως κλέφτες, βασανιστές και φονιάδες συμμετέχοντας, κυρίως, στο Ελληνικό Εθελοντικό Σώμα του αντισυνταγματάρχη Γ. Πούλου.
Πριν λίγα χρόνια αυτές οι ιστορίες θα έμοιαζαν με μακρινό κακό παραμύθι, αλλά νομίζω ότι στην Ελλάδα των στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών, των συνεχών πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και των ναζιστικών εγκλημάτων έχουν σαφώς αλλάξει οι όροι του πολιτικού παιχνιδιού. Οι άρχουσες ελίτ οδηγούν τη χώρα προς ένα ολοένα πιο αυταρχικό ημικοινοβουλετικό καθεστώς και οι πιο πρόθυμοι σύμμαχοί τους σ’ αυτό είναι προφανώς δεξιότερα της Δεξιάς. Άλλωστε, όταν πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια ο Καραμανλής (ανιψιός) διέγραφε τον Καρατζαφέρη, προσπαθώντας να κινηθεί προς τον «μεσαίο χώρο», δεν περνούσε από το μυαλό κανενός η υπόνοια πως κάποτε ο, βασικός εισαγωγέας του λεπενισμού στην Ελλάδα, Βορίδης θα ήταν ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ και ο τηλεπλασιέ ανοησιών Γεωργιάδης υπουργός Υγείας (σε κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, μην ξεχνάμε).
Βέβαια, η περίπτωση της ουσιαστικής απορρόφησης του ΛΑΟΣ (που είναι ένα πιο κλασσικό ακροδεξιό κόμμα από τη Χρυσή Αυγή) από το κόμμα του Σαμαρά μοιάζει περισσότερο με την πίεση και την απορρόφηση των ακροδεξιών κομμάτων από τον Κόνραντ Αντενάουερ στη Δυτική Γερμανία της δεκαετίας του ’50. Στις εκλογές του 1949 η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (Christlich Demokratische Union Deutschlands CDU), αναδείχθηκε πρώτο κόμμα και σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας στην οποία συμμετείχαν τόσο οι Φιλελεύθεροι όσο και το Γερμανικό Κόμμα (Deutsche Partei, DP) που βρισκόταν σαφώς δεξιότερα των Χριστιανοδημοκρατών. Το Γερμανικό Κόμμα παρέμεινε κυβερνητικός εταίρος του Αντενάουερ μέχρι το 1960, ενώ το διάστημα 1953-56 στην κυβέρνηση συμμετείχε και το ακόμη πιο ακροδεξιό Πανγερμανικό Μπλοκ / Ένωση των Εκδιωχθέντων και Αποστερηθέντων Δικαιωμάτων (Gesamtdeutscher Block / Bund der Heimatvertriebenen und Entrechteten, GB/BHE), όπου οι όροι αυτοί αναφέρονταν στους πρώην ναζί (που τώρα υπέφεραν!), άλλωστε και η ηγεσία του κόμματος ήταν πρώην μεσαία στελέχη των ναζί. Παρότι, τα κόμματα αυτά συνεργάζονταν με την CDU ήταν τα βασικά θύματα της επιβολής του ορίου 5% (ή της εκλογής τριών βουλευτών σε μονοεδρικές) για την είσοδο στη Βουλή που επέβαλλαν οι Χριστιανοδημοκράτες. Το GB/BHE κατόρθωσε να μπει στην Μπούντεσταγκ το 1953 αλλά όχι το 1957, ενώ το DP (που είχε λιγότερες ψήφους αλλά πιο συγκεντρωμένες, ιδιαίτερα στην Κάτω Σαξονία) εκπροσωπήθηκε στη Βουλή και μετά τις εκλογές του 1957. Όταν έγινε φανερό ότι η CDU δεν θα βοηθούσε το DP να αποκτήσει ορισμένες μονοεδρικές το τελευταίο αποχώρησε από την κυβέρνηση αλλά εννιά από τους 17 βουλευτές του προσχώρησαν στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση. Στις εκλογές του 1961 το DP συνενώθηκε με το GB/BHE δημιουργώντας το Πανγερμανικό Κόμμα (Gesamtdeutsche Partei, GDP) που απέτυχε συγκεντρώνοντας το 2,8%. Κατόπιν το κόμμα διαλύθηκε αλλά όσα στελέχη του δεν απορροφήθηκαν από την CDU ή δεν αποσύρθηκαν από την πολιτική, συμμετείχαν στη δημιουργία ενός νέου ακροδεξιού κόμματος του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (Nationaldemokratische Partei Deutschlands, NPD) που υπάρχει μέχρι σήμερα και βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου για τον νεοναζιστικό χαρακτήρα του. Να σημειώσουμε ότι τη δεκαετία του ’50 είχαμε και τις μοναδικές μέχρι τώρα απαγορεύσεις κομμάτων στη Δυτική Γερμανία από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Αυτό συνέβη πρώτα με το ναζιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ράιχ (Sozialistische Reichspartei Deutschlands, SRP) το 1952 και κατόπιν με το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (Kommunistische Partei Deutschlands, KPD), που είχε ήδη αποδυναμωθεί αρκετά και δεν εκπροσωπούνταν στην Ομοσπονδιακή Βουλή, το 1956.
Πηγές:
Στάνλεϊ Πέιν, Μια ιστορία του φασισμού 1914-1945, μτφρ. Κ. Γεώρμας, Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σ. 196-204, 376-407, 438-444, 546-553, 578-585.
Στράτος Δορδανάς, Έλληνες εναντίον Ελλήνων: Ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη 1941-1944, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 117-119, 176-179.
http://en.wikipedia.org/wiki/Elections_in_Germany και συναφείς σελίδες της wikipedia.
