Η Julia Ducournau κατάφερε με το ντεμπούτο της να αποσπάσει το βραβείο FIPRESCI στο ύστερο Φεστιβάλ των Καννών, καθώς και να προκαλέσει δύο λιποθυμίες θεατών, στην πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ του Τορόντο. Γεγονός που δεν θα μπορούσε να αποτελέσει καλύτερη διαφήμιση για τις «Ωμότητες» της νεαρής δημιουργού.
Γράφει ο Γιώργος Τσιρακίδης
Η Τζαστίν προέρχεται από μία οικογένεια φανατικών χορτοφάγων. Η στέρηση κρέατος δεν υπήρξε επιλογή για αυτήν, μιας και οι γονείς της δεν επέτρεψαν να δοκιμάσει ποτέ. Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, θα περάσει στην κτηνιατρική σχολή όπου θα συναντήσει την τελειόφοιτη αδερφή της. Το πέρασμα στην ενηλικίωση θα γίνει με τρόπο ωμό και βίαιο, όταν η νεαρή γυναίκα θα ανακαλύψει ότι διακατέχεται από μία ακατάληπτη όρεξη για κρέας, και δη ανθρώπινο.
Η Ducournau επιδεικνύει στην πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα απόλυτη προσήλωση στο δημιουργικό στόχο της. Δεν επιδίδεται ούτε στιγμή σε επίδειξη δύναμης και τεχνικής. Σκηνοθετεί με ακρίβεια και ρυθμό, συνθέτοντας ένα φιλμ που θα μπορούσε να αποτελεί μάθημα σημειολογίας. Τοποθετεί στην αφήγηση της όλα τα κλισέ μίας ταινίας τρόμου που διαδραματίζεται σε κολλέγιο. Ξέφρενα πάρτυ, σεξ, μπόλικο αίμα, στριφνούς καθηγητές και δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις. Κάθε ένα από αυτά όμως, χρησιμοποιείται από την Ducournau παραβολικά, οδηγώντας το θεατή σταδιακά- μαζί με την ηρωίδα- στην αποκάλυψη του φινάλε. Από την πρώτη κανιβαλιστική δοκιμή της πρωταγωνίστριας- ένα δάχτυλο σε σχήμα φαλλού- μέχρι το τελικό μακελειό, το φιλμ της νεαρής γαλλίδας αποτελεί ένα καίριο σχόλιο για την καταπιεσμένη γυναικεία σεξουαλικότητα και την ωμή φύση της ενηλικίωσης.
Η ενηλικίωση της Τζαστίν γίνεται μέσα στα φοιτητικά πάρτυ, στη συνδιαλλαγή της με ανθρώπους που έχουν ζήσει διαφορετικά από την ίδια, στην ανακάλυψη της σεξουαλικής ορμής. Είναι απότομη και αγχωτική· απαιτεί από την έφηβη ηρωίδα να ορίσει τις αξίες και να προσδιορίσει τον εαυτό της εκ νέου. Η ματιά της Ducournau πάνω στη ψυχοσύνθεση της πρωταγωνίστριας αγγίζει τα όρια του μεταφεμινισμού, καθώς αναπτύσσει το ψυχισμό της κανίβαλης ηρωίδας της με αγάπη και κατανόηση σε αυτό που καλείται να αντιμετωπίσει. Ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον· όπου η μύηση των πρωτοετών φοιτητών στη σχολή γίνεται με τρόπο στρατιωτικό, στραμμένο στην απελευθέρωση της αντρικής σεξουαλικότητας και σε οποιοδήποτε σύμβολο αποτυπώνει την έκρηξη της τεστοστερόνης. Από τις διαταγές που δίνουν οι μεγαλύτεροι φοιτητές- που εδώ έχουν το ρόλο του εκφοβιστή- για το ντύσιμο των πρωτοετών φοιτητριών, μέχρι τις παρατηρήσεις του καθηγητή γύρω από τον περιορισμό της αριστείας για να παραμείνουν οι «μέτριοι» φοιτητές χωρίς συμπλέγματα κατωτερότητας, η Τζαστίν συνειδητοποίει ότι θα πρέπει να βρίσκεται διαρκώς σε καθεστώς καταπίεσης. Να εκδηλώνει τη σεξουαλικότητα και τις ικανότητες της μέχρι το σημείο που τις επιτρέπει η κοινωνία. Να μην έρθει σε ρήξη με τα θεμέλια που χτίστηκαν από τους προηγούμενους, για να είναι αποδεκτή. Η ενηλικίωση έρχεται σαν σίφουνας, τη βρίσκει απροετοίμαστη. Η ορμή της εκδηλώνεται βίαια, γεμίζοντας ανθρώπινο αίμα την κτηνιατρική σχολή.
Και ακόμα και αν πολλές σκηνές θα προκαλέσουν τόση αηδία, με αποτέλεσμα να αποσπάσουν την προσοχή του θεατή από τη σημειολογική προέκταση του φιλμ, θα έρθει το απροσδόκητο φινάλε να τον πείσει ότι η Ducournau κατάφερε να αποτυπώσει τη γυναικεία χειραφέτηση πιο.. «ωμά» από ποτέ.