Η EL PAÍS πέρασε μια μέρα με την Αργεντινή ανθρωπολόγο, μία από τις πιο εντυπωσιακές παρουσίες της Έκθεσης Βιβλίου της Guadalajara. Ο συνδυασμός της αποαποικιοκρατικής θεωρίας με τον φεμινισμό προκαλεί ενθουσιασμό στο κοινό και τους εκδοτικούς οίκους.
Η Rita Segato λέει ότι δεν έχει ένα υπερεγώ αλλά μία “υπερεγώ” και αυτό είναι ακόμα χειρότερο. Ο φροϋδικός μοχλός που μας ωθεί προς το καθήκον και την ενοχή, δεν της επιτρέπει να υπογράψει δύο πανομοιότυπες αφιερώσεις. Η Segato περιβάλλεται από ένα πλήθος ανθρώπων, σχεδόν όλες νέες γυναίκες που κρατούν κάποιο από τα βιβλία της στο χέρι. Κοιτάζει την κάθε μία προσεκτικά στα μάτια, ρωτάει το όνομά της, ενδιαφέρεται για κάτι περισσότερο προκειμένου να εξατομικεύσει την αφιέρωση -Γιατί σου αρέσει αυτό το βιβλίο; Ποιοι είναι οι μέντορές σου;- προτείνει ακόμα και διαβάσματα και μοιράζεται το email της για να συνεχίσουν την συνομιλία εξ αποστάσεως.
Οι εντολές της «υπερεγώ» διαφοροποιούνται όταν πρόκειται για άνδρες αναγνώστες. Τους γράφει πάντα το ίδιο πράγμα: «Κάτω η εντολή της αρρενωπότητας. Με αγάπη, Rita Segato». Ο νεαρός άνδρας δέχεται την αφιέρωση με ενθουσιασμό – «Ζήτω η διαφορετικότητα!» – ενώ η ατζέντισσα της συγγραφέα την τραβάει από το μπράτσο, προσπαθώντας να την επαναφέρει στην πραγματικότητα. Έχει ένα σημαντικό γεύμα και είναι αργά. «Είναι η φρουρά μου, με έχει υπό την προστασία της, πρέπει να φύγω!», λέει βιαστικά στις δεκάδες αναγνώστριες που έμειναν χωρίς υπογεγραμμένη αφιέρωση. Καθώς φεύγει, συνεχίζουν να την πλησιάζουν, και εκείνη απαντά ότι δεν θέλει να αδικήσει τους ανθρώπους των οποίων τα βιβλία δεν υπέγραψε. Επιτέλους, η 74χρονη Αργεντινή ανθρωπολόγος διασχίζει τους διαδρόμους της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Γκουανταλαχάρα με τα ατημέλητα γκρίζα μαλλιά της, το ουιπίλ της και τα μαύρα σανδάλια της. Η Segato είναι σαν τα βιβλία της, ένας χείμαρρος γενναιοδωρίας, διαύγειας και συνέπειας.
Πριν το πλήθος εφορμήσει στη σκηνή, είχε συμμετάσχει σε μια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με τίτλο: Δημοκρατία και πολιτισμική κρίση: εδάφη, παιδαγωγικές και πιθανοί κόσμοι. Μίλησε για τη μη «γκετοποίηση» του φεμινισμού, για το πώς τα εγκλήματα που βασίζονται στο φύλο μας επιτρέπουν να διαγνώσουμε την ανδρική ευθραυστότητα, «τον φόβο του ευνουχισμού». Εξήγησε ότι οι άνδρες σκοτώνουν και βιάζουν «για να δείξουν στους άλλους άνδρες ότι είναι άνδρες». Υποστήριξε ότι καμία επανάσταση δεν πέτυχε επειδή καμία δεν άγγιξε τα θεμέλια του μεγάλου οικοδομήματος κάθε εξουσίας: την «πατριαρχία». Εξήγησε πώς η νεωτερικότητα εμφανίζεται ως η ανάδυση του Νέου Κόσμου, «η ανακάλυψη του πλούτου του μέλλοντος».
