Μετά τον πόλεμο, οι αμερικανοί κοινωνικοί επιστήμονες με την γενναιόδωρη υποστήριξη της κυβέρνησής τους και ιδιωτικών εταιρειών, έστρεψαν την προσοχή τους σε προβλήματα οικονομικής ανάπτυξης για τις χώρες που θεωρούσαν ότι δεν ήταν αρκούντως «αναπτυγμένες» (π.χ της Ασίας, της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής κ.ά). Έτσι ξεκίνησε, η δυτικοποίηση όλου του λεγόμενου μη δυτικού κόσμου.
Προκειμένου λοιπόν, να διατυπώσουν τις θεωρίες τους για την κοινωνική και οικονομική αλλαγή, στράφηκαν σε επιστημονικές παραδόσεις της Δύσης που αντλούσαν τη λογική τους από την εξελικτική προοπτική του 19ου αιώνα. Μια προοπτική που συνδέεται ευθέως με τον ρατσισμό και με το διχοτομικό σχήμα πολιτισμένος vs βάρβαρος.
Η προοπτική αυτή περιλαμβάνει τρεις βαθμίδες: την ανώτερη στην οποία βρίσκεται ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, τη μεσαία βαθμίδα στην οποία τοποθετούνται οι βάρβαροι, και την κατώτερη βαθμίδα στην οποία τοποθετούνται οι άγριοι, δηλαδή αυτοί που σύμφωνα με αυτή την λογική δεν έχουν πολιτισμό. Βασικό κριτήριο για τη δημιουργία αυτής της κλίμακας, ήταν ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, που θεωρείται απόλυτη αξία, ο μόνος που δικαιούται να λέγεται πολιτισμός και σήμερα «σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο ταξιδεύει…».
Έτσι οι κοινωνικές επιστήμες -παιδί της Δύσης- στα πρώτα τους βήματα, εξασφάλισαν στον εαυτό τους, την αποστολή να συγκρίνουν τους λαούς και τους θεσμούς των άλλων ηπείρων με αυτούς του ευρωπαϊκού παρελθόντος ή του παρόντος. Αυτή η αποστολή της αξιολόγησης αλλά και τα κριτήρια της εγγύτητας ή της απόστασης από τις δυτικές κοινωνίες, υπερέβησαν την ακαδημαϊκή αρένα και διαχύθηκαν σε άλλες θεσμικές σφαίρες όπως αυτή της δημοσιογραφίας, της πολιτικής ή ακόμα και του σινεμά. Όσοι αποκλίνουν του ευρωπαϊκού προτύπου, αντιμετωπίζονται ως διαστροφές, ως άγριοι, ως κατώτεροι, ως βάρβαροι, ως ανήκοντες σε προγενέστερες βαθμίδες.
Η προσέγγιση αυτή, δρομολογημένη στην προοπτική της «αναπτυξιακότητας», ήθελε κυρίως να απαντήσει στο τι είναι «ανάπτυξη», «εκβιομηχάνιση», «ορθολογικοποίηση», «εκμοντερνισμός», «έλεγχος πάνω στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον». Ο ιμπεριαλισμός αυτών των εννοιών, στην ουσία «ποινικοποίησε» την διαφορετικότητα πολλών κοινωνιών στον τομέα της παραγωγής, της καλλιέργειας της γης, της χρήσης των παραγωγικών μέσων, των σπόρων, των ντόπιων ποικιλιών, «ποινικοποίησε» την «πολυσθένεια» του Κων. Τσουκαλά, την αυτάρκεια του μικροκαλλιεργητή, «ποινικοποίησε» και «ενοχοποίησε» ακόμα και την εννοιολόγηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών: ένα δάσος δεν θεωρείται πλούτος πια σύμφωνα με τον δυτικό ορθολογισμό. Πλούτος είναι το χρυσό υπόστρωμά του (Σκουριές). Και παρά τις περιβαλλοντικές καταστροφές από τα μεταλλευτικά απόβλητα που έχουν σημειωθεί σε άλλες χώρες (π.χ. Καναδάς), στο φαντασιακό των καπιταλιστών κυριαρχεί η απεριόριστη ανάπτυξη. Γι αυτό ίσως και η αξιωματική αντιπολίτευση μίλησε δια στόματος του προέδρου της για «το πλούσιο ενδογενές αναπτυξιακό δυναμικό» δεδομένου ότι τα επείσακτα μοντέλα δεν μπορούν να εξηγήσουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό, ούτε μπορεί να γίνει πολιτισμική αλλαγή καθ’ υπαγόρευση μνημονιακή ή μη.
Όμως η έννοια της ανάπτυξης δεν προϋποθέτει έστω και υπαινικτικά το υποανάπτυκτο; Η έννοια του εκμοντερνισμού δεν προϋποθέτει το μη μοντέρνο; Η ανάπτυξη, την υπανάπτυξη;
Εκείνο που αποκρύπτεται σε τούτη την αίσθηση των άρρητων προϋποθέσεων, είναι η σύγκριση που υποβαστάζει την διάκριση του αναπτυγμένου και μοντέρνου, από το υπανάπτυκτο και παραδοσιακό. Η σύγκριση αυτή, οδηγεί σε ιεράρχηση του αναπτυγμένου και μοντέρνου που συμβολίζει το μέλλον, έναντι του παραδοσιακού που συμβολίζει το παρελθόν.
Έτσι λοιπόν το «ψηλότερα ή χαμηλότερα από την Μποτσουάνα αναδεικνύεται η Ελλάδα…» που χρησιμοποιείς και εσύ «υποκριτή αναγνώστη, όμοιέ μου και αδελφέ μου» άρα και εγώ για να εξυψώσω τη χώρα μου, που χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι για να δείξουν το μέγεθος της διαπλοκής μεταξύ Τύπου και νομοθετικής εξουσίας, εκπαιδευτικοί για να δείξουν την ποιότητα της εκπαίδευσης στη χώρα τους, γιατροί για να δείξουν το επίπεδο της παρεχόμενης ιατρικής φροντίδας, πολιτικοί για να δείξουν την ανεξαρτησία της πολιτικής από άλλες σφαίρες και ιδίως αυτής της οικονομίας, μπορεί να φαντάζει μια αθώα φράση… δεν είναι όμως αφού εκμηδενίζει τις δυνατότητες μιας ισότιμης συνάντησης χωρών, με διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές αναφορές.