Τις Κυριακές που πέρασαν με αυτές που έρχονται θα ήθελα να συνταιριάξω. Κατά την εκφορά του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, με άσπρο πουκάμισο και κόκκινο κρασί. Με συγγενείς και φίλους να μοιράζονται μυρωδιές, μεράκια, αγωνίες,καημούς και όνειρα. Με γέλια παιδιών. Μπορεί να είναι επικίνδυνα πράγματα ετούτα, άστοχα και κινδυνώδη. Όπως πριν πενήντα χρόνια που έσερναν τον ποιητή στα δικαστήρια, οι της κανονικότητας υπερασπιστές, κατηγορούμενο για «ανατρεπτικό κήρυγμα». Και μάλλον ήταν το «κήρυγμα» του τέτοιο αφού δεν περιείχε εκκλησιασμό.
Στις μέρες μας η Κυριακή είναι μια τοστιέρα που δεν μπορείς να την βρεις άλλη μέρα. Η τοστιέρα σε περιμένει στο ράφι μόνο την Κυριακή. Γι αυτό φτιάχτηκε και νόμος ειδικός, που σε διευκολύνει στο ραντεβού σου με την ηλεκτρική συσκευή. Γι αυτό είναι οι αγορές ανοιχτές και όσοι σου αρνούνται να προσεγγίσεις την τοστιέρα είναι εχθροί της προκοπής και της ανάπτυξης ίσως και της πνευματικής ολίσθησης. Η Κυριακή – τοστιέρα φέρει την φρεσκάδα του νέου.
Τι, δηλαδή, θέλεις μια Κυριακή ενός «προνεωτερικού βιώματος» όπως το έθεσε ο φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος «ψυχαναλύοντας» τον Σταύρο Θεοδωράκη; Βέβαια, στην ψυχανάλυση συνηθίζεται να ακούς, κυρίως, τον άλλο, μπορεί όμως κι αυτό να είναι μια παλιακή αντίληψη. Φερ’ ειπείν, όπως το έθεσε ο φιλόσοφος, «καταναλώνουμε λιγότερα, αλλά ο τρόπος που θυμώνουμε και ζητάμε λογαριασμό μένει ο ίδιος». Δηλαδή, αν καταλαβαίνω καλά, αν καταναλώναμε περισσότερο, θα μπορούσαμε ή θα δικαιούμασταν να θυμώνουμε ή και να οργιζόμαστε ενώ τώρα που είναι άδειο το πουγγί ας σιωπήσουμε.
Το λέει και πιο καθαρά ο φιλόσοφος μας «έχουμε οργανωμένη μορφή απόκρουσης του μέλλοντος. Ανοίγουν συνεχώς καφενεία. Η παλιά Ελλάδα θριαμβεύει, γιατί ο τόπος της παλιάς Ελλάδας είναι το καφενείο. Ως δομή, ως απόφαση, σημαίνει ότι ανοίγει το παρελθόν εκεί που κλείνει το μέλλον». Υποθέτω ότι δικαιούμαι μετά από αυτή την απόφανση να καταγγείλω το καφενείο και να υμνήσω την τοστιέρα. Αποτελεί αυτό βέβαια μια φουτουριστική έκφανση της νεωτερικότητας και ο φουτουρισμός με στέλνει κατευθείαν στο Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι, κι αυτός με την σειρά του, είναι ένας επικίνδυνος δημόσιος θηλασμός, κάλλιο να μείνω στα ραμφίσματα.
Διότι, είναι σαφώς προτιμότερο να διαφωνείς με έναν φιλόσοφο κυριακάτικα παρά να αγοράζεις τοστιέρες. Μάλιστα, είναι αναμφιβόλως ηδονικό, να ανακαλύπτεις συμφωνίες μαζί του ότι για παράδειγμα «το κοινό αγαθό είναι το μεγάλο ζητούμενο. Τα διαμερίσματα είναι πεντακάθαρα, αλλά οι δρόμοι και τα πανεπιστήμια βρώμικα. Το πρόβλημα με τη μερικότητα είναι ότι το κάθε μέρος διεκδικεί την ολότητα. Όπου κυριαρχεί η μερικότητα είναι βέβαιη η παρακμή». Εδώ, υποθέτω πάλι, ότι εννοεί ο φιλόσοφός μας ότι δεν πρέπει δα να γυρνάμε την πλάτη αν μια τράπεζα θέλει να βγάλει από το σπίτι της μια μόνη γυναίκα, δεν πρέπει να περιμένουμε να μας βγάλουν όλους από τα σπίτια μας, αλλά αντιθέτως, όλοι μαζί, να κάνουμε το ατομικό, συλλογικό ζήτημα, διότι, αν το ατομικό πρόβλημα μεταμορφωθεί καφκικά σε γιγαντιαίο ζωύφιο που πρόκειται να καταπιεί την κοινωνία τότε είναι αργά.
Θα πρέπει προφανώς να δράσουμε συλλογικά, υπερασπιζόμενοι τα δικαιώματα της υγείας και της παιδείας, των εργατικών δικαιωμάτων κάνοντας πόλεμο κατά της πνευματικής εξαθλίωσης και αποκτήνωσης που προωθείται μέσω της μετατροπής των Ανθρώπων σε Καταναλωτές.
Αν όπως είπε ο κ. Ράμφος «η συναίνεση χρειάζεται το νόημα ενός σκοπού για να την υποστηρίξει» υποθέτω ταπεινά ότι δεν εννοεί ότι το νόημα το δίνει η κυριακάτικη αγορά τοστιέρας, αυτό ούτε ο ιδιοκτήτης μιας ηλεκτραγοράς δεν θα το έλεγε, διότι τότε φτάνουμε σε μια κοινωνία που «τα παιδιά μιλάνε σαν οδηγοί πλοήγησης».
Και τότε, φυσικά, «τα μνημόνια μπορεί να φύγουν και η κρίση θα μείνει» διότι η κρίση υπήρχε, προυπήρχε, κάποιοι της έστρωσαν κόκκινο χαλί να περπατήσει στις Κυριακές μας, στα άσπρα μας πουκάμισα και να φτύσει στο κόκκινο κρασί μας. Κάποιοι φταίνε και θα πρέπει να τους ονοματίσει ο κ. Ράμφος. Διότι σε μια ψυχανάλυση βρίσκεις τι φταίει και το διορθώνεις. Όπως το έλεγαν οι παλαιότεροι φιλόσοφοι,τον αλλάζεις τον κόσμο, τον παλιοντουνιά, για να τον κάνεις καλύτερο. Εκτός και τα νεωτερικά προτάγματα εννοούν ότι τον καινούριο κόσμο τον αγοράζεις, όπως τις τοστιέρες, και μάλιστα κυριακάτικα. Αλλά τότε ανακύπτει ένα θέμα: τι κάνεις αν αποκτήσεις τοστιέρα αλλά δεν έχεις τα υλικά να κάνεις τόστ;
* Ο δημοσιογράφος του ρ/σ “Στο Κόκκινο 93,4” Απόστολος Λυκεσάς αρθρογραφεί καθημερινά στο alterthess.gr. Ακούστε ζωντανά στο “Κόκκινο 93,4” την εκπομπή “Ορθά- Κοφτά” με τον Απόστολο Λυκεσά Δευτέρα- Παρασκευή 11:00- 12:00.
