in

Ρατσισμός και οικολογική καταστροφή. Του Χρήστου Λάσκου

Ghassan Hage, Είναι ο ρατσισμός περιβαλλοντική απειλή;, Gutenberg, σελ. 162 (μετάφραση: Σωτήρης Σιαμανδούρας, επιστημονική επιμέλεια: Στάθης Παπασταθόπουλος)

 

Οι απελπισμένοι του κόσμου με το όνειρο μιας νέας πατρίδας συναντούν στην Ευρώπη τείχη που φαίνεται να είναι περατά για τα εμπορεύματα, αλλά όχι πάντα για τους ανθρώπους -μόνο λίγοι και εκλεκτοί είναι εκείνοι που έχουν το δικαίωμα να τα διαβούν.

  Γιώργος Τσιάκαλος

 

Ξεκινώ σήμερα το σημείωμά μου με μια αναφορά από τον περίφημο «Οδηγό Αντιρατσιστικής Εκπαίδευσης». Ο οποίος, αν και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά περισσότερο από μια εικοσαετία πριν, είναι, για ευνόητους λόγους, περισσότερο χρήσιμος σήμερα.

Η παιδαγωγική του αντιρατσισμού παραμένει μείζον εργαλείο στη διάθεση του κινήματος -ο «Οδηγός» είναι από τις καλύτερες εκδοχές της. Και κάθε άλλο παρά αφορά μόνο ή ιδίως τους εκπαιδευτικούς.

Επειδή δε ο ρατσισμός συνδέεται με όλες, μα κυριολεκτικά με όλες,  τις διαβαθμίσεις της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης είναι λάθος να αντιμετωπίζεται ως ιδιαίτερη θεματική, που θα μπορούσε να αναλυθεί με έναν «εσωτερικό», κάπως, τρόπο.

Το βιβλίο του Hage, συνδέοντας τον ρατσισμό με την οικολογική κρίση, συμβάλλει καθοριστικά σε έναν τρόπο προσέγγισης, που μας απομακρύνει από μια ηθική, καντιανή, τρόπον τινά, αντιμετώπιση του ρατσισμού, για να αναδείξει τον καίριο ρόλο του στη λειτουργία του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος. Όχι ότι η ηθική διάσταση είναι ασήμαντη -κάθε άλλο. Ο περιορισμός, όμως, της αντιμετώπισης σε ηθικό επίπεδο μειώνει τη δυναμική μιας αντιρατσιστικής προοπτικής.

Όταν μιλάμε για σύνδεση του ρατσισμού με την περιβαλλοντική καταστροφή δεν πρέπει να μένουμε μόνο στο γεγονός πως οι επιπτώσεις της τελευταίας είναι δραματικά μεγαλύτερες για τους «κατώτερους» πληθυσμούς του πλανήτη. Πρέπει να αναφερόμαστε με επιμονή στο ό,τι ο ρατσισμός επιτείνει καθοριστικά την κρίση στο μέτρο που η αντιμετώπιση ενός μεγάλου μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού ως περιττού, άχρηστου ακόμη και για εκμετάλλευση, μειώνει την πίεση για την άμεση λήψη μεγάλης έκτασης μέτρων οικολογικής προφύλαξης και αποκατάστασης.