Η ανθρωπολόγος σταμάτησε να διαβάζει τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν, έναν από τους θεωρητικούς κριτικούς της εξουσίας, από τότε που δημοσίευσε «ένα βιβλίο για την πολιτική ιστορία της Ευρώπης στο οποίο δεν αναφέρει τον Νέο Κόσμο», τον διαχωρισμό του δημόσιου και του ιδιωτικού, τη μετάβαση από το διπλό στο δυαδικό, από την κοινότητα στο άτομο. Αποκάλεσε το Δίκαιο «νομική μυθοπλασία» που έχει χάσει την αξία του: ο νόμος είναι πλέον «η εξουσία του θανάτου». Στη Γάζα, «η εξόντωση παρουσιάζεται ως θέαμα χωρίς καμία ντροπή». Μίλησε διεξοδικά για την παιδαγωγική της σκληρότητας, μία από τις βασικές της θέσεις, δηλαδή την αντικειμενοποίηση της ζωής. «Αυτό το μεγάλο πολιτικό πλήγμα ξεκίνησε με τους αποικιοκράτες, και γι’ αυτό, η σεξουαλικότητα τους εξυπηρετούσε πολύ», η «διεστραμμένη δυτική» σεξουαλικότητα, πολύ διαφορετική από αυτή των κοινοτήτων. Στην ιθαγενική κουλτούρα, “δεν υπάρχει το σώμα-αντικείμενο, γι’ αυτό μπορούν να περιφέρονται γυμνοί». «Ο κώδικας», κατέληξε, αλλάζει μόνο «αν μπορούμε να αλλάξουμε την επιθυμία».
Ο συνδυασμός της αποαποικιακής θεωρίας και του φεμινισμού, που εξηγείται με ένα προσιτό, σχεδόν ποιητικό και αφοριστικό ύφος, αποτελεί πόλο έλξης όχι μόνο για το κοινό αλλά και για τους εκδοτικούς οίκους. Στα παρασκήνια, πριν από την ομιλία, η εκδότρια ενός ισπανικού εκδοτικού οίκου με μακρά και σεβαστή παράδοση στη δημοσίευση έργων πολιτικής σκέψης και κριτικής θεωρίας προσπάθησε να την πείσει να γράψει για αυτούς. Η Segato την ευχαρίστησε για την πρόταση -πολλοί από τους συναδέλφους της δημοσιεύουν εκεί- αλλά αρνήθηκε, λέγοντας: «Έχω τον δικό μου εκδοτικό οίκο, έναν μικρό εκδοτικό οίκο στην Αργεντινή που με εμπιστεύθηκε όταν δεν με γνώριζε κανείς. Άλλωστε, υπάρχει κάτι νεοαποικιακό στη μετάβαση σε έναν εκδοτικό οίκο, ακόμη και σε έναν ανεξάρτητο, που είναι ισχυρός στην Ευρώπη και λαμβάνει κρατικές επιδοτήσεις».
Το 2003, η διατριβή της με τίτλο «Οι στοιχειώδεις δομές της βίας» την οδήγησε στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Quilmes, στο Μπουένος Άιρες, την γενέθλια πόλη της. Η Segato είχε εγκαταλείψει την Αργεντινή το 1975, μετά τη δολοφονία ενός από τους καθηγητές της Κοινωνιολογίας από την Triple A, μια παραστρατιωτική οργάνωση της ακροδεξιάς που προετοίμαζε το έδαφος για το πραξικόπημα του στρατού την επόμενη χρονιά. «Έφυγα πολύ νέα και δεν κράτησα καμία επαφή, δεν ήξερα κανέναν. Δεν είχα δρόμο να επιστρέψω». Ώσπου σε εκείνη την πανεπιστημιακή εκδήλωση εμφανίστηκε ο εκδότης Raul Carioli, του μαχητικού εκδοτικού οίκου Prometeo. Τα πρώτα χρόνια πούλησαν μετά βίας μια χούφτα βιβλία, αλλά από τη δεύτερη δεκαετία του 2000, τροφοδοτώντας και συμμετέχοντας στην άνοδο της φεμινιστικής συζήτησης πέρα από τον ακαδημαϊκό χώρο, άρχισε να ξεδιπλώνεται το φαινόμενο Segato.
