Περιθώρια να εισηγηθεί στο υπουργικό Συμβούλιο της προσεχούς Δευτέρας μια μικρή αύξηση στον κατώτατο μισθό δίδει στον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κ. Χατζηδάκη, το «σχέδιο του Πορίσματος Διαβούλευσης για τη διαδικασία διαμόρφωσης του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου», που αναρτήθηκε χθες στην επίσημη ιστοσελίδα του υπουργείου και δεν ταυτίζεται απόλυτα με την αρχική θέση του ΚΕΠΕ για αναστολή στην όποια αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, έως ότου αποκατασταθεί η οικονομία.
Της Χριστίνας Κοψίνη για την Εφημερίδα των Συντακτών
Σύμφωνα με πληροφορίες, η αύξηση που θα εισηγηθεί ο υπουργός Εργασίας θα είναι έως 2%, με την πεποίθηση ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αποσταλεί σήμα πως η οικονομία αρχίζει να ανακάμπτει, σε μια περίοδο που οι αποπληθωριστικές τάσεις αρχίζουν να υποχωρούν, ενώ διαφαίνεται ήδη μια έστω και μικρή αύξηση του ΔΤΚ, ο οποίος τον Μάιο ήταν οριακά θετικός (0,1%).
Το πόρισμα που συντάχθηκε από το ΚΕΠΕ σε συνεργασία με την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων (Μανόλης Γαλενιανός, Δημήτριος Γούλας, Ιωάννης Καπλάνης, Βασίλης Μοναστηριώτης και Θωμάς Μούτος), αν και ως ανάλυση συγκλίνει περισσότερο προς τη συγκράτηση των αυξήσεων έως ότου σταθεροποιηθεί η ανοδική τάση στην οικονομία, δεν απορρίπτει ούτε την άποψη «για μια αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό έως και 4%, που θα ήταν συνολικώς επωφελής για την ελληνική οικονομία».
Στη διατύπωση κατά την καταγραφή των συμπερασμάτων της διαβούλευσης και των παραδοχών που συνηγορούν υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού συμβάλλει η παράθεση των διαφορετικών γνωμών των μελών της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, χωρίς να αναφέρεται ποια από τις δύο θέσεις (κατά ή υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού) υπερίσχυσε.
Το διφορούμενο στο πόρισμα της Επιτροπής φαίνεται καθαρά και στην τελευταία παράγραφο του Πορίσματος, στην οποία αναφέρεται ότι «στην παρούσα φάση η πρότασή της είναι σχετικά επιφυλακτική και περιλαμβάνει ένα εύρος επιλογών (αναλόγως των παραδοχών που θα επιλεγούν ως περισσότερο κρίσιμες στην τρέχουσα συγκυρία): Ειδικότερα, ορισμένα μέλη της Επιτροπής προτείνουν, υπό τις παρούσες συνθήκες, τη διατήρηση αμετάβλητου του νυν ισχύοντος κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, ενώ άλλα μέλη της Επιτροπής προτείνουν αύξησή του σε ποσοστό έως και 4%.
Εκτός από την πάγια θέση της ΓΣΕΕ για την επαναφορά του Κ.Μ. (κατώτατος μισθός) στα προ μνημονίων επίπεδα των 751 ευρώ και με ορίζοντα περαιτέρω αύξησης στα 809 ευρώ του επόμενους μήνες, στα επιχειρήματα τόσο της ίδιας όσο και αδιευκρίνιστου αριθμού μελών της Επιτροπής, που τάχθηκαν υπέρ της μικρής αύξησης, περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και τα εξής:
-Μια αύξηση του Κ.Μ. ενδέχεται να προκαλέσει αύξηση της εγχώριας ζήτησης και να τονώσει την εγχώρια παραγωγή.
-Η τελευταία αύξηση του Κ.Μ., τον Φεβρουάριο του 2019, δεν «φαίνεται να είχε μεγάλη διάχυση στην κατανομή των μισθών, δεν επηρεάζει τους υψηλούς μισθούς, ενώ το 50% των νέων θέσεων εργασίας είναι στη σφαίρα των ευέλικτων μορφών και δεν τελεί υπό την επίδραση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Επίσης, σε ό,τι αφορά την επίπτωση στην απασχόληση, «απεικονίζεται μια μάλλον αρνητική σχέση μεταξύ του επιπέδου της και του ύψους του Κ.Μ.».
-Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα (εκτός της Λετονίας) στην οποία παρατηρείται «πάγωμα» του Κ.Μ.
Στον αντίποδα αυτής της επιχειρηματολογίας, το πόρισμα δεν παραλείπει να σημειώσει την επίπτωση που ενδεχομένως θα έχει μια αύξηση των Κ.Μ. στις μικρές επιχειρήσεις (με λιγότερους από 10 εργαζόμενους) και δη σε αυτές που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία.
Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι όλες οι εργοδοτικές οργανώσεις έχουν ταχθεί κατά των αυξήσεων και υπέρ της διατήρησης του Κ.Μ. στο σημερινό επίπεδο. Η διαδικασία για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού μετά το πολυετές «πάγωμα» (κατάργηση) των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης και με μισθολογικούς όρους, ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2020 με τη συγκρότηση της τριμελούς επιτροπής συντονισμού της διαβούλευσης.
Η έναρξη της διαβούλευσης των φορέων μετατέθηκε αρχικώς για το Σεπτέμβριο του 2020, στη συνέχεια για τον Νοέμβριο του 2020 και, εν τέλει, για τον Μάρτιο του 2021. Αντίστοιχα μετατέθηκε και η προθεσμία για τη λήψη της τελικής απόφασης για το 2ο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου του 2021.