Το βιβλίο αναδεικνύει την αναλογία της διαχείρισης των απορριμμάτων με τη διαχείριση τεράστιων αριθμών ανθρώπων ως απορριμμάτων. Η φυλετικοποίηση, π.χ., των Μουσουλμάνων συνδέεται έντονα με τη βρωμιά, το σκουπίδι, το απόρριμμα, το υπόλειμμα. «Ο ρατσισμός σήμερα δεν ορίζεται ούτε από τη φυτεία ούτε από το ορυχείο. Παρουσιάζει όλα τα σημάδια της διαδικασίας διαχείρισης απορριμμάτων στον τρόπο με τον οποίο θεσμοποιείται με τη μορφή μαζικού εγκλεισμού, [μεταξύ άλλων], με την πολιορκία της Γάζας […] Μπορεί κανείς να παρατηρήσει μια αξιοσημείωτη ομοιότητα, για παράδειγμα, ανάμεσα στη γλώσσα που περιγράφει τις ολοένα πιο απειλητικές συγκεντρώσεις πλαστικών απορριμμάτων που επιπλέουν στους ωκεανούς και στη γλώσσα που περιγράφει τους Μουσουλμάνους αιτούντες άσυλο που επιπλέουν διάσπαρτα στους ίδιους ωκεανούς […] Γιατί τι είναι η οικολογική κρίση αν όχι μια κρίση μη κυβερνήσιμων απορριμμάτων, στη μορφή είτε πλαστικών στους ωκεανούς είτε τοξικών χημικών στους ποταμούς και το έδαφος είτε αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα;» (σελ. 68).

Αυτό που, στο δυτικό φαντασιακό, αμφισβητεί ο Μουσουλμάνος είναι η αναγκαία γενικευμένη εξημέρωση, η οποία διαμορφώνει έναν τρόπο κατοίκησης της Γης κατάλληλο για την αναπαραγωγή του συστήματος. Σε αντίθεση με τον δούλο στις αμερικάνικες φυτείες, που ήταν υπάκουος και εκμεταλλεύσιμος, ο «Άραβας» είναι και τεμπέλης και μη ενσωματώσιμος -και βρώμικος, όπως ήδη είπα. Αν ο σκλάβος είναι αρνί, ο Μουσουλμάνος είναι κατσαρίδα. Μια απεχθής ενόχληση, λογικά εξοντώσιμη.

Η ζωοποίηση και η κτηνοποίηση αυτού του βρωμερού Άλλου αποτελούν παλαιόθεν αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας της ρατσιστικής αναπαράστασης, ίσως περισσότερο και από την αντικειμενοποίηση ή την «πραγμοποίηση» ανθρώπων. Έτσι, η άθλια αντιμετώπιση των ζώων από τον δυτικό πολιτισμό είναι εύλογο να μεταφέρεται σε τέτοιους «ανθρώπους», με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται μια κατάσταση ακραίας υποτίμησης της απώλειας ζωών. Η αριθμητική της σημερινής ισραηλινής γενοκτονικής επίθεσης στη Γάζα είναι χαρακτηριστική. Γενικότερα, «[ό]ποτε ένας Μουσουλμάνος ανοίγει την τηλεόραση ή διαβάζει εφημερίδα είναι αναγκασμένος να διαχειριστεί τις ποικιλόμορφες προκαταλήψεις που προωθούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ταυτόχρονα, καλείται να αποδεχτεί την κανονικοποίηση του θεάματος του εαυτού του ή των αδελφών του Μουσουλμάνων πίσω από συρματοπλέγματα, είτε στη φυλακή είτε σε στρατόπεδα προσφύγων, να περιμένουν στα σύνορα του ενός ή του άλλου ευρωπαϊκού κράτους, ή σε κέντρα κράτησης όπως αυτά που οικοδόμησε η κυβέρνηση της Αυστραλίας εντός και εκτός της χώρας» (σελ. 30).

Κατσαρίδες, λοιπόν. Σκουπίδια. Να πώς παρουσιάζει το θέμα της σκουπιδοποίησης (rubbishing), ως μορφή ή τεχνολογία φυλετικής εξόντωσης, ο Hage σε ένα προηγούμενο βιβλίο του το “Alter -politics” του 2015:

