Για την κατάσταση που επικρατεί στο ΑΠΘ τοποθετείται με ανακοίνωσή της η Πρωτοβουλία πανεπιστημιακών ΑΠΘ-ΠΑΜΑΚ η οποία τονίζει πως η «πρυτανεία εκδηλώνει και επιβάλλει έμπρακτα όλον της τον ζήλο έτσι ώστε να γίνει αρεστή στο υπουργείο, όλον της τον κυνισμό απέναντι στα ζητήματα ζωής, δημόσιας υγείας και κοινωνικής αλληλεγγύης που θέτει η πανδημία εδώ και δύο χρόνια, όλη της την ανυπομονησία να βοηθήσει στην περαιτέρω αποδιάρθρωση της δημόσιας παιδείας με έναν ακόμη νόμο-πλαίσιο, όπου επιχειρήσεις και αστυνομίες θα υποστηρίζουν οι μεν τις δε ενάντια στο πανεπιστήμιο».
Ολόκληρη η ανακοίνωση:
«Παρά τις δύο τεκμηριωμένες εκθέσεις και τις προτάσεις διαχείρισης της πανδημίας από το ΚΕΠΥ (Κέντρο Έρευνας & Εκπαίδευσης στην Δημόσια Υγεία, την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας), παρά τις σχετικές αποφάσεις του ΕΣΔΕΠ για τις προϋποθέσεις της εκπαιδευτικής διαδικασίας, στο ΑΠΘ εξακολουθεί να βασιλεύει μία μακαριότητα αξιοσημείωτη: Κάθε συνετή πρόταση για λήψη μέτρων (δωρεάν τεστ, έγκυρη ιχνηλάτηση, επιπλέον αίθουσες, επιπλέον προσωπικό – ώστε να μπορούν να τηρηθούν αποστάσεις και να διεξάγονται οι εκπαιδευτικές διαδικασίες σε ασφαλέστερες συνθήκες) έχει πέσει στο κενό.
Όπως και στις προηγούμενες φάσεις της πανδημίας, φαίνεται να κυριαρχεί το παράλογο, από την ηγεσία της κυβέρνησης και του υπουργείου παιδείας μέχρι τις πρυτανικές αρχές – ένα παράλογο που παραπέμπει ευθέως στον τραμπισμό. Αντί να δοθεί η δυνατότητα να αποφασίζει κάθε πανεπιστήμιο στη συγκεκριμένη περίοδο για τον τρόπο διεξαγωγής των εξετάσεων, σύμφωνα με τις πραγματικές ανά περίπτωση συνθήκες, επιλέχθηκε και πάλι η οριζόντια αντιμετώπιση, ακόμα κι όταν αυτή δεν γίνεται να τηρηθεί: Κάντε ό,τι θέλετε, αλλά να μην φαίνεται ότι παραβιάζεται η ΚΥΑ, είναι η μόνιμη επωδός υπουργών, πρυτάνεων και κοσμητόρων. Το μόνο μέτρο που, ποικιλόμορφα και σαφώς πιλοτικά, εφαρμόζεται με συνέπεια και ένταση από την κυβέρνηση και τις πρυτανικές αρχές (με πρωταγωνιστή και πάλι το ΑΠΘ) είναι ο έλεγχος και η αστυνόμευση του πανεπιστημίου.
Ωστόσο, είναι δεδομένο ότι ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων (διδασκόντων και διοικητικών) αντιλαμβανόμαστε τα αυτονόητα:
• Ότι η επιβληθείσα πιστοποίηση των ιδρυμάτων συνιστά τελετουργική ταπείνωση των διδασκόντων.
• Ότι η αιφνίδια οδηγία για επιβολή ΕΒΕ στα Τμήματα, με στόχο τη διά παντός ακραία συρρίκνωση των εισακτέων στα δημόσια πανεπιστήμια, είναι παγίδα αυτοϋπονόμευσης των δημοσίων ΑΕΙ.