Από τότε και στο εξής, άρχισαν να καταφθάνουν βροχηδόν προσκλήσεις για φόρουμ και συνέδρια σε όλο τον κόσμο, καθώς και βραβεία και συμμετοχές σε κορυφαία φεστιβάλ όπως το FIL (Διεθνής Έκθεση Βιβλίου της Γκουανταλαχάρα). Η καθηγήτρια από το Πανεπιστήμιο της Μπραζίλια, στο οποίο είχε βρει καταφύγιο κατά τη διάρκεια μιας εξορίας άνω των 30 ετών, είχε βρει τον δρόμο της επιστροφής. Αλλά η Segato δεν επέστρεψε στο Μπουένος Άιρες. Το σπίτι της στην Αργεντινή, το οποίο μοιράζεται με το άλλο σπίτι στη Βραζιλία, βρίσκεται στις Άνδεις, στην τελευταία επαρχία της Αργεντινής στα βόρεια σύνορα με τη Χιλή. Στην Quebrada de Humahuaca, περιοχή του λαού coya των Άνδεων, έχει χτίσει «ένα μικρό σπιτάκι» ανάμεσα στα βουνά. Λέει ότι οι χτίστες, όταν το έχτιζαν, βρήκαν μια μούμια. Η ανθρωπολόγος, η οποία ερεύνησε τα προκολομβιανά λείψανα στην περιοχή, λέει ότι ένιωσε «την παρουσία των φαντασμάτων του παρελθόντος».
Μέχρι στιγμής φέτος, η Segato έχει περάσει μόνο περίπου 20 ημέρες στο σπίτι της στις Άνδεις. Από εκεί, ταξίδεψε στο Ρίο ντε Τζανέιρο για ένα φόρουμ με γυναίκες αφρικανικής καταγωγής που ζουν σε μια φαβέλα. Μετά πήγε στη Λίμα. Στη συνέχεια, ταξίδεψε στη Βαρκελώνη, όπου έλαβε ένα βραβείο από το Ίδρυμα Antoni Tàpies. Επόμενη στάση ήταν η Μαδρίτη και στη συνέχεια διέσχισε ξανά τον Ατλαντικό για τη Γκουανταλαχάρα, έδρα της FIL (Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Γκουανταλαχάρα). Και όταν τελειώσει εκεί, έχει ακόμα δύο υποχρεώσεις: μία στη Λα Παζ της Βολιβίας και μετά πίσω στην Μπραζίλια.
Η κόρη της, Jocelina de Carvalho, τη συνοδεύει στο ταξίδι της στο Μεξικό. Μετά το μεσημεριανό γεύμα, οι δυο τους αποφασίζουν να επισκεφτούν το περίπτερο του εκδότη της, Carioli, ο οποίος ζεσταίνει μάτε σε μια ηλεκτρική τσαγιέρα. Η Segato κάθεται στο βάθος του περιπτέρου και παραγγέλνει ένα φλιτζάνι για να ανακτήσει τις δυνάμεις της. Εν τω μεταξύ, αρχίζει να σχηματίζεται μια ουρά ανθρώπων, οι οποίοι την έχουν αναγνωρίσει και θέλουν μια υπογεγραμμένη αφιέρωση, μια αγκαλιά ή απλώς να πουν «ευχαριστώ». Η κόρη της, η οποία ετοιμάζει μια διατριβή με θέμα «Το κουτσομπολιό ως κατασχεμένος πολιτικός χώρος», λέει ότι δεν υπάρχει τρόπος να πείσει τη μητέρα της να κάνει ένα διάλειμμα από το υπερφορτωμένο πρόγραμμά της ως διανοούμενη που ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο: “Αγνοεί όποιον προσπαθεί να της πει να ξεκουραστεί, οπότε καλύτερα να συνεχίσει να ταξιδεύει και να διασκεδάζει”.
Μία από τις αναγνώστριες που πλησιάζει είναι μια μεξικανή δικαστίνα που εργάζεται σε δικαστήριο της Γκουανταλαχάρα και είναι ειδικευμένη σε θέματα φύλου. Έχει έρθει με τα έφηβα παιδιά της και, μετά την προσωπική αφιέρωση, η δικαστίνα λέει στη Segato ότι μια μέρα την ρώτησαν: «Μαμά, ποια είναι η αγαπημένη σου ροκ σταρ;».
- -Τους είπα ότι είναι η Rita Segato.
- -Μα εγώ ούτε χορεύω ούτε τραγουδάω.
- -Ναι, αλλά το κάνεις με τον τρόπο που γράφεις και μιλάς
πηγή: elpais.com