«Αυτό που πραγματικά με ταρακούνησε στην Παλαιστίνη ήταν ότι οι έποικοι άφηναν τις αποχετεύσεις τους να κυλούν στα παλαιστινιακά χωριά. Δυο φορές ενώ οδηγούσαμε μέσα σε ένα παλαιστινιακό χωριό εισέβαλε ξαφνικά η μυρωδιά των ισραηλινών σκατών που “προσγειώνονταν” παραπέρα. Σκεφτόμουν συνεχώς ότι μια ιστορική και ηθική διαχωριστική γραμμή είχε παραβιαστεί κάπου εδώ: “Αποικίζεις και καταπιέζεις, εντάξει, αυτό έχει ξαναγίνει στο παρελθόν, αλλά το να χέζεις κυριολεκτικά πάνω στους λαούς που αποικίζεις ανάγει την αποικιοκρατία σε άλλη διάσταση”. Έπειτα μου ήρθε στο νου ότι υπήρχε μια ταξινομική συγγένεια στα μάτια των Ισραηλινών εποίκων ανάμεσα στα σκατά και στους Παλαιστίνιους. Αυτό που διαφοροποιεί το ισραηλινό απαρτχάιντ από το νοτιοαφρικανικό απαρτχάιντ είναι ότι οι λευκοί Νοτιοαφρικανοί χρειάζονταν πραγματικά τους μαύρους Νοτιοαφρικανούς ως φτηνό εργατικό δυναμικό, ενώ οι Ισραηλινοί δεν είχαν καμιά ανάγκη από την εργασία των Παλαιστινίων. Πράγματι, δεν έχουν καμιά ανάγκη τους Παλαιστινίους, τελεία. Συνεπώς, στα μάτια των εποίκων, ο παλαιστινιακός χώρος είναι πάντα ήδη ένα είδος σκουπιδότοπου κατάλληλου για να διοχετεύει κανείς τα λύματά του».

Εδώ και κάποιο διάστημα, όμως, οι κατσαρίδες μεταμορφώνονται, μερικές φορές, σε λύκους. Δεν είναι πια μόνο για απόρριψη. Είναι για εξόντωση. Περιττοί, βρώμικοι και, ταυτόχρονα, επικίνδυνοι. Μη επιδεχόμενοι μια θέση στη συνθήκη της γενικευμένης εξημέρωσης δεν δικαιούνται τίποτε περισσότερο από μια επιθετική «άμυνα». Η πολυπολιτισμικότητα, άλλωστε, είναι προνόμιο των ανώτερων κατηγοριών, τρόπος παραγωγής/μεταμόρφωσης άλλων πολιτισμικών μορφών σε κάτι το αποδεκτό προς κατανάλωση από την κυρίαρχη κουλτούρα (έθνικ φαγητό, έθνικ τέχνη, έθνικ…).

Οι Μουσουλμάνοι -λύκοι μπορεί να είναι μοναχικοί μπορεί και αγέλες ολόκληρες. Πάντα, όμως, ακραία απειλητικοί. Το πράγμα, βέβαια, βγάζει πολλές αντιφάσεις. «Μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου κυκλοφόρησε μια ρατσιστική θεωρία συνωμοσίας. Υποστήριζε πως οι Μουσουλμάνοι/Άραβες ήταν υπερβολικά χαζοί για να σχεδιάσουν κάτι τέτοιο -στην πραγματικότητα, πίσω από   την  επίθεση βρισκόταν η Μοσάντ. Αυτή η «θεωρία» συνδυάζει δύο ρατσιστικά στερεότυπα: το αντισημιτικό στερεότυπο του συνωμοτικού Εβραίου και το στερεότυπο του χαζού αποικιοποιημένου Άλλου». Οι αντιφάσεις και οι παραλογισμοί, ωστόσο, όχι μόνο δεν μειώνουν την επιδραστικότητα της ρατσιστικής ιδεολογίας -συχνά την αυξάνουν. Γι’ αυτό και δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί με ορθολογικά επιχειρήματα.

Ο Hage θα αναπτύξει και μια, τρόπον τινά, πολιτική οικονομία του ρατσισμού -μαζί και της οικολογικής καταστροφής. Θα δείξει, πολύ πειστικά, ότι τόσο η κυριαρχία της φύσης όσο και η αποικιακή κυριαρχία είναι εκμεταλλευτικές/αποσπαστικές σχέσεις αυτού του τύπου: η ευημερία του ανθρώπου και η ευημερία του αποίκου επέρχεται μέσα από την απομύζηση της φύσης και του βιωμένου κόσμου του αποικιοκρατούμενου.