• Ότι η απόλυτη προτεραιότητα κυβέρνησης και πρυτανείας για την παιδεία είναι η καταστολή φοιτητικών κινητοποιήσεων που ζητούν να περισώσουν τη δημόσια παιδεία, και η θεαματική καταστροφή φοιτητικών χώρων, η αποστείρωση του πανεπιστημίου από τον μοναδικό ιό που φαίνεται να τους τρομοκρατεί, αυτόν της ανυπακοής.
• Ότι οι εισβολές των ΜΑΤ στο campus συνοδεύτηκαν κάθε φορά από τη διασπορά ψευδών ειδήσεων στον Τύπο.
• Ότι η οδηγία για την εγγραφή στη «λίστα edupass» και για τους ελέγχους πιστοποιητικών εμβολιασμού σε φοιτήτριες και φοιτητές αγγίζει, σε βαθμό υποκριτικότητας, την απλή παντομίμα, αφού δεν παράγει κανένα υγειονομικό αποτέλεσμα.
Με άλλα λόγια: Σε μια περίοδο έξαρσης των κρουσμάτων και ανησυχητικών προοπτικών για όσες και όσους νοσούν σοβαρά στην Ελλάδα, η πανδημία από τη μια αξιοποιείται στο έπακρο για μέτρα καταστολής, απαξίωσης και αφαίμαξης, οικονομικής και κοινωνικής, των ΑΕΙ, και από την άλλη αντιμετωπίζεται με μέτρα προσποίησης υπεύθυνης συμπεριφοράς.
Γιατί όμως δεν κάνουμε τίποτε γι’ αυτό; Κυβέρνηση και πρυτανικές αρχές φαίνεται να κατέχουν ένα όπλο μέχρι στιγμής πανίσχυρο: Τον ιδιότυπο ταξικό εκβιασμό, στον οποίο και βασίζεται όλη η στρατηγική της παράνοιας, της σύγχυσης και της αναίτιας βίας, των απειλών της επιτήρησης και των τουρνικέ. Υποθέτουν ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, ως προνομιούχοι δημόσιοι υπάλληλοι, με μειωμένο μεν αλλά σταθερό μισθό, και ως χαμηλόμισθοι και επισφαλείς συμβασιούχοι, στις δύσκολες συνθήκες που ζούμε σήμερα όλες και όλοι, με μια δουλειά που αγαπάμε και για την οποία κοπιάσαμε και κοπιάζουμε, δεν θα διακινδυνεύσουμε καμία κίνηση αντίστασης αφού «γλυτώνουμε τα χειρότερα». Υποθέτουν -βάσιμα προς το παρόν- ότι δεν θα σταθούμε δίπλα στο φοιτητικό κίνημα που, παρά την πανδημία, αποτέλεσε ένα φωτεινό παράδειγμα αγώνα για όλη την κοινωνία. Διαπιστώνουν περιχαρείς ότι εμείς, οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι στο πανεπιστήμιο, έχουμε απωλέσει την αυτοπεποίθηση που απέρρεε από το όραμά μας η παιδεία να είναι ελεύθερη, δημόσια και ποιοτική, ότι εσωτερικεύσαμε την απαξίωση της παιδείας και διστάζουμε να την υπερασπιστούμε συλλογικά.
Τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους που συμβαίνει αυτό, έναν-έναν, μένει να τους εξετάσουμε. Τα ερωτήματα όμως είναι πιεστικά: Γιατί επιτρέπουμε στην πρυτανεία να εκδηλώνει και να επιβάλλει έμπρακτα όλον της τον ζήλο να γίνει αρεστή στο υπουργείο, όλον της τον κυνισμό απέναντι στα ζητήματα ζωής, δημόσιας υγείας και κοινωνικής αλληλεγγύης που θέτει η πανδημία εδώ και δύο χρόνια, όλη της την ανυπομονησία να βοηθήσει στην περαιτέρω αποδιάρθρωση της δημόσιας παιδείας με έναν ακόμη νόμο-πλαίσιο, όπου επιχειρήσεις και αστυνομίες θα υποστηρίζουν οι μεν τις δε ενάντια στο πανεπιστήμιο;
Πότε θα λύσουμε το κοινωνικό συμβόλαιο του εκβιασμού;».