Διαμορφώνονται δύο χώροι, αυτός της βιοπολιτικής και εκείνος της νεκροπολιτικής. «[Στον πρώτο], άνθρωποι και ζώα καθίστανται αντικείμενα εκμετάλλευσης εντός ορίων. [Στον δεύτερο], άνθρωποι και ζώα καθίστανται αντικείμενα εκμετάλλευσης κατά βούληση και χωρίς κανένα επίσημο περιορισμό, ως το σημείο που χάνουν την ικανότητά τους να ανανεώνονται, ή (για να το θέσουμε διαφορετικά) ως το σημείο που τα εκμεταλλεύονται μέχρι θανάτου» (σελ. 73).

Αξιοποιώντας, πολύ παραγωγικά, την έννοια της πρωτόγονης (πρωταρχικής) συσσώρευσης του Μαρξ, ο Hage θα υποστηρίξει πως το πιο κατάλληλο όνομα της παρούσας γεωλογικής εποχής είναι Νεκρόκαινος και όχι Ανθρωπόκαινος, όπως έχει επικρατήσει. Θα δείξει τις σχέσεις μεταξύ της κίνησης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, της πορείας του ποσοστού κέρδους και της συστημικά αναγκαίας υπερεκμετάλλευσης. Θα επισημάνει αναλυτικά τη σχέση της τελευταίας με τη διαρκή επανενεργοποίηση της τρομακτικής, κάθε φορά, πρωτόγονης συσσώρευσης, που δεν χαρακτηρίζει μόνο την αρχή, αλλά το σύνολο της ιστορίας της κεφαλαιοκρατίας.   Θα επιμείνει ιδιαίτερα στο γεγονός πως, για να θυμηθούμε τον Φουκώ, η αδυναμία κυβερνησιμότητας των εξελίξεων στο περιβάλλον και στους αποικιοκρατούμενους πληθυσμούς κάνει την υπερεκμετάλλευση να δίνει όλο και περισσότερο την θέση της στην εξολόθρευση.

Θα αφιερώσει το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου στην περιγραφή της συνθήκης μετάβασης από την εξημέρωση της φύσης  στη γενικευμένη εξημέρωση και τα συσχετιζόμενα αδιέξοδα, τις χαοτικές εκβάσεις και την τεράστια αδυναμία αντιμετώπισης των τρομερών απειλών χωρίς ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό.

Να πώς τελειώνει την εργασία του ο Hage:

«Σε αυτό το βιβλίο, δείχνοντας τον τρόπο με τον οποίο ο ρατσισμός αναπαράγει συμπεριφορές και στάσεις που βρίσκονται πίσω από την οικολογική κρίση, επιχειρηματολόγησα ότι καμιά κοινωνική δύναμη που αποσκοπεί στην κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να αγνοήσει την ενότητα επί της αρχής που χαρακτηρίζει την παραγωγή τόσο της ρατσιστικής όσο και της οικολογικής κρίσης. Υποστήριξα επίσης ότι είναι εφικτό να διατυπωθεί μια εναλλακτική ηθικοπολιτική κατεύθυνση απέναντι στην κυριαρχία της γενικευμένης εξημέρωσης που να μη βασίζεται σε μια «καλή ιδέα» αλλά σε ένα ήδη «πρακτικό έδαφος» συγκροτημένο από τις μορφές κατοίκησης και συσχέτισης που επιβιώνουν. Όποια κι αν είναι αυτή η κατεύθυνση, δεν μπορεί να αγνοήσει τη θεμελιακή ενότητα του αγώνα για την περιβαλλοντική αλλαγή, ενάντια στον αποικιακό ρατσισμό» (σελ. 143).

Πρόκειται για ένα βιβλίο μοναδικό, πραγματικά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Φόνισσα

Όχι του Ευρωκοινοβουλίου στις καταχρηστικές αγωγές κατά δημοσιογράφων